You are currently viewing Αλεξάνδρα Κ. Ζερβού: Δυο Περσίδες στο Παρίσι, ή, ό,τι  βάλεις στο μυαλό σου θα πετύχει.

Αλεξάνδρα Κ. Ζερβού: Δυο Περσίδες στο Παρίσι, ή, ό,τι  βάλεις στο μυαλό σου θα πετύχει.

 Πριν τα ξημερώματα εκείνης της Κυριακής, έγιναν οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στο Ιράν.  Όμως, στο ισόγειο της Σορβόννης, στο αμφιθέατρο Ρισελιέ, το Συνέδριο συνεχιζόταν κανονικά με την πολύωρη καταληκτική συνεδρίαση της ολομέλειας. Η Δάφνη ξέκλεψε λίγο χρόνο για να κάνει ένα περίπατο. Διέσχισε την ιστορική αυλή, προχώρησε με αργό βήμα στον κήπο του Λουξεμβούργου. Ήθελε να περάσει έξω από την κατοικία των φοιτητικών της χρόνων. Αν και ερχόταν συχνά στο Παρίσι, ποτέ δεν είχε προλάβει  να πάει να την επισκεφτεί. Ευτυχώς, εκεί δεν τα κατεδαφίζουνε τα παλιά κτίρια. Το δικό της θα έστεκε και θα την περίμενε, σαν παλιός φίλος, παρά τις δεκαετίες  που είχαν περάσει.

Το έφερνε στη μνήμη της συχνά. Το νούμερο 250 της λεωφόρου Ρασπάιγ ήταν ένα αναπαλαιωμένο οικοδόμημα των αρχών  του 20ου αιώνα. Άνοιγες τη βαριά δίφυλλη πόρτα  της εισόδου και ύστερα υπήρχε και μια δεύτερη, μοντέρνα, με σύστημα ασφαλείας, που έκλεινε μόνο τη νύχτα. Όταν έμπαινες στον ευρύχωρο προθάλαμο, σε εντυπωσίαζε μια απομίμηση ρωμαϊκού ψηφιδωτού στο δάπεδο. Απεικόνιζε έναν μαύρο σκύλο σε ανοιχτόχρωμο φόντο και έγραφε στα λατινικά «cave canem». Στο ισόγειο, στεγαζόταν η σχολή για τις κοινωνικούς λειτουργούς  και στους άλλους δυο ορόφους, τα γραφεία της διοίκησης και ένα οικοτροφείο για τις σπουδάστριες από την επαρχία.

Όμως, σχεδόν καμιά Γαλλίδα δεν ήθελε να μένει εκεί, έτσι τα δωμάτιά του νοικιάζονταν σε φοιτήτριες αλλοδαπές, κυρίως  από την Ελλάδα και την Περσία. Ήταν, οι περισσότερες, κόρες αστικών οικογενειών,  οι Περσίδες, μάλιστα, από τον κύκλο του έκπτωτου σάχη, εκτός από μια χομεϊνική. Όλες μιλούσαν τέλεια γαλλικά και οι περισσότερες φοιτούσαν στη Σορβόννη. Άλλες σπούδαζαν Αρχιτεκτονική, ή Ιστορία Τέχνης, ή Ευρωπαϊκό Δίκαιο και μόνο μία, αυτή η χομεϊνική, έκανε διδακτορικό στην πυρηνική φυσική και έλεγαν πως ήταν ιδιοφυία.

Tην τελευταία, η Δάφνη την θυμόταν με τρυφερότητα. Η Χαϊντέ ήταν ένα άδολο  μελαχρινό κορίτσι με μακριά κοτσίδα, βυθισμένο στα διαβάσματά του. Πίστευε ακράδαντα πως οι σπουδές της θα την έκαναν πολύτιμη για τη χώρα της. Έλεγε πολύ συχνά «όταν γυρίσω στην πατρίδα…». Δεν έβγαινε τα βράδια, ούτε συμμετείχε στις μικρογιορτές, όσες φορές κι αν την κάλεσε, όμως άφηνε το πρωί μπουκετάκια με ευχετήριες κάρτες, έξω από το δωμάτιο 13.

