You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Μια αμφίθυμη ανάγνωση
ÓÕÍÅÍÔÅÕÎÇ ÔÏÕ ÊÁÈÇÃÇÔÇ ÖÙÔÇ ÄÇÌÇÔÑÁÊÏÐÏÕËÏÕ ÃÉÁ ÔÏÍ ÁËÅÎÁÍÄÑÏ ÐÁÐÁÄÉÁÌÁÍÔÇ.ÊÁÌÐÁÍÉÁ ÃÉÁ ÔÇÍ ÅËÅÕÈÅÑÉÁ ÔÇÓ ËÁÑÉÓÁÓ.

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Μια αμφίθυμη ανάγνωση

Αλλ’ η οικία έπλεεν εις το μεταίχμιον το αόριστον και αβέβαιον, εις το λυκόφως εκείνο, μεταξύ παραδόσεως και νεωτερισμού, όπερ ως λυκόφως δεν δύναται να διαρκέση, αλλ’ αναγκαίως θα υποχωρήση εις τον ζόφον και θα γίνη νυξ.

 Ανάμεσα στο λυκαυγές και το λυκόφως διαλέγει το δεύτερο που ταχέως πίπτει και μεταβάλλεται σε νύχτα, έρεβος.

Ανάμεσα στην παράδοση και το νεωτερικό διαλέγει το μεταίχμιο, το μεταξύ, το ανάμεσα, ένα σημείο οριακό, που δεν είναι ωστόσο ακίνητο, αλλά παραβάλλεται με κάτι κινούμενο, αλλά όχι στη στεριά, αλλά πλέει κι ας είναι οικία – κάτι δηλαδή αμετακίνητο. Η παραβολή της οικίας που ως πλοίο πλέει απογειώνει το ηθογραφικό προφανές και κινεί το σταθερό παραβάλλοντάς το με πλοιάριο, βάρκα, κορμό δέντρου κάτι που επιτέλους κινείται εξαιτίας του ανέμου που το κυβερνά με το κύμα.

Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης βρίσκεται μισός στη γη, μισός στο νερό, μισός στην αυγή, μισός στη δύση, μισός στο φως, μισός στο σκοτάδι. Μισός στην ερωτική φαντασίωση, μισός στην ασιτία, στον ασκητισμό, στη νηστεία, στην προσευχή, στη θρησκευτική προσήλωση που ξορκίζει τον πειρασμό και κατακρημνίζει το διάβολο στα τάρταρα.

 Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.

Αλλά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν είναι ανορεκτικός, αλλά βουλιμικός της νοσταλγίας, του οίστρου, της συγκίνησης, των δακρύων και του γέλωτος, της έμπνευσης, της επιφοίτησης και της χάριτος.

Έντρομος ενώπιον της φύσης, του θείου, αλλά και του έρωτος των πραγμάτων, του γυναικείου κάλλους μη εξαιρουμένου. Αθεράπευτος οραματιστής, λάτρης του φανταστικού, ηδονοβλεψίας του ειδυλλιακού τοπίου της θάλασσας, του ασταμάτητα κινούμενου ύδατος-στις μπονάτσες και τις φουσκοθαλασσιές , στις παλίρροιες και τις αμπώτιδες – δηλαδή όταν η θάλασσα αναπίνεται, κατά την αρχαία σημασία.

Τήν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τό φῶς τῆς σελήνης τό μελιχρόν, τό περιαργυροῦν ὅλην τήν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καί κάμνον νά χορεύουν φωσφορίζοντα τά κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθώς ἐρρίφθη εἰς τήν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τήν κόμην της, ἀπό τούς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμός ἀπό μαργαρίτας ἔρρεε τό νερόν, καί εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατά τύχην πρός τό μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ’ ἐκινεῖτο ἐδῶ κ’ ἐκεῖ προσπαίζουσα καί πλέουσα. Ἤξευρε καλῶς νά κολυμβᾷ.

