You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μαίρη Κασάτ, η αμερικανίδα ιμπρεσιονίστρια, το μοντέλο της  Λύντια Κασάτ κι ο μέντοράς της Ντεγκά

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μαίρη Κασάτ, η αμερικανίδα ιμπρεσιονίστρια, το μοντέλο της  Λύντια Κασάτ κι ο μέντοράς της Ντεγκά

      Γυναίκες ζωγράφοι

Ο 19ος αιώνας ως το τέλος του και τα πρώτα χρόνια του 20ου, οι σαρωτικές αλλαγές που επικράτησαν με τη βιομηχανική επανάσταση σ’ όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής και φυσικά ο ιμπρεσιονισμός, το μεγάλο κίνημα που αποτύπωσε το έπος της καθημερινότητας, έφεραν τη γυναίκα από απεικονιζόμενη σ’ όλους τους κοινωνικούς ρόλους της στους ιμπρεσιονιστικούς  πίνακες μπροστά στο καβαλέτο. Έτσι ανάμεσα σε πολυάριθμους αρσενικούς καλλιτέχνες άρχισαν να εμφανίζονται γυναίκες ζωγράφοι που δεν υστερούσαν  καθόλου απέναντι σ΄ αυτούς: Μπερτ Μοριζό, Μαρί Μπρακμόν, Εύα Γκονζάλες, Μαίρη Κασάτ [1844- 1926].

Το άστρο της Κασάτ ανατέλλει

 

Η τελευταία, γόνος εύπορης, καλλιεργημένης και πολυταξιδεμένης  αμερικάνικης οικογένειας από την Πενσυλβάνια εγκαταστάθηκε για πολλά χρόνια στο Παρίσι, καλλιτεχνικό κέντρο και του ιμπρεσιονισμού- μεταξύ άλλων κινημάτων- που σάρωνε το ενδιαφέρον καλλιτεχνών, φιλότεχνων, κριτικών και κοινού στην εποχή εκείνη των καινοτομιών.

Ο Ντεγκά τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα η Κασάτ και είχε προσέξει το έργο της πριν ακόμα τη γνωρίσει, ήταν εκείνος που την παρακίνησε να συμμετάσχει σε μια έκθεση ιμπρεσιονιστών.  Φυσικά ο μέντοράς της γνώριζε πως η προστατευόμενη θαυμάστριά του ακολουθούσε μια δική της τεχνική αν και τα θέματά της ήταν εκείνα που αγαπούσαν να ζωγραφίζουν οι ομότεχνοί της ιμπρεσιονιστές: θέματα από την καθημερινότητα που στη δική της περίπτωση θύμιζαν πολύ τις σκηνές του καθ’ ημέραν βίου, του επίσης εκπατρισμένου συμπατριώτη της  συγγραφέα Χένρυ Τζαίημς:

«Η υπηρέτριά της είχε ήδη αποχωρήσει και η Πριγκίπισσα παρουσιάστηκε στη Φάνι μέσα στη μεγάλη και καθαρή κάμαρα, όπου τα πάντα ήταν θαυμαστά και βαλμένα στη θέση τους, πρώτη φορά στη ζωή της σαν “καταστολισμένη” […]και  απέδωσε τούτη την εμφάνιση, κατά μεγάλο μέρος, στη φωτεινή κόκκινη κηλίδα, κόκκινη σαν τεράστιο ρουμπίνι, που έλαμπε σε κάθε μάγουλό της. Τούτα τα δύο στοιχεία της όψης της είχαν μεμιάς το δικό τους φως για την κυρία Άσινγκχαμ, που σ’ αυτό διέκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο αξιολύπητο από το καταφύγιο και τη μεταμφίεση που η ταραχή της Πριγκίπισσας είχε αναζητήσει στα τεχνάσματα του ντυσίματος, πολλαπλασιασμένα ως την υπερβολή, σχεδόν ως την ασυναρτησία. Προφανώς, η ιδέα της ήταν να μην προδοθεί από μιαν αφροντισιά στην οποία δεν είχε ποτέ υποπέσει, και στεκόταν κει πέρα περιτριγυρισμένη και εφοδιασμένη, όπως πάντοτε, με τρόπο που μαρτυρούσε τις τέλειες μικρές προσωπικές της προπαρασκευές. Ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό της το να βρίσκεται έτοιμη για κάθε περίσταση, δίχως τίποτε να ‘ναι μισοτελειωμένο.». [ μτφ. Μιχ. Μακρόπουλου]

Αυτό το καλαίσθητο, εκλεπτυσμένο ύφος του μεγάλου συγγραφέα θυμίζει την λεπτότητα στην τεχνική της Κασάτ, την εμμονή στη λεπτομέρεια, αλλά όχι το μπαρόκ στο οποίο βυθίζεται ο Τζαίημς.

Η Λύντια μοντέλο

 

Η ζωγράφος δεν είχε  έρθει μόνη της στο Παρίσι αλλά συνοδευόμενη από τη μεγαλύτερη αδελφή της Λύντια Κασάτ [1837-1882], η οποία υπήρξε το μοντέλο της σε αρκετούς πίνακές της [υποδυόμενη μάλλον τον εαυτό της]: είτε διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα, είτε παίρνοντας το τσάι, είτε μέσα στον κήπο, είτε αφοσιωμένη στο κέντημά της, είτε οδηγώντας άμαξα.

