You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη: Λειτουργίες της ανθρώπινης φυσιολογίας. Μέρος Β. ΓΑΡΓΑΡΑ ⸺ ΡΕΥΟΜΑΙ ⸺ ΧΑΣΜΟΥΡΙΕΜΑΙ ⸺ΡΟΧΑΛΙΖΩ

Γεωργία Παπαδάκη: Λειτουργίες της ανθρώπινης φυσιολογίας. Μέρος Β. ΓΑΡΓΑΡΑ ⸺ ΡΕΥΟΜΑΙ ⸺ ΧΑΣΜΟΥΡΙΕΜΑΙ ⸺ΡΟΧΑΛΙΖΩ

Το ουσιαστικό «γαργάρα» της καθομιλουμένης σχηματίστηκε από το ηχομιμητικό (από τον ήχο γαρ-γαρ) ρήμα γαργαρίζω-ἀναγαργαρίζω,1 το οποίο σημαίνει κάνω γαργάρα.

Στους Δειπνοσοφιστές ο Αθήναιος αναφέρεται σε έναν καλοφαγά που παράγγελνε στους μαγείρους να παραθέτουν πολύ ζεστά τα φαγητά, για να τρώει μόνο αυτός και να μην μπορούν οι άλλοι συνδαιτημόνες να τον ακολουθούν. Και όταν βρισκόταν στα δημόσια λουτρά, συνήθιζε στα φανερά, χωρίς καθόλου να ντρέπεται τους γύρω του,

 

       τὸ στόμα ἀναγαργαριζόμενον θερμῷ, ὅπως δηλονότι ἐν τοῖς θερμοῖς

       δυσκίνητος ᾖ. […]

 

να κάνει στο στόμα του γαργάρες με ζεστό νερό, προφανώς

για να μην ενοχλείται από τα ζεστά. […]

 

Περνάμε στο ρήμα «ρεύομαι». Προέρχεται από το αρχαίο ἐρεύγομαι, και εδώ  θα το συναντήσουμε στους Χαρακτῆρες του Θεόφραστου. Στο ηθογραφικό και ψυχολογικό αυτό έργο ο Θεόφραστος ζωγραφίζει, όπως έχουμε ξαναπεί,2 διάφορους ανθρώπινους τύπους και στιγματίζει με καυστικό χιούμορ το κυρίαρχο ελάττωμα της κάθε φυσιογνωμίας. Εξετάζει λοιπόν και τον αναίσχυντο άνθρωπο και περιγράφει τους άσχημους τρόπους συμπεριφοράς του, όπως ότι στο θέατρο χειροκροτεί όταν οι άλλοι σταματήσουν και αποδοκιμάζει σφυρίζοντας τους ηθοποιούς που είναι αρεστοί στους  άλλους

 

   καὶ ὅταν σιωπήσῃ τὸ θέατρον ἀνακύψας ἐρυγεῖν, ἵνα τοὺς καθημένους

   ποιήσῃ μεταστραφῆναι.

 

  και όταν οι θεατές σιγήσουν (καθώς αρχίζει η παράσταση), αυτός

  τεντώνοντας ψηλά το κεφάλι ρεύεται, για να κάνει τους παρακαθήμενους

  να γυρίσουν να τον κοιτάξουν.

 

 

 

Συνεχίζουμε με το ρήμα «χασμουριέμαι». Ετυμολογείται από τον αμάρτυρο τύπο χασμούρα, που σχηματίστηκε από το αρχαίο ουσιαστικό ἡ χάσμη (+κατάληξη –ούρα)= χασμουρητό. Από το χάσμη (παράγωγο του χάσκω, όπως και η λέξη χάσμα ) προέρχεται και το ρήμα χασμάομαι-ῶμαι= χασμουριέμαι.

Στο Περὶ  ἀρχαίης ἰητρικῆς του Ιπποκράτη σημειώνεται ότι μερικοί άνθρωποι, αν πάρουν πρόγευμα που δεν τους ωφελεί,

 

              εὐθὺς βαρέες καὶ νωθροὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν γνώμην,

              χάσμης τε καὶ νυσταγμοῦ καὶ δίψης πλήρεες·

 

                                  Σε μετάφραση

 

αμέσως βαραίνουν και γίνονται νωθροί στο σώμα και στη σκέψη

και κυριεύονται από χασμουρητό, νύστα και δίψα·

 

Και στον διάλογο Χαρμίδης του Πλάτωνα ο Σωκράτη αφηγούμενος λέει:

 

               Καὶ ὁ Κριτίας ἀκούσας ταῦτα καὶ ἰδών με ἀποροῦντα,

               ὥσπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν

               τοῦτο συμπάσχουσιν, κἀκεῖνος ἔδοξέ μοι ὑπ’ ἐμοῦ ἀποροῦντος

               ἀναγκασθῆναι καὶ αὐτὸς ἁλῶναι ὑπὸ ἀπορίας.