To 13 ήταν το παλιό δωμάτιο της Δάφνης και βρισκόταν στον δεύτερο όροφο. Ήταν ασύμμετρο και παράγωνο, πολύ στενό και πολύ  μακρύ, σαν ιδιότυπος διάδρομος, ελαφρά καμπυλωτός. Έμοιαζε με μικροσκοπικό κομμάτι από λαβύρινθο. Σε κάποιο σημείο, όταν άπλωνες τα χέρια σου δεξιά και αριστερά, οι παλάμες σου ακουμπούσαν στους αντικριστούς τοίχους που ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία, κάποτε φανταχτερή,  μα εξευγενισμένη πια από τη φθορά.

Είχε και δυο μεγάλα παράθυρα. Το ένα, έβλεπε στη θορυβώδη λεωφόρο Ρασπάιγ και μια πελώρια φλαμουριά ακουμπούσε το φύλλωμά της στο τζάμι του. Από το άλλο, φαινόταν ένα τοπίο σιωπηλό και υποβλητικό, το ιστορικό νεκροταφείο του Μονπαρνάς, με τα μαρμάρινα αγάλματά του. Αυτό το διπλό αντιθετικό σκηνικό σε καλούσε να φιλοσοφήσεις,  ίσως και να γράψεις στίχους, ακόμα κι αν δεν είχες καθόλου τέτοιες τάσεις. Πολύ γρήγορα, η Δάφνη το λάτρεψε το παράξενο δωμάτιό της και, όταν έφυγε πια, οριστικά, από το Παρίσι, το κράτησε για πολλά χρόνια μέσα της, σαν μια από τις πιο αγαπημένες εικόνες της ζωής της.

Δεν ήταν δύσκολο να της παραχωρηθεί.  Δεν το διάλεγαν με ευχαρίστηση οι άλλες φοιτήτριες, προτιμούσαν ασυζητητί τα συμμετρικά ορθογώνια δωμάτια που η διεύθυνση είχε ανακαινίσει πρόσφατα, προσθέτοντας  γυαλιστερά ντουλάπια και μοντέρνους νιπτήρες. Αυτό, ευτυχώς, το είχαν αφήσει άθικτο, στην ησυχία του. Ίσως ενοχλούσε το ότι έβλεπε στο νεκροταφείο. Να σκεφτείς πως η προηγούμενη ένοικος, η Σοράγια, μια τετραπέρατη Περσίδα, είχε διαδώσει  πως ήταν κατοικημένο από φαντάσματα. Κάτι τέτοιο, βέβαια,  ταίριαζε και με τη θέα του ενός παραθύρου, αλλά κυρίως με τις δικές της ενασχολήσεις, αφού η κοπέλα αυτή ισχυριζόταν πως διέθετε πνευματιστικές δυνάμεις.

Μάλιστα,  συχνά – πυκνά, οργάνωνε συγκεντρώσεις, όπου γίνονταν κάτι μεταφυσικού τύπου συναντήσεις με σκιές και φαντάσματα και όπου, υποτίθεται, πως μπορούσες να μάθεις τα μελλούμενα! Όλα αυτά με το αζημίωτο βέβαια! Στην πραγματικότητα, η Σοράγια ήτανε γεννημένη έμπορος. Πουλούσε, με μεγάλο κέρδος, του κόσμου τα, ψευδώνυμα και μη, προϊόντα,  όπως καλλυντικά, μικροκοσμήματα, τσάντες-μαϊμού με λογότυπο πανάκριβης φίρμας, φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ήτανε ικανότατη να εμπορευτεί οτιδήποτε.

Κάποτε, η Σοράγια αποφάσισε, πανευτυχής, να συγκατοικήσει με τον όμορφο και εύπορο Γάλλο αγαπημένο της. Όταν της έκανε τη σχετική πρόταση, μετακόμισε άρον άρον μαζί του σε ένα όμορφο διαμέρισμα με θέα τον Σηκουάνα. Έφυγε τόσο βιαστικά που ξέχασε στην ντουλάπα του παράγωνου δωματίου 13,  ένα βραδινό φόρεμα και δυο κούτες με μικροπράγματα.

