You are currently viewing Έφη Φρυδά. Γυναίκα και Τέχνη (4ο μέρος). Η τιμή του έργου και η αξία του

Έφη Φρυδά. Γυναίκα και Τέχνη (4ο μέρος). Η τιμή του έργου και η αξία του

  • Judith Jans Leyster (1609 –1660)

Η περίπτωση της Judith Jans Leyster αποτελεί ένα ακόμα κραυγαλέο παράδειγμα των δυσκολιών και των προκαταλήψεων που ορθώνονταν στην πορεία της γυναίκας εικαστικού την εποχή της Αναγέννησης – και όχι μόνο· όχι μόνο της γυναίκας εικαστικού και όχι μόνο της εποχής της Αναγέννησης.

Η Judith Leyster κατατάσσεται από τους ιστορικούς τέχνης στη Χρυσή εποχή της ολλανδικής ζωγραφικής, και στον καιρό της έχαιρε μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα σε εικαστικούς και κοινό. Τα έργα της είχαν καλλιτεχνική και εμπορική αξία, ήταν πολύ δημοφιλή και της απέφεραν οικονομική άνεση. Επηρεασμένη το πνεύμα των Καραβαζιστών της Ουτρέχτης απεικονίζει συνήθως σκηνές της καθημερινής ζωής, ρωπογραφίες όπου αναπαριστά οικεία, συνηθισμένα θέματα με ρεαλιστικό τρόπο. Πρόκειται για πίνακες γεμάτους ζωντάνια, ενέργεια και συχνά περιπαιχτική διάθεση. Χαρούμενοι μουσικοί, θορυβώδεις συντροφιές, πότες, σκανταλιάρικα παιδιά. Η πινελιά της μάλλον τραχιά και ελεύθερη, σε μια τεχνοτροπία πολύ μπροστά από την εποχή της. Διασκέδαση και χαρά μιας ραγδαία ανερχόμενης αστικής τάξης στη χώρα της, την ευημερούσα Ολλανδία.

Judith Leyster Young Flute Player

Το πρώτο γνωστό έργο που φέρει την υπογραφή της είναι η Αυτοπροσωπογραφία της και χρονολογείται από το 1629, όταν η Judith Leyster είναι μόλις 20 ετών. (Πρόκειται για τον πίνακα που παρουσιάζουμε στη χαρακτηριστική εικόνα του άρθρου μας). Το 1633 υποβάλει το έργο στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά του Χάαρλεμ (Haarlem Guild of Saint Luke) και με αυτό γίνεται δεκτή. Μάλιστα κάποιοι ιστορικοί τέχνης υποστηρίζουν ότι είναι η πρώτη γυναίκα που μπαίνει στη Συντεχνία. Αρκετές ακόμα γυναίκες γίνονται αργότερα δεκτές κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ωστόσο η δουλειά τους δεν έχει καταγραφεί, είτε διότι δεν θεωρούσαν σημαντικό το μέσον με το οποίο δούλευαν – κέντημα, κεραμική, μεταλλουργική, ξυλογλυπτική – είτε διότι συνέχιζαν τη δουλειά του αποθανόντα συζύγου. Όπερ έδει δείξαι…

Early Brabantian Tulip, 1643

Ωστόσο, παρά τη μεγάλη επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής και της καριέρας της, μετά το θάνατό της η Judith Leyster πέφτει στην αφάνεια για 200 περίπου χρόνια. Η αιτία: Το έργο της αποδίδεται στον Frans Hals, με την Leyster να αναφέρεται ως μαθήτριά του, κάτι το οποίο όχι μόνο δεν έχει επιβεβαιωθεί αλλά είναι επιπλέον γνωστό ότι η Leyster είχε την ίδια εποχή με τον Hals ένα εργαστήριο με αρκετούς μαθητές. Η δεύτερη αιτία της εξαφάνισης της ζωγράφου από την εικαστική σκηνή είναι ότι το έργο της συγχέεται με του συζύγου της Jan Miense Molenaer. Ο Molenaer απεικονίζει παρόμοια θέματα, είναι όμως πιο παραγωγικός ζωγράφος από εκείνη, καθότι ως άνδρας μπορεί να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην τέχνη του. Το ζεύγος μοιράζεται ένα στούντιο, δημιουργεί κάποια συνεργατικά έργα και αποκτά πέντε παιδιά. Τα περισσότερα έργα της Judith Leyster προηγούνται του γάμου της και χρονολογούνται από το 1629 έως το 1635. Πεθαίνει το 1660 στα 50 της χρόνια.

The Jolly Companions, 1630

Την ανακαλύπτουν ξανά το 1893, σχεδόν δύο αιώνες αργότερα, όταν ο πίνακας The Jolly Companions τον οποία θαύμαζαν ως τότε σαν έργο του Frans Hals, αποκαλύπτεται ότι ανήκει σε αυτήν. Το μπέρδεμα – ή ίσως η απάτη – ενδεχομένως να πηγαίνει ως πίσω στα χρόνια της Leyster.

Το ιστορικό: Γύρω στο 1600 ο σερ Luke Schaud αγοράζει τον πίνακα The Jolly Companions πιστεύοντας ότι πρόκειται για έργο του Frans Hals. Στη συνέχεια το έργο έρχεται στα χέρια ενός εμπόρου τέχνης της Bond Street ονόματι Wertheimer, ο οποίος αποφαίνεται ότι πρόκειται για έναν από τους καλύτερους πίνακες του Frans Hals. Μάλιστα ο σπουδαίος Βρετανός ζωγράφος Sir John Millais συμφωνεί μαζί του ως προς την αυθεντικότητα και την αξία του έργου. Ο συγκεκριμένος πίνακας επαινείται επιπλέον από μια σειρά ιστορικών τέχνης και σημαντικών ζωγράφων, ανάμεσα στους οποίους και ο Γάλλος ιμπρεσιονιστής Claude Monet. Ο έμπορος τέχνης πουλάει σε υψηλότατη τιμή τον πίνακα σε μια αγγλική εταιρία, η οποία με τη σειρά της τον πουλάει σαν αυθεντικό έργο του Frans Hals στον βαρόνο Schlichting.

