You are currently viewing Ελένη Κοφτερού: ένα διήγημα

Ελένη Κοφτερού: ένα διήγημα

Η συνέντευξη

 

Το ραντεβού ήταν από καιρό προγραμματισμένο. Ο Έλτον δυσανασχετούσε στη σκέψη ότι θα βρεθεί για μια ακόμη φορά σε γραφείο ψυχιάτρου. Είχε βαρεθεί όλα αυτά τα χρόνια τις συνεδρίες, τις ψυχολογικές αξιολογήσεις, τα καρφωμένα μάτια τού εκάστοτε θεραπευτή πάνω στα σημάδια του προσώπου του. Μα το είχε υποσχεθεί στον διευθυντή της βιβλιοθήκης του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης,  όπου δούλευε εδώ και πέντε χρόνια.

Αγωνιούσε γι αυτό το ραντεβού που με τόσο κόπο κατάφερε να κλείσει  χάρη στον θείο της, που είχε την γενική εποπτεία της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου. Ο νεαρός ήταν η ιδανική περίπτωση για να τον  συμπεριλάβει στην διδακτορική της έρευνα  με τίτλο: « Ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα  παιδιά που γεννήθηκαν από βιασμό κατά την διάρκεια εμφυλίων πολέμων στην  Αφρική».  Ωστόσο  βαθιά μέσα της διαισθανόταν πως δεν ήθελε να τον γνωρίσει μόνο για την διατριβή της. Η σκέψη ότι σε λίγα λεπτά  θα ερχόταν ο ΄Ελντον στο γραφείο της την αποσυντόνιζε. Τα χέρια της ίδρωσαν ξαφνικά κι ένας ελαφρύς ίλιγγος την οδήγησε ν’ ανοίξει το παράθυρο, απ’ όπου χρόνια τώρα αντίκριζε  τους δίδυμους πύργους για να εισπνεύσει  λίγο μολυσμένο αέρα του Μανχάταν.

Παρατηρούσε  τους πίνακες ζωγραφικής που ήταν κρεμασμένοι στον προθάλαμο. Κάτι απροσδιόριστα οικείο τον διαπέρασε καθώς είδε στον τρίτο από δεξιά πίνακα ζωγραφισμένο ένα παιδικό τρενάκι που εκτελούσε την ακίνητη κυκλική πορεία του με  μοναδικό επιβάτη μια μαύρη γάτα. Η σιωπή του πίνακα ήταν εκκωφαντική. Σφύριξε μέσα στ’ αυτιά του το τρένο που περνούσε σχεδόν δίπλα απ’ το ορφανοτροφείο. Τα χάδια,  τα φιλιά, τα χαστούκια,  οι φωνές, τα γλυκόλογα και οι προσευχές που έμειναν για πάντα  ξεχασμένα σε εκείνο το ίδρυμα, κουβαλούσαν όλα ένα σφύριγμα.

Περάστε,  σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να με δείτε τόσο πρωί και μερικές ακόμη τυπικές φράσεις που πετάρισαν στο γραφείο της δεν στάθηκαν ικανές να σκεπάσουν το ανεπαίσθητο τρέμουλο στα χείλη της. Μια φανταστική ρωγμή άνοιξε στο σώμα της κι από μέσα βγήκε  ξανά με καισαρική το μωρό  που είχε γεννήσει πριν 26  χρόνια. Τέντωσε τ’ αυτιά της ν’ ακούσει το κλάμα του μα δεν άκουσε παρά μόνο μια σειρήνα. Το μωρό γεννήθηκε νεκρό τής είπαν.

Ο Έλτον θα είχε καθίσει άνετα στην πολυθρόνα και θα απαντούσε άλλοτε κυνικά κι άλλοτε με ειλικρίνεια  στις ερωτήσεις της αν η πρώτη επαφή με το βλέμμα της δεν τον άφηνε αποσβολωμένο. Ένα νανούρισμα άρχισε μέσα στο κεφάλι του τραγουδισμένο από κάποια μάτια που έμοιαζαν με εκείνα της γιατρού, αφού πάσχιζε να θυμηθεί τη φωνή και δεν μπορούσε, μόνο τα μάτια θυμόταν, το σχήμα, το χρώμα, τα βλέφαρα και τα διάφανα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της μάνας του την μοναδική φορά που ήρθε να τον δει στο ορφανοτροφείο, κάθισε μαζί του όλη την ημέρα και το βράδυ τον κοίμισε με ένα παλιό αφρικάνικο τραγούδι, πριν εξαφανιστεί για πάντα.

Προσπάθησε να ελέγξει τον εαυτό της, τι θεραπεύτρια θα ήταν άλλωστε αν δεν μπορούσε να κάνει ούτε αυτό, ξεκινώντας  την συνέντευξη μαζί του, αφού πρώτα του έδειξε το  ερωτηματολόγιο που είχε ετοιμάσει.  Το μωρό που είχε βγει από την κοιλιά της πριν λίγα λεπτά τώρα σερνόταν σαν κάποιο γλοιώδες αταξινόμητο σκουλήκι πάνω στα στήθη της αναζητώντας τις ρώγες της.

Ήταν Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Το πρώτο αεροπλάνο που έπληξε τον στόχο του ήταν η πτήση 11 της American Airlines. Κατέπεσε στο Βόρειο Πύργο του συγκροτήματος του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου στο Κάτω Μανχάταν . Δεκαεπτά λεπτά αργότερα ο Νότιος Πύργος του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου χτυπήθηκε από την πτήση 175 της United Airlines.

Μόλις άρχισε το ωστικό κύμα εκείνος την πλησίασε   και την αγκάλιασε. Προχωρήσανε αγκαλισμένοι ως το παράθυρο. Εκρήξεις, ουρλιαχτά, σκόνη, πανικός.  Μύριζε σαν φόβος ο  καπνός που έμπαινε στο γραφείο. Όμως εκείνος ευωδίαζε σαν  υφάλμυρη βροχή.

Φοβήθηκε  πολύ. Κατάλαβε  πως είναι  εγκλωβισμένοι. Είδανε απ’ το παράθυρο ανθρώπους να πηδάνε στο κενό ανάμεσα στους καπνούς. Την τράβηξε  και μείνανε  αγκαλισμένοι στο πάτωμα ακουμπώντας στον τοίχο. Μύρισε  τα μαλλιά και τον λαιμό της.  Μύριζε γάλα παιδικό και βρεγμένα λεία κοχύλια. Έχωσε  το κεφάλι του  στο στέρνο της.

Χιλιάδες προσωπικές τραγωδίες κάνουν τον γύρο του κόσμου μετά την τρομοκρατική επίθεση. Οι εφημερίδες είναι γεμάτες από ιστορίες απανθρακωμένων πυροσβεστών, νεκρών από ασφυξία και σκοτωμένων από τα ερείπια ανθρώπων. Ανάμεσα σ’αυτές υπάρχει και η εξής: Η σαρανταεξάχρονη ψυχοθεραπεύτρια Ελίζαμπεθ Ροθ βρέθηκε νεκρή στο ιατρείο της, κρατώντας αγκαλιά  τον μεταπτυχιακό φοιτητή Ελντον Μαχάλα που βρισκόταν υπό την προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών από 6  ετών,  όταν μεταφέρθηκε από την Ρουάντα της Αφρικής.

Ο δημοσιογράφος χαρακτήρισε τον τρόπο που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι ως στάση Πιετά.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.