You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Διπλό πορτραίτο δύο αταίριαστων – Γουάιλντ- Μπρεχτ, Β’ Μέρος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Διπλό πορτραίτο δύο αταίριαστων – Γουάιλντ- Μπρεχτ, Β’ Μέρος

3.- Μελόδραμα και κυνισμός

 

Το ζήτημα είναι να μπορείς να σκεφτείς πέρα από το προφανές, πέρα από τα παραδεδεγμένα, τα εσκαμμένα. Πιο πέρα από τις κοινά αποδεκτές ετικέτες ή από την κοινόχρηστη ηθική.

Λίγο πολύ σε διάφορες φάσεις του έργου τους κι οι δυο τους υπήρξαν αιρετικοί. Ο Γουάιλντ ήταν εξαιρετικά μελοδραματικός. Ο Μπρεχτ καθόλου.

        «Ναι, φτιάχνω τις βαλίτσες μου. Μην παριστάνεις πως δεν το’ χες καταλάβει τις τελευταίες μέρες. Φρίτς, όλα μπορώ να τα δεχτώ, εκτός από ένα πράγμα: να μη τολμάμε να κοιταχτούμε κατάματα την τελευταία ώρα που μας μένει. Αυτό δεν πρέπει να το πετύχουνε οι ψεύτες, που κάνουν όλο τον κόσμο να λέει ψέμματα. Πριν δέκα χρόνια, όταν κάποιος είχε την γνώμη πως δεν έμοιαζε με Εβραία, έλεγες αμέσως κι όμως μοιάζει. Κι αυτό μου δίνε χαρά. Ήτανε σαφήνεια. Γιατί να αποφεύγουμε την αλήθεια τώρα; Φεύγω, γιατί αλλιώς θα σου πάρουνε την θέση στην κλινική. Και γιατί δε σε χαιρετάνε πια στην κλινική και γιατί δεν κοιμάσαι πια τις νύχτες. Δεν θέλω να μου πεις «μη φεύγεις». Βιάζομαι γιατί δε θέλω να σε ακούσω να μου πεις «φύγε». Αυτό είναι θέμα χρόνου. Ο χαρακτήρας είναι θέμα χρόνου. Κρατάει μόνο για ένα ορισμένο διάστημα, σαν ένα ζευγάρι γάντια. Υπάρχουν καλά γάντια που κρατούν για πολύ καιρό. Αλλά όχι για πάντα. Πάντως δεν κρατάω κακία. Και όμως κρατάω. Γιατί να δείξω κατανόηση; Τι κακό υπάρχει στο χρώμα των μαλλιών μου, στο σχήμα της μύτης μου; Είμαι αναγκασμένη να φύγω από την πόλη που γεννήθηκα, για να μην δώσουν μια μερίδα βούτυρο παραπάνω. Τι σόι άνθρωποι είσαστε, ναι και εσύ! Βρίσκετε την θεωρία των κβάντα από τη μια, και από την άλλη αφήνετε να σας διατάζουν μισοάγριοι να κυριεύσετε το κόσμο, αλλά και να μην σας αφήνουν να έχετε την γυναίκα που θέλετε. Από την μια τεχνητή αναπνοή, και από την άλλη «κάθε ντουφεκιά και Ρώσος». Είσαστε ή τέρατα ή δούλοι τεράτων. Ναι, δεν είναι λογικό από μέρους μου, αλλά σε τι βοηθάει η λογική σε ένα τέτοιο κόσμο; Κάθεσαι και βλέπεις την γυναίκα σου να φεύγει και δε λες τίποτα. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά ε; Μα είναι άχρηστα, γιατί εσείς δε λέτε τίποτα! Οι μισοί στήνουν αυτί, και οι άλλοι μισοί σωπαίνουν. Σιχαίνομαι. Κι εγώ θα πρεπε να σωπαίνω. Αν σε αγαπούσα θα πρεπε να σωπαίνω! Σε αγαπάω πραγματικά. Δος μου εκείνα τα εσώρουχα! Είναι προκλητικά. Θα τα χρειαστώ. Είμαι τριανταέξι χρονών, δεν είμαι ακόμα γριά, αλλά δε μπορώ να κάνω άλλα πειράματα. Στην χώρα που πάω δεν πρέπει να ξανασυμβεί έτσι. Τον επόμενο άντρα που θα βρω πρέπει να μπορώ να τον κρατήσω. Και μη μου πεις πως θα στείλεις λεφτά, δεν μπορείς. Κι ούτε πρέπει να το κάνεις, σαν να ‘φευγα για τέσσερις βδομάδες. Το ξέρεις και το ξέρω. Μην πεις λοιπόν, «τέλος πάντων, δεν θα ‘ναι παρά τέσσερις βδομάδες», δίνοντάς μου το γούνινο παλτό που δεν θα το χρειαστώ παρά το χειμώνα. Και ας μη μιλάμε για δυστυχία. Ας μιλάμε για ντροπή. Ω, Φρίτς!