 

                                         Σε μετάφραση

 

Και ο Κριτίας σαν τ’ άκουσε αυτά και είδε κι εμένα να είμαι σε αμηχανία,

σαν κι εκείνους που βλέποντας κατά πρόσωπο κάποιους που χασμουριούνται

παθαίνουν κι αυτοί το ίδιο, μου φάνηκε ότι από μένα που ήμουν αμήχανος

κυριεύτηκε και εκείνος αναγκαστικά από αμηχανία.

 

 

Μετά το χασμουρητό και τον ύπνο, συχνά ακολουθεί το ροχαλητό. Τελειώνουμε λοιπόν και εμείς με το ρήμα «ροχαλίζω». Παράγεται από τον μεταγενέστερο τύπο ῥογχαλίζω, το θέμα ῥογχ- του οποίου προέρχεται από το θέμα ῥεγχ- ή ῥεγκ- του αρχαίου ηχοποίητου (από τον ήχο που παράγουν τα ρουθούνια στον ύπνο) ρήματος ῥέγχω-ῥέγκω= ροχαλίζω.

Ας δούμε πώς απαντά το αρχαίο ρήμα σε ένα δράμα του Αριστοφάνη. Στους Ἱππῆς ο μεγάλος κωμωδιογράφος σατιρίζει ανελέητα τόσο τους πολεμοκάπηλους λαϊκιστές που καθορίζουν τις τύχες της πόλης, όσο και τον ίδιο τον λαό που επιτρέπει να τον παρασύρουν οι τυχάρπαστοι και επιτήδειοι. Παρουσιάζει λοιπόν δύο υπηρέτες ενός πλούσιου, δύστροπου και μισόκουφου γέρου, του Δήμου (προσωποποίηση του λαού της Αθήνας), τον Δημοσθένη και τον Νικία, οι οποίοι με τη σειρά τους προσωποποιούν και αυτοί τους δύο ομώνυμους Αθηναίους στρατηγούς· είναι αναστατωμένοι και παραπονούνται για το κακό που τους έχει βρει. Συγκεκριμένα, το αφεντικό τους αγόρασε έναν καινούργιο δούλο, πονηρό και αχρείο, τον Παφλαγόνα (προσωποποίηση του δημαγωγού Κλέωνα), που με τις κολακείες και τις υποσχέσεις του έχει κάνει τον κύριό τους υποχείριό του και έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος του σπιτιού. Καθώς αναζητούν τρόπο για να γλιτώσουν από αυτόν τον τύραννο, ο Δημοσθένης μαθαίνει από τον Νικία ότι ο Παφλαγών, αφού έφαγε καλά, έχει ξαπλώσει και κοιμάται μεθυσμένος, και τότε του έρχεται η φαεινή ιδέα: στέλνει τον Νικία να κλέψει από τον Παφλαγόνα τον χρησμό που αυτός φυλάει κρυμμένο, για να μάθουν το περιεχόμενό του. Ο Νικίας φέρει εις πέρας την αποστολή του και επιστρέφει λέγοντας στον Δημοσθένη (στ.115-117):

 

ΝΙΚ.    Ὡς μεγάλ’ ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται,

             ὥστ’ ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών,

            ὅνπερ μάλιστ’ ἐφύλαττεν.

 

                             Σε μετάφραση

 

Τόσο δυνατά κλάνει3 ο Παφλαγών και ροχαλίζει,

ώστε χωρίς καθόλου να με νιώσει πήρα τον ιερό χρησμό

που φύλαγε με περισσή φροντίδα.

 

 

 

1)Άλλο παράγωγο αυτού του ρήματος είναι και το μεσαιωνικό και δημοτικό επίθετο  γάργαρος-η-ο, που προσδιορίζοντας το νερό σημαίνει κελαρυστό, δηλώνει δηλαδή ότι κυλά παράγοντας τον χαρακτηριστικό γαργαριστικό ήχο.

2)Βλ. κείμενό μας με θέμα τη λέξη «κυλικείο» (18/6/2018).

3)Πέρδομαι στο πρωτότυπο. Παράγωγό του είναι το ουσιαστικό πορδή ().

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.