Γιώργος Μεταξάς: Βασιλική οδός
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΔΟΣ * Μες στο σκοτάδι καθρεπτίζονται οι λέξεις διερμηνέα έχεις πλάι σου ζωύφια φτιάχνουν φωλιές ψηλά στα βράχια τα κοτσύφια Μάντρας κι απόψε τρυφερά πάλι θα πλέξεις. Μες στην…
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΟΔΟΣ * Μες στο σκοτάδι καθρεπτίζονται οι λέξεις διερμηνέα έχεις πλάι σου ζωύφια φτιάχνουν φωλιές ψηλά στα βράχια τα κοτσύφια Μάντρας κι απόψε τρυφερά πάλι θα πλέξεις. Μες στην…
Στην πέτρα του Χωρήβ Είπανε πως μαζέψανε κακήν κακώς τους βάρβαρους Για να ομολογήσουνε τα κρίματά τους Έτσι κι έγινε Εύκολα και γρήγορα Ομολογήσανε, οι περισσότεροι Μετά οι μη βάρβαροι…
ΠΡΙΝ ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ Παίζει μαζί μου απ’ το πρώτο ραντεβού Βασίλισσα λευκή κι εγώ στρατιωτάκι Μακριά όσο κι αν φτάνω φτωχά κινούμαι μόνο εμπρός Άνετα εκείνη διπλαρώνει βασιλείς Πριν το…
Στο μουσείο έκλεισαν τα φώτα. Τρέχω να προλάβω. Η πόρτα κλείνει, ο φύλακας φεύγει. Πανικοβάλλομαι, ολόμονη σ’ ένα κρύο και σκοτεινό κτίριο που στέλνει σήματα από το παρελθόν. Μου απομένει…
Ἄλεκτον «ἄγρυκτα κἄλεκτ’ ἀλλὰ βούλομαι μόνῃ αὐτῇ φράσαι σοι». (Φερεκράτης, Fragmenta ) Μὴ μοῦ μιλᾶς γι’ αὐτά... Πές μου γιὰ τ’ ἄλλα, τὰ…
Οι άντρες κοντοστέκονται για λίγο μπρος στο πορτόνι του κήπου, να θαυμάσουν τα δυο παράξενα πουλιά, τις κρεμασμένες στο μπουγαδόσκοινο ως τους μηρούς αραχνοΰφαντες κάλτσες της, π’ ανεμίζουν στο απογευματινό…
ΧΙ Θάλασσα ή γη, δεν είναι άλλος. Μόνη στον κόσμο η καρδιά. Σιωπά η θαλασάγγιχτη άμμος, Τον θρόνο βλέπω να σιωπά. Ν' ακούσω σπεύδω τη λαλιά Νερών κι ανέμων, αλλ'…
Άνθρωποι που στον ύπνο τους τη νύχτα ονειρεύονται γνωρίζουν ένα ξεχωριστό είδος ευτυχίας που δεν περικλείεται στον κόσμο της ημέρας, μια γαλήνια έκταση και άνεση στην καρδιά που είναι σαν…
(Σχόλια για μια παράξενη διαμονή σ’ έναν παράξενο κόσμο όπου συμβαίνουν παράξενα πράγματα) 2 Η φύση είναι ήδη μεταφυσική το ασύλληπτο είναι εμπειρία μας. * Οι…
Οι φάροι μοιάζουν με τους ποιητές, μονάχοι στην άκρη ξαγρυπνούν με λάμψη. Μιλούν σε καράβια που δεν υπάρχουν, σε γλάρους με μάτια από μελάνι. Κι όταν η ομίχλη τους…
Λιλιπούτειος Της έστειλε τη σκέψη του κι αυτή τον τοποθέτησε στο γείσο του ψάθινου. Κρατήσου, του είπε και του ’δειξε την κόκκινη κορδέλα. Κολύμπησαν ώρα πολλή ως το μεγάλο…
Μονότονα απ' το πρωί η τροπική ψιλή βροχή γλυκά μου ψιθυρίζει ειν' η δική της εποχή με στάλες να ανθίζει. Μακριά μες στον ορίζοντα ο λασπωμένος ποταμός πλημμύρισε με λέξεις…