A Game of Tric-Trac. 1631

 

Ωστόσο το 1893 το Λούβρο κάτω από την μάλλον άτεχνα πλαστογραφημένη υπογραφή του Frans Hals ξετρυπώνει tη μονογραφή της Judith Leyster – η οποία σπάνια υπέγραφε τα έργα της με το πλήρες όνομά της, υπογράφοντας σχεδόν αποκλειστικά με τα αρχικά της και ένα αστεράκι JL*. Η συνέχεια αναμενόμενη. Ο βαρόνος μηνύει την αγγλική φίρμα, η υπόθεση καταλήγει στα δικαστήρια, με την αγγλική εταιρία να προσπαθεί να πάρει πίσω τα λεφτά της από τον έμπορο τέχνης. Εντέλει οι Άγγλοι συμφωνούν να κρατήσουν τον πίνακα πληρώνοντας λιγότερα από τα χρήματα που τον είχαν πουλήσει.

The Proposition. 1631

Καλά όλα αυτά, η πλαστογραφία ή έστω η αβλεψία διορθώθηκε, το έργο αποδόθηκε στη δημιουργό, η τάξη αποκαταστάθηκε. Αποκαταστάθηκε όμως; Μάλλον όχι. Θα περίμενε κανείς ότι κριτικοί τέχνης και κοινή γνώμη θα πετούσαν τη σκούφια τους από ενθουσιασμό αφού ανακαλύφθηκε ακόμα μία ζωγράφος, εξίσου ικανή με τον καταξιωμένο Frans Hals στα καλύτερά του, και με το αντικείμενο τέχνης να ανοίγει το δρόμο του προς μια νέα ιστορία. Όμως όχι…

Aς δούμε λοιπόν πώς έγιναν τα πράγματα. Πέραν του ότι η – εν αδίκω μάλλον – εταιρία κέρδισε πληρώνοντας λιγότερα από την τιμή που το είχε πουλήσει, το έργο όχι μόνο έχασε μεγάλο μέρος της αγοραστικής του αξίας, αλλά και κυρίως έχασε την καλλιτεχνική του αξία. Το έργο The Jolly Companions, που ενόσω αποδιδόταν στον Frans Hals αποτελούσε για ιστορικούς και κριτικούς τέχνης ένα από τα αριστουργήματά του, αυτό το ίδιο έργο χαρακτηρίστηκε αυτομάτως για «αδυναμία της γυναικείας πινελιάς».

The Last Drop

Λίγο αργότερα ο Cornelis Hofstede de Groot, ιστορικός τέχνης, συλλέκτης και έφορος μουσείου, γράφει το πρώτο άρθρο που γράφτηκε ως τότε για την Judith Leyster. Εξετάζει τους πίνακές της και της αποδίδει επτά πίνακες, έξι από τους οποίους έχουν τη χαρακτηριστική μονογραφή JL*.

Judith Leyster’s signature

 

Προς τα τέλη του 20ου αιώνα η στάση των ειδικών αλλάζει. Τη δεκαετία του -70, με την άνοδο του φεμινιστικού κινήματος και καθώς το ενδιαφέρον για τις γυναίκες δημιουργούς γίνεται έντονο, οι προβολείς πέφτουν πάλι στην Judith Leyster και στο έργο της. Θεωρείται πλέον μια από τις σημαντικότερες εικαστικούς της Χρυσής εποχής της Ολλανδικής ζωγραφικής, η οποία είχε την τόλμη να σπάσει τη στατική φόρμα των απεικονίσεων, τοποθετώντας τα μοντέλα στην καθημερινή τους ζωή, σε στάσεις ανεπίσημες και χαλαρές, συνάμα όμως τεχνικά ακριβείς, και αποκαλύπτοντας έτσι μια δημιουργό που ασφαλώς συνδέεται με τη τέχνη του Μπαρόκ, ωστόσο δημιουργεί μέσω ενός εντελώς προσωπικού οράματος και στυλ.

Boy and a Girl with a Cat and an Eel

Σε αντιδιαστολή στις μέρες μας επανεξετάζεται η προέλευση 80 έργων του Frans Hals, ενός πορτρετίστα του μεγέθους των Rubens, Rembrandt and Vermeer.

Για την 4η συνέχεια των άρθρων Γυναίκα και Τέχνη επέλεξα την περίπτωση μιας επιτυχημένης δημιουργού της εποχής της, της Judith Leyster που σβήστηκε από την ιστορία της τέχνης ως ένα τρανταχτό παράδειγμα των τόσων και τόσων γυναικών που έχουν μέχρι τώρα πέσει, και εξακολουθούν να πέφτουν, στο βαθύ πηγάδι της ανωνυμίας και της απαξίας. Βλέπουμε πόσο συχνά το φύλο έχει τη δύναμη να ανεβοκατεβάζει την αγοραστική τιμή αλλά και την καλλιτεχνική αξία έργων τέχνης· κάτι που μας κάνει να διερωτόμαστε ενίοτε αν το θέμα μας είναι η τέχνη ή τα φυλοσύνδετα χρωμοσώματα Χ και Υ.

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.