You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου:  Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ του Γιώργου Σεφέρη

Χρ. Δ. Αντωνίου: Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ του Γιώργου Σεφέρη

 

Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ 

 

Στην πέτρα της υπομονής

κάθισες προς το βράδυ

με του ματιού σου το μαυράδι

δείχνοντας πως πονείς·

 

κι είχες στα χείλια τη γραμμή

που είναι γυμνή και τρέμει

σαν η ψυχή γίνεται ανέμη

και δέονται οι λυγμοί·

 

κι είχες στο νου σου το σκοπό

που ξεκινά το δάκρυ

κι ήσουν κορμί που από την άκρη

γυρίζει στον καρπό·

 

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός

δε βόγκηξε κι εγίνη

το νόημα που στον κόσμο δίνει

έναστρος ουρανός.

 

Το ποίημα «Η Λυπημένη» ανήκει στην πρώτη ποιητική συλλογή του Σεφέρη, τη Στροφή (1931). Στα χρόνια που έγραφε αυτή τη συλλογή ο ποιητής βρισκόταν κάτω από την επίδραση μιας γυναίκας που είχε γνωρίσει την άνοιξη του 1923 στο Παρίσι, ενόσω σπούδαζε εκεί, τη Ζακλίν. Παρόλο που η σχέση του αυτή δεν κράτησε πολύ, ωστόσο για έντεκα χρόνια τουλάχιστον την έχει έντονα στο μυαλό του, γιατί υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Το μεγαλύτερο μέρος της ερωτικής ποίησής του είναι γραμμένο για κείνην. «Ο Ερωτικός Λόγος είναι η τραγωδία του μαζί της, είναι το ρόδο της μοίρας, το σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα, ο πόθος ο βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς. Και η απαντοχή του στην πέτρα της υπομονής θα καταλήξει στην ανελέητη λύση της εγκαρτέρησης» (Ιω. Τσάτσου, Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης (Β’ Έκδοση), Βιβλιοπωλείον Εστίας, 1975, σ. 212). Στο βιβλίο της αυτό η Τσάτσου δίνει πάρα πολλές πληροφορίες για τον ατυχή αυτόν έρωτα του αδελφού της. Και βέβαια όχι μόνο ο Ερωτικός Λόγος είναι γραμμένος για τη Ζακλίν, αλλά  και οι συλλογές Στροφή, Στέρνα και Μυθιστόρημα εμφανώς περιέχουν πολλές ερωτικές αναφορές σ’ αυτήν. «Η Λυπημένη» μάλιστα της Στροφής, σύμφωνα και με τον πιο πάνω υπαινιγμό της αδελφής του, είναι η Ζακλίν που κάθεται στην «πέτρα της υπομονής» και μετατρέπεται σε σύμβολο εγκαρτέρησης. Προς ενίσχυση αυτής της άποψης παραθέτω πάλι από την Τσάτσου: «Μα τη Jacqueline όταν την είδα την πόνεσα. Ίσως γιατί γνώριζα, ό,τι γνώριζα. Ίσως γιατί στα μεγάλα της μάτια είχε μαζέψει όλη τη θλίψη. Λιγομίλητη, χωρίς παράπονο, σαν πρόφερε τ’ όνομά του, μια ερωτική ζέστα πλημμυρούσε την κάμαρα. Δε θυμάμαι τα λόγια της, μα η μνήμη του καημού εκείνου δεν έσβησε ποτέ» (‘Ο.π. σ. 259).

Ο έρωτας αυτός του ποιητή σιγά-σιγά με τον καιρό «ύστερα από τις συναισθηματικές δοκιμασίες έγινε αντικείμενο της σκέψης μόνο, που οδηγούσε το όλο θέμα σε μια κατά το δυνατό γενικότερη και απρόσωπη, σχεδόν συμβολική έκφραση, σε μια ταύτιση, θα έλεγα, προς ό,τι αγάπησε και τελικά το έχασε. Ίσως, τολμώ να πω, η  Jacqueline πέρασε ακόμα και μέσα στο γενικό όραμα του ποιητή για τον χαμένο κόσμο του, την «άλλη Ελλάδα», γιατί είναι μικρή η διαφορά ανάμεσα στον έρωτα και την πατρίδα, ιδίως αν λάβουμε υπόψη την ικανότητα του Σεφέρη να μετασημαίνει τα γεγονότα. Έτσι η  Jacqueline  είναι Η Λυπημένη, αλλά συγχρόνως και η Ελλάδα του» (Χρήστος Αντωνίου, Ο Κόσμος της Γοργόνας, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1981, σ.30). Επειδή λοιπόν Η Λυπημένη αναφέρεται σε συγκεκριμένη γυναίκα και σε εμφανή συμβολισμό, προτείνω να γράφεται με κεφαλαίο Λ και όχι με λ, ως να πρόκειται μόνο για μετοχή.