 Είναι όμως και ακρωτηριασμένος άνδρας. Προσπαθεί να υπερβεί τον ευνουχισμό του, την εμποδισμένη λίμπιντο μεταφέροντάς την όρθια και ολάκερη στη γραφή. Κι έτσι, ως ένα βαθμό την αποφεύγει. Την ξεφορτώνεται. Εραστής του ωραίου βλέπει την ασχήμια με διάθεση διαλλακτική. Την καταδικάζει μόνο όταν την ταυτίζει με την αμαρτία.

 

Δεν επανεύρισκα τον εαυτό μου, αλλά μάλλον τον έχανα. Ω, ναι, είχε χαθεί δι εμέ η ευθεία οδός.

 Έχανε λοιπόν τον εαυτό του και τον ευθύ δρόμο του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως όλοι οι άνθρωποι που χρειάζεται κάποτε να επανεύρουν τον εαυτό τους και ν’ αναγνωρίσουν τον ευθύ δρόμο – αν υπάρχει τέτοιος δρόμος χωρίς καμπές κι εμπόδια – που θα τους οδηγήσει σ’ αυτό που επιθυμούν να ζήσουν στον ορθό δρόμο που στενεύει και ευρύνεται, φωτίζεται και σκοτεινιάζει και οι οδοδείκτες του είναι κρυμμένοι όπως σ’ εκείνο  το παιδικό παιχνίδι του χαμένου θησαυρού.

 Μάνα μου,

εγώ είμαι τ’ άμοιρο

το σκοτεινό τρυγόνι

όπου το δέρνει ο άνεμος

βροχή που το πληγώνει..

 

Το δόλιο

όπου κι αν στραφεί

απ’ όπου κι αν περάσει

δε βρίσκει πέτρα να σταθεί

κλωνάρι να πλαγιάσει..

 

Εγώ βαρκούλα μοναχή

βαρκούλα αποδαρμένη

μέσα σε πέλαγο ανοιχτό

σε θάλασσα αφρισμένη..

 

Παλεύω με τα κύματα

χωρίς πανί, τιμόνι

κι άλλη δεν έχω άγκυρα

πλην την ευχή σου μόνη..

 

Το εμφατικό παραλήρημα του πιστού εν ώρα προσευχής ή σε ώρα αμφιβολίας όταν η πυξίδα τρεμοπαίζει και η μέρα σκοτεινιάζει ακούγεται όλο και πιο περίπλοκο, όλο και πιο σκιασμένο, όλο και πιο σκοτισμένο, αφού δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τίποτα- ούτε κι έχει τέτοια πρόθεση, ούτε είχε ποτέ.

 

 Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν…

Ιδού τώρα, σας παρακαλώ, τι θα ειπή νεανική κεφαλή, ήτις γυρίζει εις τον άνεμον ως μαγνητική βελόνη.

 Ο Παπαδιαμάντης, ένας υστερικός της χριστιανικής πίστης, αλλά κι ένας στοχαστικός συγγραφέας, όπως κι ένας αμφίθυμος άνθρωπος, οινόφλυξ πάντα σπανίως νηφάλιος, αλλά και φλύαρος, ενίοτε σχολαστικός, προχειρογράφος επειδή από τις δημοσιεύσεις του βιοποριζόταν, άλλοτε αφελής, πολλάκις δογματικός, αλλά και νάρκισσος, υπερόπτης όπως όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Κάποιος που χάνει την ουσία και συσκοτίζει τα νοήματα. Ενδεής και περιδεής. Ένας οδοιπόρος, περιπλανώμενος που δεν χορταίνει να εισπνέει τον νοτισμένο αέρα.

Περιπαθής, ερωτικός. «Στον Παπαδιαμάντη σίγουρα άρεσε να γράφει για τον έρωτα», λέει η Αγγέλα Καστρινάκη, «Ερχόταν κι επανερχόταν με επιμονή στο θέμα. Το εξέταζε στις πολλές και ποικίλες εκδοχές του: καταβύθιση στο πάθος, απάρνηση του έρωτα, εξιδανίκευση, καταδίκη της ερωτικής επαφής, ανάδειξη της φιλίας στη θέση του πάθους. Είναι φανερό πως ο έρωτας τον βασάνιζε, κι εκείνος με τη σειρά του βασάνιζε τα κείμενά του για να αποδώσει στην εντέλεια αυτό το βάσανο».