(Από το μονόπρακτο με τίτλο η «Εβραία» από το «Τρόμος και Αθλιότητα του τρίτου Ράιχ» μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη.).

 

Κυνισμό διέθεταν και οι δύο.

       Ο Μπρεχτ απεχθανόταν την ομορφιά, αλλά όπως λέει ο Μάρτιν Έσλιν, την δημιούργησε σε όλο της το μεγαλείο. Ο Γουάιλντ λάτρευε την ομορφιά και πάσχισε να την κερδίσει για να τη χαρεί. Αλλά η ομορφιά δεν είναι κάτι που το κερδίζεις σε μια παρτίδα πόκερ. Το κυνήγι της είναι μια σισύφεια επιχείρηση, μια επίπονη διαδικασία, καμιά φορά ανέφικτη. Ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ σε ένα κείμενο που αναφέρεται στη φυλάκιση του Γουάιλντ, αλλά και στο γεγονός ότι μετερχόμαστε διαφορετικά προσωπεία και παίζουμε ρόλους, γράφει: «Αυτό το όνομα ήταν η μάσκα πίσω από την οποία ο Οσκαρ Γουάιλντ έκρυψε το πρόσωπο που του έσκαψε η φυλακή και η αναμονή του θανάτου (…) η μοίρα αυτού του ανθρώπου τον ανάγκασε να φορέσει τρεις μάσκες: Όσκαρ Γουάιλντ, C.33, Σεβαστιανός Μέλμοθ  [το όνομα που χρησιμοποιεί στο Παρίσι θέλοντας να περάσει απαρατήρητος]. Ο ήχος του πρώτου θυμίζει αίγλη, αλαζονεία, γοητεία. Το δεύτερο όνομα είναι φοβερό, είναι μια από κείνες τις μάσκες, όπως όταν σημαδεύουν με καυτό σίδερο τον ώμο του κακούργου. Το τρίτο είναι το όνομα κάποιου φαντάσματος, ενός μισολησμονημένου  μπαλζακικού ήρωα. Τρεις μάσκες, η μία μετά την άλλη. Η πρώτη με ένα ωραίο μέτωπο αισθησιακά χείλη, υγρά και κυνικά μάτια – μια μάσκα Βάκχου. Η δεύτερη ένα σιδερένιο προσωπείο με χαραμάδες μέσα από τις οποίες μας ατενίζει η απελπισία. Η τρίτη, ένα αξιολύπητο ντόμινο, νοικιασμένο για να κρύβει την αργόσυρτη αγωνία».  

           Το έργο του Μπρεχτ είναι μία διαρκής αμφιλογία. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν υποστηρίζει μια αρνητική, μια εγωιστική στάση ενός ήρωά του ή αν την καταδικάζει. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Όπερα της Πεντάρας» που στην πρώτη κιόλας παράστασή της φάνηκε σαν να υποστήριζε τις αμφιλεγόμενες πράξεις των μαφιόζων ηρώων του. Δεν ξεκαθαρίζει αν το ”πρώτα έρχεται η μάσα και μετά η ηθική”, είναι θετική ή αρνητική επιταγή. Ο Μπρεχτ πάσχισε να είναι το έργο του εύκολα κατανοητό από το μεγάλο απαίδευτο κοινό, το οποίο ήθελε να διαπαιδαγωγήσει. Αλλά κατάφερε το αντίθετο. Να είναι τόσο αμφίθυμο ώστε μόνο οι καλά εκπαιδευμένοι στην διαλεκτική να έχουν ελπίδα να το καταλάβουν. Κόντρα στις προθέσεις του ο Μπρεχτ είναι ένας ιδιαίτερα περίπλοκος συγγραφέας.