Ήδη τα δυο παραθέματα από το βιβλίο της Τσάτσου αποτελούν ένα κλειδί για μια πρώτη ανάγνωση και κατανόηση του ποιήματος. Τα στοιχεία: η «πέτρα της υπομονής», στα «μεγάλα της μάτια είχε μαζέψει όλη τη θλίψη», οι χαρακτηρισμοί: «λιγομίλητη, χωρίς παράπονο» προβάλλονται και μέσα στο ποίημα. Στην βαθύτερη όμως  κατανόηση του ποιήματος θα μας οδηγήσει η αναφορά στην «πέτρα της υπομονής», που τη χρησιμοποίησε ο ποιητής και στον Ερωτικό Λόγο («Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα») και γίνεται σύμβολο της «εγκαρτέρησης», βασικού στοιχείου της σεφερικής ποίησης.

Το σύμβολο αυτό προέρχεται από ένα  παραμύθι με κάποιες παραλλαγές:  «Το κοιμισμένο Βασιλόπουλο» (Μ. Καμπούρογλου, Δελτ. Ιστ. Εθν. Εταιρ. Ι, 345), «Το μαγεμένο βασιλόπουλο», που βρίσκεται δημοσιευμένο από τον Γ.Α. Μέγα (Ελληνικά παραμύθια (41956, σ. 164-170), αλλά και από άλλους νεότερους λαογράφους. Σύμφωνα μ’ αυτό η ηρωίδα, μια κοπέλα απελπισμένη, αλλά και μην έχοντας ολότελα χάσει την πηγαία φορά της προς τη ζωή, ύστερα από ταλαιπωρία και αγρύπνια πολλών ημερών, καταφέρνει να λύσει τα μάγια και να ξυπνήσει το μαγεμένο και κοιμισμένο βασιλόπουλο που θα την παντρευόταν και θα τέλειωναν έτσι τα βάσανά της. ¨Όμως κάποια άλλη πονηρή γυναίκα (μια τσιγγάνα ή αραπίνα ή σκλάβα ανάλογα με την παραλλαγή) εκμεταλλεύτηκε την κούραση της κοπέλας που αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε το βασιλόπουλο, το ξεγέλασε και  παντρεύτηκε αυτήν και όχι την πραγματική ελευθερώτριά του, την οποία έκανε υπηρέτριά του. Αδικημένη και θλιμμένη η κοπέλα αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Σε μια ευκαιρία ζητάει από το βασιλόπουλο να της φέρει από ένα ταξίδι του μακρινό «το σκοινί της κρεμαστής», «το μαχαίρι της σφαγής» και την «πέτρα της υπομονής». Όταν το βασιλόπουλο της έφερε όσα ζήτησε, η λυπημένη ηρωίδα ετοιμάστηκε το βραδάκι να κρεμαστεί ή σε περίπτωση αποτυχίας να σφαγιαστεί, αλλά η «πέτρα της υπομονής», που πάνω της καθόταν, την απέτρεψε από το διάβημα: «κάνε κόρη μου υπομονή». Το βασιλόπουλο που κατάλαβε την αλήθεια αποκατέστησε τα πράγματα[1].