Φορτώνει τον έρωτα στους ή στις ηρωίδες του: «Εγώ δεν έχω έρωτες! Ο ήρωάς μου έχει!», έλεγε ενοχλημένος στον Νιρβάνα όταν αυτός προσπαθούσε να τον ψαρέψει – γιατί αναρωτιόταν πως ήξερε κι έγραφε τόσα γύρω από τον έρωτα, αυτός ο τόσο σεμνότυφος και ανέραστος άνθρωπος και συγγραφέας. Τυχαία υπερτερούν οι ηρωίδες στο έργο του; Ο Ελύτης κι ο Μουλλάς, ο Χατζίνης και κυρίως ο Βαλέτας επιμένουν πως όλες αυτές τις νεάνιδες των πρωτοπρόσωπων διηγημάτων του τις είχε γνωρίσει πραγματικά και τις είχε ερωτευθεί- άσχετα αν δεν τις είχε χαρεί ποτέ του. Αλλιώς πώς γινόταν να έχει γράψει τόσα ερωτικά διηγήματα; Έρως- Ήρως, Ολόγυρα στη λίμνη, Όνειρο στο κύμα, η Νοσταλγός, η Φαρμακολύτρια, Υπό την βασιλικήν δρυν, τα Ρόδιν’ ακρογιάλια…

Όλαι ή σχεδόν όλαι ήσαν ωραία κοράσια με γαλανά όμματα, με μαύρα όμματα, με βαθέα και αμαυρά και οινωπά ομμτα, με λευκόν χρώτα, με μελίχρυσον και χνωάζοντα χρώτα, με μαύρους και ούλους βοστρύχους, με μακρούς και ξανθούς και καστανούς πλοκάμους, με βαθιά βαθουλώμτα περί τας κόγχας των οφθαλμών, με ωραία λεπτά ρόδινα ή αβρά και κοράλλινα χείλη, με κυανιζούσας φλέβας. Με χαρίαντας λακκίσκους και γελασίνους υπό τας παρειάς, με αναστήματα νεοφύτων κυπαρισσίων, με λευκά τουλουπάνια, με λεπτά και διαφανή αλέμια περί την κεφαλήν, με κοντά φουστανάκια, με λευκάς περικνημίδας και με συρτάς εμβάδας.

 

Ερωτισμός υπόγειος, υπαινικτικός, ποικιλόχρους, κατανυκτικός, με μιαν ‘άχνη μελαγχολίας’. Ερωτισμός αμαρτωλός. Ερωτισμός αναμάρτητος δεν υπάρχει, έστω και μεταφορικός, μυστικός και μυστικιστικός, κρυμμένος και κρυφός.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει την όψη νάρκισσου που κοιτά την εικόνα του στα ύδατα που ποτέ δεν στέκονται, αλλά πάντα πλέουν όπως η βάρκα του στο φεγγαρόφωτο.

Παρόλ’ όλα αυτά ασπάζεται και φιλεί και διαφυλάττει την πίστη του κι αν επιθυμεί κάτι αυτό είναι υπερβατικό, άπιαστο, ανέφικτο –αν κι ο πειρασμός ποτέ δεν τον ξέχασε. Ποτέ δεν τον άφησε ήσυχο. Αν, ας πούμε, ζούσε στην προεπαναστατική Ρωσία, θα γονάτιζε μπροστά στα τσαρικά οικόσημα, θα παρακολουθούσε την παρ΄ ολίγον  εκτέλεση του Ντοστογιέφσκι και θα ήταν εντέλει ομοίως μ’ αυτόν προσηλωμένος κατανυκτικά στο τυπικό της ορθόδοξης λατρείας και θα φρικιούσε μπροστά στην εξέγερση. Θα ήταν φύλακας της παράδοσης και δεν θα τον ενδιέφερε η καλυτέρευση των ομόδοξων ή όχι αδελφών του επί της γης, αλλά μόνο για την καλήν απολογίαν θα νοιαζόταν. Συντηρητικός εξ αίματος, αντιδραστικός εκ πεποιθήσεως. Υπάκουος υπήκοος.