Ο Γουάιλντ ουδόλως ενδιαφέρθηκε για την πρόσληψη του έργου του από το κοινό της εποχής του. Ίσως να μη πρόλαβε.

Το μόνο που τον ένοιαζε στ’ αλήθεια ήταν να προκαλέσει, και φυσικά να σκανδαλίσει τους Φιλισταίους, κάτι που και ο Μπρεχτ επιδίωκε. Δε θα λέγαμε όμως πως σε όποια περίπλοκα παιχνίδια και να επιδόθηκε ο Γουάιλντ για να εντυπωσιάσει, όποια κόλπα και να μετήλθε, ότι το έργο του ήταν δυσπρόσιτο. Το όψιμο έργο του άλλωστε αποπνέει ανθρωπιά, συμπόνια, συγκίνηση, μεταμέλεια. Ορισμένες όμως από τις ”Ιστορίες του κυρίου Κόινερ” του Μπρεχτ, είναι το ίδιο γριφώδεις και αινιγματικές, με τους «Αφορισμούς» του Κάφκα.

     Ο Γουάιλντ δε φοβάται το μελόδραμα,  και αντίθετα με τον Μπρεχτ, που  είναι ένας ορθολογιστής, όχι βέβαια με την καρτεσιανή έννοια, αλλά με αυτή της διαλεκτικής. Ενώ ο Γουάιλντ είναι ένας ανορθολογιστής και αντίθετα από ότι πιστεύεται είναι μοραλίστας όσο και ο Μπρεχτ. Αν ο Μπρεχτ ήταν ένα πράγμα ήταν ταυτόχρονα και το αντίθετό του. Ορθολογιστής και ανορθολογικός. Λυρικός και κυνικός. Συμπονετικός και, κάποιες φορές, τρυφερός. Ενστικτώδης και πειθαρχημένος. Μηδενιστής και ταυτόχρονα μανιακός. Σε ένα προπαγανδιστικό έργο ο Μπρεχτ, με τίτλο ”τα Μέτρα”, θέλοντας να υπογραμμίσει τις αρετές της πειθαρχίας και της υπακοής μεταξύ των μελών του κόμματος, τέσσερις παρτιζάνοι αποχωρίζονται την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους πριν αρχίσουν την παράνομη δραστηριότητά τους. Καθώς φοράνε τις μάσκες τους, δείγμα της εξάλειψης του ιδιαίτερου «εγώ» του καθενός, η συνείδηση του κόμματος που παίζεται από ένα «χορό ελέγχου» διατυμπανίζει:

        ”Κείνος που πολεμά για τον Κομμουνισμό πρέπει να ‘χει την ικανότητα να πολεμά και σύγκαιρα να μην πολεμά, να λέει την αλήθεια και να μην λέει την αλήθεια, να παρέχει υπηρεσίες και να αρνιέται υπηρεσίες, να κρατάει υποσχέσεις και να μην κρατάει υποσχέσεις, να μπαίνει σε κίνδυνο και να αποφεύγει τον κίνδυνο, να ‘ναι αναγνωρίσιμος και σύγκαιρα όχι. Κείνος που πολεμά για τον Κομμουνισμό, μια μόνο έχει αρετή, πως πολεμά για τον Κομμουνισμό.”  

                             

           Όταν ο Μπρεχτ ρωτήθηκε στην επιτροπή «Αντιαμερικανικών Ενεργειών» αν ήταν ποτέ μέλος του κομμουνιστικού κόμματος απάντησε με ένα πενταπλό όχι και ένα ποτέ. Όταν ο Γουάιλντ ρωτήθηκε στο δικαστήριο αν ήταν ομοφυλόφιλος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Κάπως πρέπει να αποφύγεις την παγίδα που σου στήνουν ακόμα και αν η άρνησή σου δεν ακούγεται καθόλου πειστική. Ωστόσο ξέρουμε πολύ καλά πόσο μεγάλη σημασία έχει η ομολογία απέναντι σε ένα όποιας μορφής όργανο της Δικαιοσύνης. Η ομολογία επισφραγίζει την ενοχή πέρα και πάνω από οποιαδήποτε στοιχεία είναι ικανά να τη στηρίξουν.