Η Δάφνη, μόλις εγκαταστάθηκε, τοποθέτησε προσεχτικά τα ξένα πράγματα σε προστατευτικές σακούλες και τα παρέδωσε στην δεσποινίδα Ολιβιέ, την κομψή διευθύντρια του οικοτροφείου,  μια  μεσήλικη  Γαλλίδα με ανασηκωτή  μυτούλα που την σούφρωσε όμως, δυσανασχετώντας: «Αν επιθυμείτε να της τα δώσετε, ορίστε το τηλέφωνό της, καλύτερα να συνεννοηθείτε, εσείς η ίδια».

Η Δάφνη βρήκε στο τηλέφωνο τον γλυκομίλητο Γάλλο που απάντησε δηλώνοντας το όνομά του: Ζαν-Πιέρ Πελλερέν. Και μόλις του είπε τι ήθελε, δήλωσε πως ήταν ο σύντροφος της Σοράγιας, την ευχαρίστησε θερμά και είπε πως θα την ειδοποιούσε. Αλλά όχι τώρα, η καημένη η Σοράγια ήταν υπεραπασχολημένη με τη διακόσμηση του καινούργιου τους σπιτικού, άρα θα μπορούσε να τηλεφωνήσει μόνο προς το τέλος της βδομάδας.

Το απόγευμα της επόμενης Παρασκευής, είδε στην πόρτα της μια μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα με δερμάτινο πανωφόρι να την περιμένει,  ισορροπώντας θαυμαστά στα ψηλοτάκουνά της και κρατώντας μια  τσάντα με ευδιάκριτο λογότυπο.  Αυτή η περιβολή ήταν μάλλον παράταιρη για φοιτήτρια εκείνου του καιρού.

– «Καλησπέρα! Είμαι η Σοράγια».

Άπλωσε το δεξί  για χαιρετούρα. Στον καρπό στραφτάλιζε ένα ρολόι με επιθετικά φανερή τη φίρμα του.  Η κοπέλα αυτή ήταν, η ίδια, ζωντανή διαφήμιση όσων εμπορευόταν!

-«Γεια σου, Σοράγια! Είμαι η Δάφνη. Πέρασε να πάρεις τα πράγματά σου. Έχεις χρόνο για ένα τσάι»;

-«Ναι, βέβαια! Πολύ ευγενικό που τα συσκεύασες. Ευχαριστώ. Θα προτιμούσα όμως έναν καφέ».

-«Έχω μόνο ελληνικό».

– «Ξέρεις να τον λες; Θα έχεις ακούσει για μένα, με λέγανε μάγισσα και είμαι. Ασχολούμαι πολύ σοβαρά επαγγελματικά με τη μαγεία, όχι τη μαύρη βέβαια, μόνο με τη λευκή».

– «Ναι κι εγώ ασχολούμαι με τη χρωματιστή. Ευχαρίστως να σου πω τον καφέ, όπως τον λέμε στην Ελλάδα. Προβλέπω έρωτες, χαρές, επιτυχίες και κάτι μικροτσακωμούς. Βλέπω και μια μεγαλοκυρά, λίγο αρνητικά διακείμενη, αλλά, πού θα πάει, στο τέλος θα μεταστραφεί».

— «Η μαντεία είναι κάτι σοβαρό, όχι για να αστειευόμαστε. Θα ήταν χαρά μου να σε καλέσω σε μια βραδιά μαγείας, για να καταλάβεις».

-«Σε ευχαριστώ, αλλά υποτίθεται πως ήρθα να σπουδάσω στη χώρα του ορθού λόγου και του ρασιοναλισμού. Δεν είναι στο στυλ μου τα  πολλά υπερβατικά».

-«Τότε έλα στο σπίτι να γνωρίσεις τον Ζαν-Πιέρ. Είναι γλύκας και με  λατρεύει! Βέβαια τον έδεσα κι εγώ, πολύ αποτελεσματικά, με ξόρκια. Ξέρω πολλά αλάνθαστα, τα πουλάω κι όλας. Θέλεις ένα»; Και της έτεινε ένα μικροσκοπικό χρυσαφί σακουλάκι.

– «Απαπά!  Όμορφο το τρυκ σου,  αλλά οι μαγγανείες δεν είναι το στυλ μου, ούτε έχω λεφτά»!

-«Tiens!  Είναι το δώρο μου για σένα. Θα μπορούσες έτσι να δέσεις για πάντα τον αγαπημένο σου, να μη σου φύγει ποτέ».

