Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ ειν’ η μέρα
Κ’ η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι
Έτσι άρχιζε τον ύμνο του στην Αθήνα μας ο Κωστής Παλαμάς, στην περίφημη σύνθεσή του Η Φλογέρα του βασιλιά.
Αθήνα Αθήνα γκαρδιακή της Λευτεριάς μητέρα
που ’χεις την ομορφιά αδερφή, τον ήλιο αδρό πατέρα
Αθήνα που στο μέτωπο φορείς τα ουράνια τόξα
κι είναι το φως σου ως όνειρο κι η πέτρα φως και δόξα
Έλεγε στον «Ύμνο στην Αθήνα μας» ο Γιάννης Ρίτσος.
Στη γωνιά του δρόμου για τις Καρυάτιδες
Στρίβοντας / Ένα τραμ/ Εστρίγγλιζε /
Στ’ άδεια οικόπεδα η μασιά του ηλίου εσκάλιζε
Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο…
Απόσπασμα από το ποίημα «Ψαλμός και Ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα»…
Έχ’ η Αθήνα ομορφιές έχει και κάτι ζωγραφιές
μα σαν της Πλάκας τα στενά δεν είδα τέτοια πουθενά
τραγουδούσαν ο Κορώνης και ο Φίλανδρος κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι.
Οι ξένοι περιηγητές τη θαύμασαν. Οι Έλληνες την είδα να βγαίνει από τις πληγές της να απλώνεται και να τεντώνεται να φτάνει έφτασε μέχρι τα βουνά, ένα στεφάνι μενεξεδένιο από Υμηττό, Πάρνηθα, Αιγάλεω, Ποικίλον όρος και κάτω, στα νότια, στα πόδια της, το θεϊκό της Δέλτα του Φαλήρου.
Δυο υδάτινες λεωφόροι τη διασχίζουν, ο Ιλισός που έτρεχε από τους πρόποδες του Υμηττού και κατέβαινε προς τη λεωφόρο Συγγρού και εκεί στις πράσινες όχθες του ο Πλάτωνας και οι μαθητές του περπατούσαν πλατσουρίζοντας στα νερά μέχρι να βρουν τον μεγάλο πλάτανο, κάπου κοντά στην Καλλιρόη, να ξαπλώσουν και να αρχίσουν τη φιλοσοφική τους συζήτηση.
Το άλλο ποτάμι, ο Κηφισός, πιο ορμητικό και πιο δυναμικό, ερχόταν από την Κηφισιά, ενωνόταν με τον αδελφό του τον Ιλισσό και έτρεχαν μαζί οι δυο για να χωθούν στην αγκαλιά της Γοργόνας. Και οι δύο αυτοί δρόμοι-ποταμοί είναι σήμερα καλυμμένοι, τρέχουν υπογείως. Πάντως και οι δύο ήταν θεοί και τα κορμιά τους από μάρμαρο στόλιζαν το Δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα. Σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο… Ωστόσο, όποιος έχει αφτιά ακούει το μουρμουρητό τους κάτω από την άσφαλτο… Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένας, πιο μικρός, ο Ηριδανός, κι αυτός πηγαίνει υπογείως, αλλά κάπου εκεί στον Κεραμεικό βγαίνει στην επιφάνεια για να δει το φως…
Ένα βιβλίο λοιπόν, αφιερωμένο στην «αγαπημένη πόλη» της Αθήνας οφείλει να είναι έπαινος για το φυσικό της κάλλος. Τα βουνά και τα ποτάμια, τους λόφους και τα δρομάκια, τα σπουδαία οικοδομήματα, την περίφημη τριλογία της οδού Πανεπιστημίου –Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία- τα νεοκλασικά και τα μοντέρνα κτήρια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πόλη μας είναι ζωντανή και αναπτύσσεται. Κι ακόμα να μην ξεχνάμε πως εμείς είμαστε οι περαστικοί, η πόλη μας όμως είναι αιώνια, πως έχει δώσει στέγη σε κάθε Έλληνα που έρχεται από όποια μακρινή ή κοντινή επαρχία για να σπουδάσει, να δουλέψει, να κάνει καριέρα, καθώς και ότι φιλοξενεί και τους δυστυχείς από κάθε μέρος της γης που καταφθάνουν στην φιλεύσπλαχνη ποδιά της.