Μπορείς άραγε και στις δύο περιπτώσεις να ξεχωρίσεις τον άνθρωπο από το έργο; Μπορείς να δεις τον Γουάιλντ απογυμνωμένο από τον ολοκληρωτικό έρωτά του για τον Μπόζι, να τον δεις έξω από τα όρια αυτής της παθιασμένης ερωτικής ιστορίας της βικτωριανής εποχής;

 

4.-Εξόριστοι και καταραμένοι

 

Ο Μπρεχτ παρέμεινε δραματουργός πιο πολύ παρά προπαγανδιστής. Κατέληξε στο Ανατολικό Βερολίνο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που μπορούσε να πάει και σε άλλες χώρες, αλλά στο Ανατολικό Βερολίνο του πρόσφεραν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε όλη του τη ζωή, ένα θέατρο το περίφημο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ». Εκεί ανέβασε μαζί με τη σύζυγό του Ελένε Βάιγκελ τα περισσότερα από τα έργα του και όταν εξεγέρθηκαν οι εργάτες, παραχαράχτηκε η επιστολή που έστειλε στον Γενικό Γραμματέα ο Μπρεχτ, για να φανεί πως υποστήριζε την Κυβέρνηση και την καταστολή της εξέγερσης, πράγμα το οποίο, κάθε άλλο, παρά αλήθεια ήταν.

    Ο Γουάιλντ μετά τη δίκη που του επέβαλε την ποινή δύο χρόνων καταναγκαστικά έργα, οι πόρνες και οι νταβατζήδες χόρευαν ικανοποιημένοι στην πλατεία Πικαντίλυ. Οι εκβιαστές οργίασαν. Η περιουσία του Γουάιλντ εξανεμίστηκε. Το σπίτι του λεηλατήθηκε. Οδηγήθηκε στη φυλακή με χειροπέδες στις 27 Μαΐου του 1895. Η γυναίκα του έφυγε στο εξωτερικό με τα παιδιά τους. Τον επισκεπτόταν στη φυλακή. Το επόμενο έτος πέθανε η μητέρα του, της οποίας οι τελευταίες λέξεις ήταν, ‘’Ελπίζω πως η φυλακή θα του κάνει καλό’’.

     Το 1897, στις 19 Μαΐου αποφυλακίζεται. Είναι πια κατεστραμμένος άνθρωπος, καταρρακωμένος, συντριμμένος. Αμέσως παίρνει το τρένο για τη Γαλλία. Σ’ επιστολή του καταγγέλλει τους όρους διαβίωσης στη φυλακή. Ο λόρδος Άλφρεντ ξαναμπαίνει στη ζωή του. Βρίσκονται στη Ρουέν και πάνε στη Νάπολη. Η γυναίκα του πεθαίνει στην Γένοβα. Διάφοροι φίλοι του πληρώνουν τα έξοδα των ταξιδιών και της εγκατάστασής του στο Παρίσι. Ταξιδεύει στην Ιταλία, την Ελβετία και την Νότια Γαλλία. Το 1900 και ενώ οι φίλοι λιγοστεύουν μέχρις εξαφανίσεως λέει, «σε λίγο, δεν θα ‘χω άλλη συντροφιά παρά κλέφτες και δολοφόνους».

