Τα κουμπιά
Κρυμμένα σε ξεχασμένες συρταριέρες οι παλιές νοικοκυρές είχαν πάντα μερικά κουμπιά, μαζί με τα ραφτικά συνήθως, μέσα σε ένα τούλινο σακουλάκι ή ένα τσίγκινο κουτί από μπισκότα. Τα κουμπιά ήταν πάντα αναγκαία και σημαντικά εξαρτήματα των ρούχων. Συγκρατούσαν τα υφάσματα, εμπόδιζαν την είσοδο στο κρύο, αλλά και στόλιζαν, ομόρφαιναν φορέματα, πουκάμισα, μπλούζες, ταγιέρ, παλτά και κουστούμια. Με τα χρόνια, οι βιοτεχνίες ρούχων έβαζαν πάντα ένα παραπανήσιο κουμπί σε μια τσέπη εσωτερική ή στο τελείωμα του πουκάμισου από μέσα. Προνοούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο για το ενδεχόμενο απώλειας. Οι νοικοκυρές όμως, οι μεγαλύτερες στην ηλικία, από συνήθεια έκοβαν και κρατούσαν τα κουμπιά από κάθε ρούχο που το αχρήστευε ο χρόνος. Έλεγε η μάνα: «Αυτά ήταν από ένα ταγιέρ που μου χάρισε ο πατέρας σου μετά τον αρραβώνα, αυτά είναι από το παιδικό παλτό σου. Έκαψες το μανίκι στην ξυλόσομπα στο σχολείο και σου πήραμε άλλο. Κράτησα όμως τα κουμπιά. Ήταν ωραία».
Δεν ξέρω τι με έπιασε κάποια μέρα κι άρχισα να μαζεύω κουμπιά. Πήρα όσα βρήκα στα συρτάρια του πατρικού μου σπιτιού. Μου χάρισαν πολλά και φίλοι, όταν τους ζήτησα. Αρχικά δεν ήξερα τι να κάνω με αυτά. Τα άπλωνα πάνω στο τραπέζι και τα χάιδευα ένα ένα. Έβρισκα ότι παρόμοια, γεμάτη τρύπες και χρώματα, είναι και η ζωή μας. Όμως αυτή είναι και η ομορφιά της. Οι πληγές μάς κάνουν πιο δυνατούς. Περνούσα ώρα προσπαθώντας να φανταστώ την ιστορία του ρούχου, από το οποίο προήλθαν, και των ανθρώπων. «Αυτά είναι από τη στολή που φορούσε ο πατέρας, όταν δούλευε στην υποδοχή στο Γκραντ Μπριτάνια», «αυτά είναι από ένα αγαπημένο πουκάμισο, γερμανικό, ακριβή φίρμα, seidensticker. Έχουν απάνω ένα τριανταφυλλάκι». «Είχαμε μαγαζί με κουμπιά. Όταν έκλεισε κράτησα μερικά από όσα μου άρεσαν». Τέτοια και άλλα πολλά άκουγα κάθε φορά που μου προμήθευαν γνωστοί και φίλοι τα κουμπιά που είχαν φυλαγμένα και δεν τους ήταν χρήσιμα πια.
Κουμπιά κάθε είδους. Μικρά και μεγάλα, πλαστικά, φιλντισένια, μεταλλικά και ξύλινα. Για να μην τα χάνω, έκανα μικρές αρμαθιές περνώντας ένα σχοινί μέσα από τις τρύπες τους. Με τον καιρό μου ήρθε η ιδέα και έφτιαχνα μ’ αυτά κομπολόγια. Αγόρασα κερωμένο πλαστικό σκοινί και χώρισα τα κουμπιά σε μεγέθη. Έπειτα με μια επιλογή αρμονικών χρωμάτων τα αρμάθιαζα το ένα πίσω από το άλλο. Τους έδωσα και όνομα. Ήταν τα «κουμπολόγια» μου. Έτσι, όταν έπινα καφέ στην αγορά με φίλους ή είχα διάλειμμα στη δουλειά, τα ψηλαφούσα κι αυτά μου χάριζαν ένα γλυκό τσακ καθώς έβρισκαν στην πτώση τους το προηγούμενο κουμπί. Τις ώρες της μοναξιάς ταξίδευα στο χθες ακολουθώντας τη φαντασία μου. Σκεφτόμουν τρυφερά γυναικεία δάχτυλα που τα ωθούσαν απαλά προς την κουμπότρυπα, άγαρμπα αντρικά ακροδάχτυλα που τα πίεζαν να κουμπώσουν ή αδέξια παιδικά χεράκια που τα κούμπωναν στραβά, αφήνοντας άδεια μια κουμπότρυπα και τη μια πλευρά του γιακά να κρέμεται άχαρα, αφού ήταν πιο ψηλά από την άλλη. Άλλοτε αφηνόμουν στη μαγεία των χρωμάτων και της ομορφιάς τους, στο τιρκουάζ της θάλασσας, στο κόκκινο του ηλιοβασιλέματος, στο άσπρο των σύννεφων. Πόσο περίτεχνες, με τι έμπνευση ήταν φτιαγμένες αυτές οι μινιατούρες γοητείας. Σκεφτόταν άραγε κάποιοι από τους κατασκευαστές τους ότι θα γίνουν φετίχ, ότι θα αγαπηθούν τόσο πολύ;
Πάντα χάριζα «κουμπολόγια» σε φίλους. Χαιρόμουν να βλέπω να τα στριφογυρίζουν στο χέρι τους. Τελευταία, πρόσεξα σε καταστήματα με χειροποίητα κοσμήματα κατασκευές με κουμπιά, κυρίως βραχιόλια και κάποιες καρφίτσες. Κι ενώ όλο και πιο πολύ στις μόδες κυριαρχεί το σταθερό κλείσιμο των φερμουάρ, εγώ ελπίζω ότι τα κουμπιά δεν θα εξαφανιστούν, θα νικήσουν τον χρόνο κι επιθυμώ έντονα να αξιωθώ, μια μέρα, να δω ένα μουσείο κουμπιών.