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

  Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.

Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.

 1882 – 1899

Σκοπεύει να δώσει εξετάσεις για καθηγητής γαλλικών. Ο Βιζυηνός κυκλοφορεί Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον, ο Κονδυλάκη τα Διηγήματα, ο Ίψεν την Αγριόπαπια. Κυβερνά ο Τρικούπης. Αρχίζει τις αγρυπνίες στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι. Υπηρέτρα. Η Σταχομαζώχτρα. Περνά το καλοκαίρι στη Σκιάθο. Εξέγερση και σφαγές στην Κρήτη. Ο Αμερικάνος. Οι Χαλασοχώρηδες. Ολόγυρα στη λίμνη. Πεθαίνει ο παπάς πατέρας του. Διαμένει στη Σκιάθο. Βιζυηνός, Μοσκώφ Σελήμ. Χρεοκοπία.  Ήττα Τρικούπη [1895]. Έρως-Ήρως.

1900 – 1911

Μεταφράζει για το ‘Άστυ’. Υπό την Βασιλικήν δρυν. [1901]. Η Φόνισσα [1903]. Ο αδελφός του τρελαίνεται. Επιστρέφει στην Αθήνα. Πεθαίνει ο αδελφός του. Καβάφης, Ποιήματα. Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή. Ξενόπουλος, Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας. Χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους στη Γαλλία. Ο Βλαχογιάννης τον πηγαίνει στη Δεξαμενή. Ο Νιρβάνας τον φωτογραφίζει. Ρόδιν’ Ακρογιάλια. Το μοιρολόι της φώκιας. Το 1908 εγκαθίσταται στη Σκιάθο. Σικελιανός, Ο Αλαφροΐσκιωτος. Ο Προυστ αρχίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. 1909, Το κίνημα στο Γουδί. Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά. Νεκρός ταξιδιώτης. Έρημο μνήμα.

1911, 3 Ιανουαρίου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πεθαίνει στα 60 του χρόνια. Η νεκρολογία του Παλαμά στην Ακρόπολι την επομένη, έχει τίτλο: «Όσιος και αλήτης» Πρωθυπουργός ο Βενιζέλος. Χρηστομάνος, η Κερένια κούκλα.

 «Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε σχέσεις με κανένα», γράφει ο Στέφανος Στεφάνου το 1936 στα ‘Αθηναϊκά Νέα’:

  «Ακοινώνητος, σκοτεινός, αμίλητος. Ήρχετο εις το γραφείον σε ώρες που δεν τον έβλεπε κανείς. Ειργάζετο μόνος  σε ένα δωμάτιο. Ήταν πάντοτε κακοντυμένος. Όχι τόσο από φτώχεια, όσο από αδιαφορία. Τέλειος μποέμ. Ένα καπέλο της κακής ώρας. Πουκάμισο σα νυχτικό. Λαιμοδέτη, άλλοτε φορούσε κι άλλοτε όχι. Πανταλόνι με ξέφτια, γόνατα και χρώματος ακαθορίστου. Παπούτσια σαν αρβύλες. Και για να κρύψει όλο αυτό το χάλι, εφορούσε από πάνω ένα μαύρο χοντρό παλτό, που είχε όλα τα χρώματα της ίριδος, φόδρες σχισμένες, λεκέδες, τρύπες, μπαλώματα, ξέφτια στα μανίκια, τσέπες ξεχαρβαλωμένες σα σακούλες, ζαρωματιές – γιατί ο Παπαδιαμάντης ποτέ του δεν έβγαζε το παλτό. Με αυτό έμενε ώρες εις το γραφείο του, με αυτό έτρωγε, με αυτό περπατούσε στο δρόμο, χειμώνα καλοκαίρι, ίσως με αυτό και να κοιμόταν. Είχε κι ένα μπαστούνι που διαρκώς κρατούσε κάτω απ’ τη μασχάλη του. Τα δάχτυλά του τσουρουφλισμένα από τα τσιγάρα. Κίτρινα και μαύρα σαν του γύφτου. Η άκρη του γραφείου του, το ξύλο του τραπεζιού, είχε από τα τσιγάρα, που άφηνε αναμμένα διάφορες μαύρες βούλες. Ο Παπαδιαμάντης εκάπνιζε σχεδόν διαρκώς. Απεριποίητος εις βαθμόν αφάνταστον Τα μανικέτια του ήταν άγνωστα. Μαντήλι δεν είχε ποτέ. Το πρόσωπό του εγυάλιζε από την απλησιά. Τα γένεια του τσαλακωμένα. Τα μαλλιά του αχτένιστα πάντοτε. Ο κολλάρος του παλτού του λιγδωμένος γύρω τριγύρω και γεμάτος πιτυρίδα. Τα μάτια του είχαν μιαν έκφραση αλλόκοτη. Ποτέ του δε σ’ εκοίταζε ίσια. Το βλέμμα του σκοτεινό και κουρασμένο, έπεφτε δίπλα σαν να εκοίταζε τον ώμο σου. Η φωνή του βραχνή, αδύνατη, χωρίς κανένα χρώμα. Το γέλιο του ήταν άγνωστο. Βαρύς, μονοκόμματος, σκυθρωπός. Μία μελαγχολία θανάτου επίεζε την ψυχή του».

«Όσοι τον γνώρισαν», λέει ο Δροσίνης, «θα μπορούσαν να ομολογήσουν πως ποτέ δεν κατόρθωσαν να τον ιδούν κατά πρόσωπο και ούτε έμαθαν ποτέ το χρώμα των ματιών του».

Ο Παπαδιαμάντης σιχαινόταν τον μεγαλοϊδεατισμό, τον λογιοτατισμό και την προγονοπληξία.

 «Ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας της βαθιάς ανάσας. Καταδύεται στα θέματά του χωρίς τεχνική αναπνευστική υποστήριξη», λέει ο Χριστόφορος Λιοντάκης, «και ανασύρει κοράλλια και μαργαριτάρια, τα οποία στάζουν λίγο λιγυρό […] Στις δεινές περιγραφές του αποτυπώνει με ακρίβεια πολίχνες αιγιαλούς, θαλασσόπληκτους βράχους, τρικυμίες, ακρογιάλια, δρυμούς, ρέματα, ναΐδρια, δέντρα, φυτά, άνθη, βότανα, ρόδινες αυγές, σεληνόφωτες νύχτες, ευάγωγα  θυγάτρια, πνιγμένα νήπια, γέροντες και γριές, θαλερούς ναύτες, περιθωριακές φυσιογνωμίες και με την ασύλληπτη μέθοδό του τα οδηγεί στον ‘’άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων’’, στο αρχέτυπο κάλλος της εικόνας».

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Ο Παπαδιαμάντης αγαπάει ν’ αγναντεύει το πέλαγο ενώ ο τόπος που στέκει δεν τον χωράει.

Είναι νοσταλγός του παραδείσου, ένας προσκυνητής που εξαντλείται στην οδοιπορία και που δεν γνωρίζει πότε και αν θα φθάσει στον ιερό τόπο. Είναι επισκέπτης αυτού του κόσμου και επείγεται να αναχωρήσει:

Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη.

 

Βοηθήματα:
-Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, επιμέλεια, Παν. Μουλλάς, Εστία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΔΠ 29, Διευθυντής,  Άλκης Αγγέλου, 1999
-Ο Χριστόφορος Λιοντάκης ανθολογεί Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, σειρά η μικρή κιβωτός, Εκδόσεις Μπάστας- Πλέσσας, 1995
-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον…, διηγήματα ερωτικά, Αγγέλα Καστρινάκη, Έρως νάρκισσος, έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη, Π.Ε.Κ. παλαιά κείμενα νέες αναγνώσεις, Ηράκλειο Κρήτης, 2017

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.