-«Αυτό μου έλειπε να δέσω τον άνθρωπο! Τι μου έφταιξε ο έρημος»;

-«Μην αστειεύεσαι!!! Σε προειδοποιώ: το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο πνεύματα»!

-«Ε, δεν πειράζει, τα συμπαθώ τα πνεύματα. Ξέρεις με  πόσα συγκατοικώ στο παμπάλαιο πατρικό μου στην Αθήνα»!

-«Άκου: Θέλω να οργανώσουμε μια βραδιά πνευματισμού σε αυτό το δωμάτιο. Θα μπορούσα να σου δώσω ένα καλό ποσοστό των εισπράξεων,  αν συμφωνήσουμε».

-«Δυστυχώς αποκλείεται».

-«Μη μου λες εμένα αποκλείεται. Εγώ ό,τι βάζω στο μυαλό μου το κάνω».

Η Δάφνη άρχισε για τα καλά να καταλαβαίνει γιατί η Σοράγια δεν ήταν συμπαθής. Όταν έφυγε πια κάποια στιγμή, η Δάφνη ετοιμαζόταν να πετάξει το σακουλάκι στα σκουπίδια, όταν παρατήρησε πως η επισκέπτρια της είχε αφήσει ένα σημείωμα:

   «Αυτό το δωμάτιο το χρειάζομαι.  Ό,τι βάζω στο μυαλό μου, πετυχαίνει!»

 

Α στο καλό! Γιατί την θυμήθηκε αυτή τη Σοράγια, δεν ήταν και κανένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή της. Είχαν συναντηθεί, τυχαία, ελάχιστες φορές και ίσα που χαιρετήθηκαν. Αντίθετα είχαν αναπτύξει φιλία με την εύθραυστη Χαϊντέ που, με πλήρη ανιδιοτέλεια, έβλεπε τα πάντα εξιδανικευμένα: τον έρωτα, την πολιτική, την κατάσταση στη χώρα της. Κάποια φορά, αφηρημένη, είχε γυρίσει το βράδυ με την άσπρη μπλούζα του εργαστηρίου. Είχε ξεχάσει να την βγάλει. Αχ, μικρή Χαϊντέ, ποιος μπορεί να σε φανταστεί με χιτζάμπ; Ποιος μπορεί να σε φανταστεί…

 

Εκείνη την ώρα ο διαπεραστικός ήχος του κινητού της ειδοποίησε για καινούργιο μήνυμα. Στην πραγματικότητα ήταν η άρτι ανανεωμένη διαδικτυακή έκδοση της Monde.  Tο πρωινό έντυπο φύλλο είχε  γράψει πως βομβαρδίστηκε το Εθνικό Κέντρο Πυρηνικής Έρευνας και με στοχευμένη δράση, σκοτώθηκαν επιφανείς επιστήμονες.  Τώρα, παρέθετε τη λίστα με τα ονόματα των νεκρών.  Δεν ήταν ανάμεσά τους το όνομα της Χαϊντέ. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε κανένα γυναικείο όνομα.

 

Εκείνη τη στιγμή η Δάφνη έφτασε στο 250 της λεωφόρου Ρασπάιγ, σχεδόν υπνοβατώντας. Συνειδητοποίησε πως είχε κάνει όλη την ημίωρη διαδρομή, αφηρημένη, χαμένη σε σκέψεις και αναμνήσεις.

Το κτίριο ήταν εκεί, μα φαινόταν αλλαγμένο. Όλο το σπίτι είχε πουληθεί, «έγινε γραφεία κι εταιρείες».  Ολόκληρο τον δεύτερο όροφο τον είχε καταλάβει μια επιχείρηση που πρόσφερε παράξενες υπηρεσίες.

Ακούμπησε την πλάτη της στη φλαμουριά που την είχαν κλαδέψει. σήκωσε το βλέμμα και διάβασε τη  φωτεινή επιγραφή:

 « Κέντρο πνευματικής καθοδήγησης. Υπηρεσίες πνευματισμού και διαμεσολάβησης. Μέντιουμ Σοράγια Πελλερέν. Ό,τι βάλετε στο μυαλό σας θα το πετύχει.»

Στο παλιό δικό της παράθυρο υπήρχε μια ταμπέλα με νέον που έλεγε: «Ότι βάλετε στο μυαλό σας, θα πετύχει»!

 

Και οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.