 Στους λίγους φίλους που του έχουν απομείνει, ένας απ’ αυτούς ο Ρόμπερτ Ρος, που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ που τον αγαπούσε με έναν ειλικρινή τρόπο, αλλά ο Γουάιλντ είχε προτιμήσει τον άστατο σερ Άλφρεντ Ντάγκλας. Παχαίνει δεν φροντίζει πια την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά έχει εγκαταλείψει και τον εαυτό του. Τα καλά καφενεία δεν τον δέχονται πια, πίνει αψέντι στις ύποπτες γειτονιές, κάτι που είναι ικανό να τον αποτελειώσει. Και έτσι συμβαίνει. Υποφέρει από κρίσεις υστερίας. Ώσπου πέφτει σε κωματώδη κατάσταση στα χέρια του ξενοδόχου από εγκεφαλική μηνιγγίτιδα. Είναι σαράντα έξι ετών. Ο λόρδος Άλφρεντ, πληρώνει τα έξοδα της κηδείας. Κηδεύεται σε ένα κοιμητήριο έξω απ’ το Παρίσι. Το 1909 το λείψανό του μεταφέρεται στο κοιμητήριο του Περ Λασέζ. Ο φίλος του Ρόμπερτ Ρος κατεβαίνει στον ανοιγμένο τάφο και μαζεύει με τα χέρια του ότι έχει απομείνει. Ο γλύπτης Επστάιν φιλοτεχνεί ένα μνημείο. Πάνω του χαράσσονται οι στίχοι που ο ίδιος ο Γουάιλντ είχε γράψει:

 ”Και ξένα δάκρυα θα γεμίσουν, για χάρη του, την σπασμένη από παλιά υδρία  

Γιατί θα τον πενθούν οι απόκληροι της τύχης  

και οι απόκληροι πάντοτε πενθούν.”

 Ένα εξάστιχο όψιμο ποίημα του Μπρεχτ με τίτλο ‘’Εκτός από τούτο το αστέρι’’ ταιριάζει πολύ στο τραγικό τέλος του Γουάιλντ:

 “Εκτός από τούτο το αστέρι, έλεγα,

 δεν υπάρχει τίποτα – και είναι

 τόσο μα τόσο έρημο.

 Αυτό είναι το μόνο μας καταφύγιο

 και είναι έτσι όπως είναι –

 τόσο μα τόσο έρημο’’

 

 

5.-Αταίριαστοι ή Παράλληλοι;

 

      Μπορείς να δεις τον Μπρεχτ έξω από τη σχέση που είχε με τη διαλεκτική, με τον υλισμό, με τον κομμουνισμό, με την έλξη που του ασκούσε το κόμμα αλλά και την ταυτόχρονη απώθηση; Ζωή και έργο και στους δύο είναι απολύτως συνυφασμένα. «Μια αλήθεια στην τέχνη είναι εκείνο του οποίου η αντίφαση είναι επίσης αληθινή»

        Η φράση του Μπέρναντ Σω για τον Γουάιλντ «παίζει με τα πάντα, με το πνεύμα, με τη φιλοσοφία, με το δράμα, με τους ηθοποιούς και το κοινό, με ολόκληρο το θέατρο» θα μπορούσε να ισχύσει θαυμάσια και για τον Μπρεχτ. Η κοινωνία λατρεύει τα στερεότυπα,αυτά καταλαβαίνει και αυτά αναπαράγει. Η κοινωνία και οι κριτικοί παγιδεύονται στα στερεότυπα και το προφανές. Ο Γουάιλντ αντιπαθούσε το καθορισμένο και τη στενoμυαλιά. Ήξερε πως η ανθρώπινη φύση είναι ευμετάβλητη όπως και οι καιροί. Αλλά μήπως ο Μπρεχτ δεν απεχθανόταν εξίσου τους Φαρισαίους και τους Φιλισταίους που αφθονούσαν στην  εποχή του, όπως και στην βικτωριανή εποχή.

        Νομίζω πως μπορείς να αγαπάς και να διαβάζεις και τους δύο αυτούς συγγραφείς παράλληλα ή όχι. Και για τις ομοιότητες αλλά και για τις διαφορές τους. Και ας δημιούργησαν το έργο τους ερήμην ο ένας του άλλου.  

 

Βοηθήματα:
  1. Κώστας Γιαννόπουλος, Μικρά βιογραφικά, Μπέρτολντ Μπρεχτ, εκδόσεις Λέμβος 2019
  2. Κώστας Γιαννόπουλος, Όσκαρ Γουάιλντ, εκδόσεις Λέμβος 2019
  3. Περιοδικό Διαβάζω, Αφιέρωμα στον Όσκαρ Γουάιλντ
 

             

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.