Η αντιστοιχία της πρώτης στροφής του ποιήματος με το παραμύθι είναι εμφανέστατη. Η Λυπημένη των τεσσάρων πρώτων στίχων αποτελεί ένα γλυπτό λαϊκής τέχνης, καμωμένο με αδρές γραμμές, με μοντερνιστική αφαιρετική τεχνική και δομημένο με καταπληκτική λιτότητα και δύναμη συγχρόνως. Ο ποιητής που δεν αγαπά παρά μόνο τις ενσαρκωμένες ιδέες πυκνώνει σ’ αυτό το ποιητικό γλυπτό όλο τον πόνο της «Λυπημένης», που δείχνει όχι με έκδηλο τρόπο αλλά μόνο «με του ματιού της το μαυράδι» (την κόρη του ματιού της, μ’ ένα σχήμα pars pro toto) το πόσο πονεί. Χρησιμοποιώντας μάλιστα λαϊκή τεχνική και θέμα από τη δημοτική παράδοση καταφέρνει να μετατρέψει τη μορφή της λυπημένης γυναίκας σε σύμβολο που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη μοίρα του ελληνικού λαού. Σύμβολο καρτερικότητας και του καημού της ρωμιοσύνης, θα έλεγα. Η Λυπημένη, αν αφαιρέσει κανείς τη συγκεκριμένη αφορμή για τη γραφή του ποιήματος, προβάλλεται ως διαχρονικό σύμβολο της φυλής, του ελληνισμού.

Αν τώρα η πρώτη στροφή του ποιήματος προβάλλει την εξωτερική μορφή της Λυπημένης σε μια κατάσταση ακινησίας, τον τόπο, δηλαδή την πέτρα της υπομονής, και το χρόνο, δηλαδή το σούρουπο, χρόνο που φοβίζει την ψυχή της, οι άλλες στροφές προβάλλουν το ύφος, τη φυσιογνωμία και την εσωτερική κίνησή της. Παρουσιάζεται η Λυπημένη να πονά σωματικά και ψυχικά, να είναι ανασφαλής, να φοβάται, να κλαίει, να είναι όμως εμμονικά πειθαρχημένη στο σκοπό που της δημιουργεί τον πόνο, να είναι ένα κορμί-ύπαρξη σε μεγάλη ένταση επιδιώκοντας τον καρπό και παρά τον ψυχικό και σωματικό της πόνο να είναι αποφασισμένη να τον αντέξει χωρίς βογκητά. Η γυναίκα αυτή δηλαδή έχει ήθος, υπομονή, επιμονή, ψυχική αντοχή. Αρετές με τις οποίες επιδιώκει να πετύχει το σκοπό της δημιουργώντας μιαν αισιοδοξία που «δίνει έναστρος ουρανός».

Επιλογικά, θα έλεγα να αναλογιστούμε κατά πόσο η σεφερική λυπημένη γυναίκα για κείνη την εποχή εκφράζει και τον σύγχρονο ελληνισμό που μετράει τόσες πολλές απώλειες και ποικίλα κοινωνικά και εθνικά βάσανα.

 

 

[1] Ο Α. Κ. Χριστοδούλου στην εξονυχιστική μελέτη του (Η Στροφή του Σεφέρη, Εκδ. Ζώδιο 1981, σ. 56-57) για να δείξει καλύτερα τον διαχρονικό χαρακτήρα του συμβόλου της Λυπημένης υποστηρίζει ότι εκτός από την ιστορία του παραμυθιού με το μαγεμένο βασιλόπουλο, «Η λυπημένη ανακαλεί, συνοψίζει και ενοποιεί την ιστορία της ηλακάτης της Ανδρομάχης, όπως τη διηγείται ο Όμηρος στους στίχους 486-502 της ραψωδίας Ζ της Ιλιάδας, και την ιστορία της Αρετούσας του Ερωτόκριτου με την «κεφαλή στη χέρα», όπως την τραγουδάει ο Κορνάρος στους στίχους Δ731-734». Βρίσκει επίσης ότι οι τρεις αυτές ιστορίες «μοιάζουν να είναι ανάπτυξη ενός πανάρχαιου ανακαλήματος που μυθολογείται για τη Δήμητρα και την Περσεφόνη κοντά στο Πρυτανείο των Μεγάρων….¨Όταν ο Πλούτων, ο θεός του Άδη, άρπαξε την Περσεφόνη και την πήγε βαθειά στη γη, ψάχνοντας η Δήμητρα για την κόρη της, ήρθε και στα Μέγαρα, όπου και κάθησε πάνω σε μια πέτρα και εκεί φώναζε την Περσεφόνη για ν’ ανέβη από τον Άδη. Από το περιστατικό η πέτρα εκείνη ονομαζόταν ανακλήθρα ή ανακληθρίς». Και ασφαλώς δεν είναι άλλη, νομίζω, από την «πέτρα της υπομονής».

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.