Ο τόμος λοιπόν που δημιουργήθηκε και καθένας προσέφερε τον οβολόν του σ’ αυτόν είναι πολύ δημοκρατικός. Περιέλαβε τους πάντες. Όλοι βρήκαν καταφύγιο…
Θα σταματήσω σε μερικά μόνο κείμενα, αφού δεν μπορώ σε όλα: Ο Κωνσταντίνος Μπούρας, περιπατητής στη σύγχρονη Αθήνα, που όσα έγραψε δεν οφείλονται στην αισιοδοξία του, όπως λέει, αλλά στην ειλικρίνειά του. Γιατί όλα αυτά που περιγράφει, ξεκινώντας από το σπίτι του, για να πάει στις χίλιες δουλειές του, με τα πόδια (με τα πόδια γυρνώντας γνωρίζεις έναν τόπο), όλα είναι αληθινά. Και το σημαντικότερο όλων πως στους γκρινιάρηδες απαντά με τα μνημεία που συναντά στους δρόμους και τα φωτογραφίζει και μας τα ξαναθυμίζει, και μας δροσίζει σαν το αεράκι της πόλης, τα αρώματα των λουλουδιών και το άρωμα από το κρουασάν του φούρνου του μοσκοβολισμένου. Φτεροκοπούν οι άγγελοι με τα φτερά τους πάνω από την πόλη κι όποιος είναι αλαφροΐσκιωτος τους νιώθει στον αέρα.
Η Αθήνα δεν είναι μόνο η πόλη για περίπατο αλλά και για περισυλλογή. Έτσι η Λιάνα Σακελλίου θα θυμηθεί τις πικρές μέρες της πρώτης νιότης, τις λαχτάρες για Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία. Αλλά πίσω από τις σύγχρονες φωνές και κάποιες άλλες θα αναδυθούν από τις αναμνήσεις της μάνας: «Τα Δεκεμβριανά. Κοριτσάκι. Είχαν ταΐσει αντάρτες στο σπίτι. Το είχαν επιτάξει Εγγλέζοι, Γερμανοί, Ιταλοί. Και είχαν όπλα. Τα μάτια της μεγάλωσαν. Τρέχει. Μέσα σε καπνούς, δακρυγόνα, αέρια, χημικά… ». Στα αφτιά της φτάνει η αγωνιώδης κραυγή: Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, αδέλφια μας στρατιώτες. Πυροβολισμοί. Οι συμπαγείς ράβδοι. Ξυλοδαρμοί… Από πού να φύγουμε; Προς τα πού να φύγουμε;… Προς τα πού να πάμε;;; όλοι οι δρόμοι με τα μεγάλα ονόματά τους μπλοκαρισμένοι… Η Σακελλίου άκουσε την ιστορία που ξαναμίλησε στους δρόμους της Αθήνας.
Η Ντίνα Σαρακηνού θα δει την Αθηνά ικέτιδα μέσα στον Καθεδρικό Ναό της Αθήνας και εκεί θα ψάλει, γυμνή τα πάθη της πόλης της, σαν την άλλη εκείνη που έλεγε και ένδυμα ουκ έχω κι έπειτα θα ανηφορίσει για να συναντήσει τον Φειδία … «φωτίστηκε το πρόσωπό της…». Μύριζε θάλασσα και καταπράσινο γρασίδι. Μύριζε γαλαξίες και δάκρυα, κοσμογονία και χάος, προσδοκία, πάθη και ηδονή. Μύριζε τη συγκίνησή Της».
Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος μόνο επαίνους έχει γι’ αυτή την όμορφη και αιώνια πόλη, με το ουράνιο φως. Η Κατερίνα Ζαχαριάδου αγαπά ιδιαιτέρως, τη στροφή «στο Θησείο που βγάζει στην Αποστόλου Παύλου και ξεπροβάλλει ο φωτισμένος βράχος της Ακρόπολης και… στο βάθος ο Σαρωνικός, πάντα εκεί, ασημένιος. Σαν οφθαλμαπάτη».
Ο Γιάννης Πανούσης δεν ξεχνάει πως ό,τι έγινε στη ζωή το χρωστάει στα χρόνια που έζησε στον λόφο του Σκουζέ. Ο Αντώνης Σκιαθάς μας κάνει μια νοσταλγική ξενάγηση στο κομψό «Μινιόν», με τις κυλιόμενες σκάλες, τα εμπορεύματα, τα σχολικά και τα κρουασάν με φράουλα…
Δεν μπορώ να μην ευχαριστήσω τον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη γι’ αυτήν την κειμενική συνάθροιση που επιμελήθηκε με κέφι και έβαλε κι ο ίδιος την πινελιά του δείχνοντάς μας πως η Αθήνα, όσο και αν αλλάζει, όσο και αν εκμοντερνίζεται, εξακολουθεί να είναι πάντα η Αθήνα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα του Περικλή και λίκνο του πολιτισμού.
Στο εξώφυλλο, η Πλατεία Μοναστηρακίου φωτογραφισμένη από ψηλά, από τον χελιδονοδρόμο Ερμή. Τα παλιά σπίτια με τις αυλές γύρω γύρω στον λόφο της Ακρόπολης και ο Παρθενώνας στην κορυφή κορώνα στην Αθήνα την αρχαία, τη διαχρονική, την παντοτινή.
Ανθούλα Δανιήλ