You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γουίσταν Χιου Ώντεν [1907-1973], Παραδοσιακός και νεωτεριστής

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γουίσταν Χιου Ώντεν [1907-1973], Παραδοσιακός και νεωτεριστής

 «Σ’ ένα φτηνό μπαρ καθισμένος/ Στους Πενήντα Δύο Δρόμους/ Αβέβαιος και φοβισμένος/ Καθώς οι έξυπνες ελπίδες σβήνουν/ Μιας ευτελούς κι ανέντιμης/ Δεκαετίας».

 

«Αν τ’ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,

Όλο πάθος καίγονται μεμιάς;

Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,

Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει».

ΩΝΤΕΝ

 

 

 Ο ΚΥΚΛΟΣ ΩΝΤΕΝ

Ξεχωριστός αντιπρόσωπος της δεύτερης γενιάς Νεωτερισμών και επικεφαλής της ομάδας συνομηλίκων του συμφοιτητών στην Οξφόρδη που ονομάστηκε ‘κύκλος Ώντεν’ που αποτελούσαν ο Σέσιλ Νταίη Λιούις [πατέρα του ηθοποιού Ντάνιελ Νταίη Λιούις ], ο Λούις Μακ Νης κι ο Στέφεν Σπέντερ. Και οι τέσσερεις ιδεολογικά ήταν συγγενείς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ώντεν και Σπέντερ συμμετείχαν ως εθελοντές στον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Όλοι τους στρατεύθηκαν στην Αριστερά τουλάχιστον ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ως προς το είδος της ποίησης που θεράπευσαν αναγνώριζαν ως ισχυρό και ανυπέρβλητο προηγούμενο την ποίηση και τους πειραματισμούς του Τ. Σ. Έλιοτ που άλλωστε υπήρξε κορυφαίο μέλος της πρώτης γενιάς Νεωτεριστών. Βεβαίως στην πορεία του ο καθένας δημιούργησε το δικό του προσωπικό ύφος, ενώ αντιστάθηκαν στην απολυταρχική πολιτική αντίληψη του Έλιοτ που κέρδιζε έδαφος εκείνη τη μεσοπολεμική περίοδο. Έτσι κατάφεραν να μην τους καταπιεί ο βαθύς ίσκιος του προδρόμου τους.

Είναι γνωστό πως ο Έλιοτ ήταν αμερικανός αλλά μετανάστευσε στη Βρετανία και πήρε την βρετανική υπηκοότητα. Αντίθετα ο Ώντεν μαζί με τον φίλο του Κρίστοφερ Ίσεργουντ, γνωστό συγγραφέα μετά το ταξίδι τους στην Κίνα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Αμερική και να γίνουν αμερικανοί υπήκοοι.

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΩΝΤΕΝ

Αρχικά ο Ώντεν ανατράφηκε σε αγγλικανικό οικογενειακό περιβάλλον και κληρονόμησε από τον γιατρό και καθηγητή Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμιχαμ την επιστημονική ψυχρότητα, το διαγνωστικό ύφος, την απέχθεια προς το ανεξήγητο που τα κράτησε και τα ενσωμάτωσε στην ποιητική του.

Την ποιητική του δεξιοτεχνία του διαμόρφωσαν εν πολλοίς δύο όψιμοι βικτωριανοί λυρικοί ποιητές ο πεσιμιστής ρεαλιστής Τόμας Χάρντυ κι ο ιησουίτης μοναχός G. M. Hopkins.

Αντιρομαντική ιδιοσυγκρασία, οπαδός του υπαινικτικού τρόπου, κατέφυγε σβήνοντας την προσωπικότητά του χάριν του έργου, στην αλληγορία, την παραβολή και το δραματικό προσωπείο. Δεδομένου του ότι έγραψε και θέατρο και λιμπρέτα για όπερες και οπερέτες μόνος του και με τη συνεργασία άλλων.