«Όταν ποζάρεις σημαίνει ότι συναινείς σ’ ένα είδος μαγέματος»

«Θα μπορούσες να ποζάρεις για μένα αύριο Λύντ;

Η Μαίη με κοιτάζει με βλέμμα παρακλητικό γεμάτο προσδοκία. Καθόμαστε στο τραπέζι μετά το πρόγευμα, και της δείχνω κάτι καινούργια πατρόν. Το πρόσωπό της παίρνει για μια στιγμή ύφος γλυκό, κι ανήσυχο, κι εγώ της αποκρίνομαι, ‘’Νομίζω ναι’’».

Ερώτηση κι απάντηση επαναλαμβάνονται συχνά στη διάρκεια των ετών 1878-1881 όπως μας λέει στο μυθιστόρημά της «Η Λύντια Κασάτ διαβάζει την πρωινή εφημερίδα»* η Χάριετ Σκοτ Τσέσμαν. Μέσα απ’ αυτό παρακολουθούμε τη στενή σχέση των δύο αδελφών, τη σχέση του μοντέλου με τον καλλιτέχνη, αλλά και την αντίθεση ανάμεσα στην ζωή και την αφοσίωση στην τέχνη, καθώς κι ανάμεσα στην επιθυμία και το θάνατο [ η Λύντια πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια που θα την οδηγήσει στο θάνατο στα 45 της χρόνια ].

Το φως εξαντλείται

 

Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ ένα ζωγράφο είναι να χάσει το φως του κι όχι να δεσμευτεί συναισθηματικά με τον Ντεγκά, όπως νόμιζε, γιατί αυτό τάχα θα την αποσπούσε από την τέχνη της. Η Κασάτ άρχισε όντως τα τελευταία χρόνια  να χάνει το φως της και ως το 1912 μείωσε σταδιακά τη δραστηριότητά της ώσπου σταμάτησε εντελώς τις ζωγραφιές και τα χαρακτικά της.

Αλλά κι ο Ντεγκά έχει φαίνεται πρόβλημα όρασης:

«Ο Ντεγκά τρίβει τα μάτια του, κι εγώ σκέφτομαι κάτι που μου είπε η Μαίη πριν από μερικές βδομάδες.

«Τα μάτια του είναι άρρωστα».

«Άρρωστα;»

«Δεν βλέπει καλά. Όταν κοιτάζει κάτι, δεν μπορεί να δει στο κέντρο».

« Πως είναι δυνατόν; Αφού ζωγραφίζει. Ζωγραφίζει ασταμάτητα»».

Ο Ντεγκά

 

Ο Ντεγκά πολύ συχνός θαμώνας του σπιτιού των δύο γυναικών έκανε τη Λύντια να ζηλεύει γιατί ο ζωγράφος έκλεβε όλη την προσοχή της αδελφής της και τη ρωτούσε «τον αγαπάς;».

«Η Μαίη στέκει κοντά στον Έντγκαρ, η άκρη της μπλε φούστας της σχεδόν αγγίζει το μπαστούνι του. Νιώθω σαν, ξάφνου, να έχασα κάτι, ή σαν να εξαϋλώθηκε η σάρκα μου και να ‘γινα ένα απλό πνεύμα. Παρατηρώ την αδελφή μου και τον Έντγκαρ γνωρίζοντας πως δεν αποτελώ μέρος της εικόνας». Στο μεταξύ: « Τα αιμάτινα φύλλα οδηγούν στα σκοτεινά παράθυρα, το κόκκινο (κόκκινο της καρδιάς) πάνω στο φόρεμά μου μια φαρδιά ζώνη, μια λαβωματιά. Πώς μπορεί να ζωγραφίζει η Μαίη τέτοια σκοτεινιά;», αναρωτιέται με θλίψη η Λύντια.

Η Κασάτ παρέμεινε ανύπαντρη και άτεκνη, ωστόσο παρατηρούσε τόσο στενά τα παιδιά ώστε να τα ζωγραφίσει σε αρκετούς πίνακες με μεγάλη λεπτότητα κι εκφραστικότητα.

Ο Ντεγκά είχε ζωγραφίσει πλάτη με παστέλ την Μαίρη Κασάτ να στέκεται μπροστά σε πίνακες στο Λούβρο. Και παρακολουθούσε πάντα την εξέλιξή της. Η Κασάτ μορφικά και σχεδιαστικά είχε επηρεαστεί από τον μέντορά της και δεν επέτρεψε στο φως και το χρώμα να διασπάσουν  τη στερεότητα των μορφών.

Η επιρροή

 

Η Κασάτ επειδή ανήκε στη μεγαλοαστική κοινωνία δεν μπόρεσε, αλλά δεν θα ήταν άλλωστε και δυνατό να επηρεάσει  το ‘γούστο’ μιας μποέμ πρωτοπορίας που σύχναζε στα μπαρ πίνοντας, φλερτάροντας και συζητώντας.

Ερχόμενη όμως στο Παρίσι και βλέποντας τι συνέβαινε εκεί και πού βάδιζε η τέχνη αποστασιοποιήθηκε από την αμερικάνικη τέχνη, νοοτροπία και μόδα και κατάφερε να πείσει τους πολυεκατομμυριούχους συμπατριώτες της αλλά και τα μουσεία να επενδύσουν στην ευρωπαϊκή ζωγραφική επηρεάζοντας παράλληλα και το γούστο των Αμερικανών.

 

——————–

*ΗARIETT SCOTT CHESSMAN, Η ΛΥΝΤΙΑ ΚΑΣΣΑΤ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2002,  από όπου προέρχονται κι όλα τα αποσπάσματα πλην Χ. Τζαίημς

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.