Μεταχειρίστηκε επιδέξια και με πρωτότυπο χειρισμό τη γλώσσα πειραματιζόμενος με τον πλούτο της. Κατόρθωσε μια τεράστια μετρική ποικιλία, φθάνοντας στο μεδούλι της μορφής των στροφών και της μουσικής τους. Ήταν άφθαστος δεξιοτέχνης και ξεπερνούσε κάθε δυσκολία καταλήγοντας σε ένα δύσκολο τελικό αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολος ποιητής ο Ώντεν, σκοτεινός, στριφνός και ακατάληπτος ακόμα. Καμιά φορά θυσιάζει την κατανόηση από ένα ευρύτερο κοινό χάριν της ηθελημένης δυσκολίας και γι αυτό τον έψεξαν. «Οι τεχνικοί  και εκφραστικοί του ακροβατισμοί, σε συνδυασμό με το πλήθος των σύμμικτων αναφορών του,  την ευρύτατη πολυμάθειά του, την εγκεφαλικότητά του καταπλήσσουν αλλά και συχνά αποκαρδιώνουν», υποστηρίζει ο μεταφραστής μιας αντιπροσωπευτικής ανθολογίας ποιημάτων του ο Αντώνης Δεκαβάλλες. Ο Ώντεν θεωρείται ο διδακτικότερος ποιητής της γενιάς του με τάσεις προς την αφαίρεση και τη σωκρατική μαιευτική. Γι αυτόν ο ποιητής είναι ένα είδος επιστημονικού ερευνητή που πασχίζει να ανακαλύψει και να υποδείξει στον αναγνώστη τις αντιθέσεις και τις διαζεύξεις που ενυπάρχουν στην πραγματικότητα.

«Η έγνοια της ποίησης», λέει ο ίδιος ο ποιητής,  «δεν είναι να πει στους αναγνώστες τι να κάνουν, αλλά να επεκτείνει τη γνώση μας ως προς το καλό και το κακό, καθιστώντας ίσως την ανάγκη της όρασης πιο επιτακτική και τη φύση της πιο καθαρή, οδηγώντας μας μόνο στο σημείο όπου είναι δυνατό να προβούμε σε μια λογική και ηθική εκλογή».

 

ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 

Σαν τον Έλιοτ κι ο Ώντεν είναι ταυτόχρονα παραδοσιακός και νεωτεριστής ποιητής. Είναι βαθιά εξοικειωμένος με το σώμα της ποιητικής παράδοσης και τη γνώση του ιστορικού και πνευματικού παρελθόντος. Οφειλή του παρόντος δεν είναι ν’ αντιγράψει το παρελθόν, μήτε να το αρνηθεί αλλά να το αναστήσει.

Οι έντονες μαρξιστικές συμπάθειές του υπήρξαν  διανοητικές και θεωρητικές  περισσότερο. Το 1940 επανήλθε στον χριστιανισμό και δημιούργησε γι αυτό μια απογοήτευση. Πάντως αντίθετα από τον Έλιοτ που πιστεύει στην χριστιανική γιατρειά των κακών ο Ώντεν έχει συναίσθηση των αμφιβολιών και των αντιθέσεων. Ο Θεός του είναι Θεός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο.

Σ’ όσους τον έψεξαν για την επαναστροφή του στον Χριστιανισμό απαντούσε: «Η δική μου πείρα με πείθει πως το να προσπαθείς να προστατεύσεις τους ανθρώπους από αιρέσεις με τη λογοκρισία και την κατάπνιξη είναι ανοησία».

Πλάι στη μαρξιστική του επήρεια καταλαμβάνει μια θέση κι ο Φρόυντ με τις ψυχαναλυτικούς λαβυρίνθους του. Ποιητής της πόλης διακηρύσσει «να ξαναχτίσουμε τις πόλεις μας αντί να ονειρευόμαστε νησιά». 

 

ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ – ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΝΤΑ

 Είκοσι ενός χρόνων, το 1928, τυπώνει ιδιωτικά την πρώτη ποιητική συλλογή του. Το 1930, τη δεύτερη, στους Faber, με εισήγηση του Έλιοτ. Για ν’ αποκτήσει η Έρικα Μαν, κόρη του Τόμας Μαν, βρετανικό διαβατήριο και να κατορθώσει να αποδράσει από το ναζιστικό Βερολίνο με προορισμό την Αμερική, ο Ώντεν αποφασίζει να την παντρευτεί με λευκό γάμο – ο πατέρας της είχε ασκήσει έντονη κριτική στο καθεστώς και όλη η οικογένεια κινδύνευε σοβαρά.

Για τρεις δεκαετίες ο Ώντεν έκανε πατρίδα του τη Νέα Υόρκη, πολιτογραφήθηκε Αμερικανός κι έζησε με τον Τσέστερ Κάλμαν τον εραστή του αφού ήταν ομοφυλόφιλος, κάτι που ποτέ δεν έκρυψε, σε ερειπιώδη διαμερίσματα στο Μανχάταν και στο Μπρούκλιν.

Μελέτησε σε βάθος τον Σαίξπηρ (Lectures on Shakespeare, Princeton 2001), τον Καβάφη (στο κλασικό μελέτημά του για τον Αλεξανδρινό, προλόγισμα στη μετάφραση των 154 ποιημάτων από την Ελληνοεβραία Rae Dalven, το 1961, λέει: «Σκέφτομαι ποιήματά [μου] που, αν δεν γνώριζα τον Καβάφη, θα τα είχα γράψει εντελώς διαφορετικά, ή δε θα τα είχα γράψει ίσως καθόλου), τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. «Πρέπει ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο ή να πεθάνουμε.» (Γ.Χ. Ώντεν).

 Χωρίς σταθερό εισόδημα και μόνιμο επάγγελμα, γενναιόδωρος και ταπεινός, έμπρακτα φιλάνθρωπος («πρέπει ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο ή να πεθάνουμε», «September 1, 1939»), πεισματικά αδιάφορος για την εμφάνισή του, υπήρξε ωστόσο υποδειγματικά απαιτητικός με το έργο του. Πολύ εργατικός καθώς ήταν, με την πεποίθηση πως το ποίημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, επέστρεφε συχνά στα τετρακόσια που απαρτίζουν τα Άπαντά του, για να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει κάποιο, να διορθώσει ένα στίχο, ν’ αποκρυσταλλώσει το σύνολο. Η γλώσσα του, ένα κράμα ανεπιτήδευτης απλότητας και αφαίρεσης. Σε συνεχή εγρήγορση, αντιρομαντικός και στοχαστικός, υπήρξε πάνω απ’ όλα ποιητής με απαράμιλλη τεχνική, που τον γοήτευαν οι κανόνες και οι δεσμεύσεις: το μέτρο, η ομοιοκαταληξία, το σονέτο, το λίμερικ – έστω κι αν έγραψε πολλά και σπουδαία ποιήματα σε ελεύθερο στίχο.

Έγραψε και δοκίμια στα οποία όπως και στα ποιήματά του επικεντρώθηκε σε όλα τα διαχρονικά θέματα, τον έρωτα, την πολιτική, τα πολιτικά και ιδεολογικά δικαιώματα, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μυθολογία, τις θρησκείες, τη δίψα για ανθρώπινη επικοινωνία.

«Πάνω από όλα η agape, ο άνθρωπος πάνω από το φύλο».

«Η ποίηση, λέει ο Ώντεν, «επιβιώνει / Είναι κάτι που συμβαίνει, είναι ένα στόμα», συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από τον δημιουργό της, μέσα στα σπλάχνα των ζωντανών, στις ψυχές των αναγνωστών», σημειώνει ο Ερρίκος Σοφράς, μελετητής και μεταφραστής του.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ

«Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ξεχωριστή μυρωδιά που την αναγνωρίζουν η γυναίκα του, τα παιδιά του, ο σκύλος του. Το πλήθος αναδίνει μια ακαθόριστη μπόχα. Το κοινό είναι άοσμο.

Ο όχλος δρα: καταστρέφει, σκοτώνει και θυσιάζεται. Το κοινό φέρεται παθητικά ή, το πού πολύ, δείχνει περιέργεια. Το κοινό ούτε σκοτώνει ούτε θυσιάζεται. Χαζεύει ή κάνει ότι δε βλέπει, ενόσω ο όχλος ξυλοκοπεί ένα νέγρο ή η αστυνομία μαζεύει Εβραίους για να τους στείλει στα κρεματόρια». Και παρακάτω στο περίφημο δοκίμιό του «ο Ποιητής και η Πολιτεία» λέει πως τα λόγια του κοινού χρησιμεύουν «για να καλύψουν με τον ήχο τους τη σιωπή και τη μοναξιά του κενού μέσα στο οποίο ζει και κινείται το Κοινό».

 

Το ποίημα “Η πτώση της Ρώμης” μοιάζει να αφηγείται με πικρό σαρκασμό το τέλος του δυτικού πολιτισμού, όπως, με έναν άλλο τρόπο, το κάνει και το “Προσφυγικό μπλουζ” που θα μπορούσε να είχε γραφτεί μόλις χθες. Ενώ το τόσο συχνά μεταφρασμένο και σχολιασμένο “Musée des Beaux Arts” μιλάει για την ύβρη και την ασημαντότητα του ανθρώπου, για την αγία καθημερινότητα και τον πόνο, που κι αν είναι ίδιος για όλους, ο καθένας τον υφίσταται μόνος.

Όντας αντικομφορμιστής έζησε σχεδόν όλο του το βίο μέσα στην αβεβαιότητα, χωρίς μόνιμο επάγγελμα και σταθερό εισόδημα αν και δίδαξε ποίηση στην Οξφόρδη ανάμεσα στα 1956-61. «Κάθε καλλιτέχνης νιώθει σε δυσαρμονία με τον σύγχρονο πολιτισμό.

ΠΡΩΤΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ο Γιώργος Σεφέρης γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960 μετέφρασε δύο ποιήματα του Ώντεν-κι ήταν θαρρώ ο πρώτος, την «Ισπανία» που ο δημιουργός της αποκήρυξε και το «Musee des Beaux Arts».

«Πέθαναν τ’ άστρα. Τα ζώα δεν κοιτάζουν./Μονάχοι με το μεροκάματό μας, κι είναι ο καιρός / μετρημένος,/ Κι η η Ιστορία στους νικημένους/ Μπορεί να λέει Ουαί, αλλά μήτε βοηθά μήτε/ σχωρνάει» [η κατακλείδα του ποιήματος  « Ισπανία»].

Στα μέσα της δεκαετίας του1970 ο ποιητής Κλείτος Κύρου μεταφράζει 9 ποιήματα του Ωντεν στο περιοδικό ‘Διαγώνιος’.

Το «Επίγραμμα σ’ ‘ένα τύραννο» τελειώνει έτσι: «Σα γελούσε σεβάσμιοι συγκλητικοί ξεκαρδίζονταν/ Κι όταν έκλαιγε μικρά παιδιά πέθαιναν στους δρόμους».

«Οι φίλοι που αγαπήθηκαν εδώ έχουν φύγει, /καθένας με τα λάθη του. Ένας πηγαίνει/με ψέματα στη φήμη ή τον γκρεμνό,/άλλον ενός χωριού η πλήξη πνίγει, / ένα άδικο που μέσα του αργοπεθαίνει./ Και λούζει τη διασταύρωση ηλιοφώς λαμπρό» [μτφρ. Γ. Νίκας].

 

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1973, στα εξήντα επτά του, μετά από μια διάλεξη στη Βιέννη, έσβησε στον ύπνο του από καρδιακή προσβολή, μέσα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. «Την εποχή που πέθανε ο Έλιοτ (1965), ο οποίος είχε κληρονομήσει τη θέση του Γέητς, ήταν αυτονόητο πως ο Ώντεν είναι πράγματι ο διάδοχός του» (Encyclopædia Britannica).

«Γεμάτη με αγκάθια σαν το βάτο;/ Ή είναι σα στρώμα πουπουλένιο αφράτο;/ Τάχα σκληρή ή μαλακή στην άκρη;/ Μα τι ’ν’ αυτό που το λένε αγάπη;» [μτφρ. Ερρίκος Σοφράς].

Κι ας κλείσουμε αυτό το έτσι κι αλλιώς γραμμένο στο νερό πορτραίτο με ένα ‘εύλογο’ ειρωνικό ερώτημα του ίδιου του ποιητή από το ποίημά του «Τιμή στην Κλειώ»:

«Να σε ρωτήσω δεν τολμώ αν ευλογείς τους ποιητές

γιατί  δεν φαίνεται και να τους διάβασες ποτέ,

αλλά δεν βλέπω και το λόγο γιατί θα ‘πρεπε» [μτφρ. Αντ. Δεκαβάλλες].

 

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:

W. H. AUDEN, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, επιλογή μετάφραση: Αντώνης Δεκαβάλλες, 2002
-περιδικό Πλανόδιον, 1994, τχ. 20
Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Ίκαρος 1965
-ΞΕΝΟΙ ΛΥΡΙΚΟΙ, μτφρ. Γ. Νίκας, Ποταμός,2003

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.