You are currently viewing Χρήστος Σπυρόπουλος: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων

Χρήστος Σπυρόπουλος: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων

Η «ψυχή βαθιά» του παππού

 

Ο παππούς ψιθύρισε «Ψυχή βαθιά». Ο τόνος της φωνής του είχε μέσα της κάτι το πολύ μακρινό.

Τι σημαίνει ψυχή βαθιά παππού, ρώτησα κοιτώντας τον επίμονα στα μάτια.

Τίποτα.

Πώς τίποτα. Είπες Ψυχή βαθιά, επέμενα, τι σημαίνει αυτό.

Ο παππούς ήξερε πως του έμοιαζα στην επιμονή και στην υπομονή, οπότε δεν είχε νόημα να επιμένει στην λέξη «τίποτα».

Ψυχή βαθιά παλικάρι μου, είναι αυτό το κομμάτι της ψυχής που αρνείται να παραιτηθεί από το φως, βαδίζοντας ταυτόχρονα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

Το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη πραγματεύεται ή καλύτερα, διδάσκει ακριβώς αυτό. Το άρρητο βάθος της ανθρώπινης ψυχής που αντέχει, αντιστέκεται και εν τέλει βρίσκει τη διέξοδο της στο φως.

Το γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο είναι ξεκάθαρο. Η Ελλάδα του εμφυλίου πολέμου. Μέσα σε αυτό το διηνεκές ξετυλίγονται έξι ιστορίες ανθρώπων με κοινό παρανομαστή την πορεία της Ταξιαρχίας των Αόπλων της Ρούμελης από τα Άγραφα στη Μακεδονία.

Το χιόνι των Αγράφων.

Ή το χιόνι όλων αυτών που δεν γράφτηκαν ποτέ.

Ή το χιόνι που καλύπτει τις κοφτερές γωνίες του τοπίου.

Ή το χιόνι το πάλλευκο.

Ή το χιόνι που κάνει το αίμα να φαίνεται επάνω του, σαν ορθάνοιχτη πληγή.

Ή το χιόνι που αφήνει τα βήματα των ανθρώπων να μοιάζουν ανεξίτηλα, έως την επόμενη άνοιξη, μόνο έως την επόμενη άνοιξη.

Η ιστορία μάς έχει διδάξει πως η εξέλιξη της είναι μία συνισταμένη πόνου, αγώνα αλλά και υψηλών ιδανικών για τα οποία η ανθρώπινη συνείδηση είναι έτοιμη να θυσιάσει και την ίδια της, αυτή καθ αυτή την βιολογική υπόσταση.

Ο θάνατος φαντάζει απίστευτα αδύναμος μέσα στη φλεγόμενη συνείδηση ενός αγωνιστή για έναν κόσμο ισοτιμίας και δικαιοσύνης.

Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω στο όχι και τόσο μακρινό 1948 θα συναντήσουμε μία Ελλάδα βαθιά διχασμένη.

 

Μια Ελλάδα που αναζητά την θέση της μέσα στην παγκόσμια ανακατάταξη που έφερε μαζί του το τέλος του Β παγκόσμιου πολέμου.

Μια ανακατάταξη καθ’ όλα επίπονη και επίμονη.

Μια ανακατάταξη γεμάτη από την αγωνία της επιβίωσης.

Μια ανακατάταξη που έμελε να χωρίσει ακόμη και αδέρφια σε δύο στρατόπεδα.

Μια ανακατάταξη που δεν επέλεξε κανείς από τους συμβαλλόμενους συνειδητά, αλλά προήλθε ως ιστορική απόρροια (ότι και να σημαίνει αυτή η λέξη).

Εντέλει όμως πίσω από την επίσημη ιστορία κρύβονται δεκάδες χιλιάδες τραγικές ιστορίες που έχουν όνομα, επώνυμο και τοπωνύμιο.

Το χιόνι των Αγράφων καταφέρνει ακριβώς αυτό.

Μας αποκαλύπτει πίσω από καταγεγραμμένη ιστορία

6 ονόματα.

6 τοπωνύμια.

6 επώνυμα.

Nome est Omen έλεγαν οι Λατίνοι, εννοώντας πως το όνομα είναι οιωνός.

Το όνομα μας είναι αυτό που μας προσδιορίζει σε μια αλληλουχία γενεών.

Το όνομα μας είναι αυτό που μας προσδιορίζει μέσα στην αφαιρετική ανωνυμία της ιστορίας.

Το όνομα μας είναι αυτό που μας δίνει υπόσταση απέναντι σε ό,τι προσπαθεί να μας κατακρημνίσει μέσα στο αδηφάγο της ιδιοτέλειας.

Έτσι ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ονοματοδοτεί την ιστορία διότι αντιλαμβάνεται ότι και ο ίδιος έχει υπάρξει κομμάτι της, όπως επίσης είμαστε και όλοι εμείς.

Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι όλοι μας φέρουμε το τραύμα της ιστορίας βαθιά εντός μας. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι.

Το χιόνι των Αγράφων έρχεται ακριβώς σε αυτό το σημείο να αγγίξει την πληγή, δίνοντας της καταρχήν όνομα και στη συνέχεια αφήνοντας την να μας καταδείξει τον απέραντο πόνο της.

Οι ήρωες του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη είναι άνθρωποι σαν τον παππού μου, την γιαγιά σας, τον θείο σας. Έχουν υπάρξει και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι έχουν υπάρξει μέσα σε μία τόσο τραγικά ρεαλιστική συνθήκη όπως είναι ο εμφύλιος.

Ο Άρθουρ Μίλερ είχε πει:

Η ευφυΐα αυτού του κόσμου κατοικεί στην Ευαισθησία. Γι’ αυτό και οι ευφυείς δεν υπήρξαν ποτέ κριτές. Ήταν άνθρωποι που κατανοούσαν ανθρώπους.

Κατ αντιστοιχία ο συγγραφέας πράττει ακριβώς αυτό. Κατανοεί τους ήρωες του βαθιά, ανθρώπινα και μας αφήνει να ακολουθήσουμε την αγωνία τους ως το τέλος, το όποιο τέλος.

Το Χιόνι των Αγράφων είναι ένα μυθιστόρημα αφιερωμένο στην κοινή μνήμη όσων περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στην σιωπή της ιστορίας.

Από την μια πλευρά το επίσημο κράτος να τους έχει κολλήσει την ρετσινιά του κομμουνιστοσυμμορίτη και από την άλλη το αόρατο Κόμμα που τους ζητά να αγωνιστούν ευπειθώς για ένα ιδανικό αδιαφορώντας για ό,τι αγάπησαν βαθιά. Τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους γονείς τους, τα αδέρφια τους.

Οι ήρωες του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη ξεπερνώντας την ανθρώπινη τους υπόσταση καλούνται να απαντήσουν σε διλήμματα που θα καθορίσουν το μέλλον και την ζωή των παιδιών των παιδιών τους χωρίς απολύτως κανέναν δισταγμό.

Καλούνται να στερήσουν στον εαυτό τους και τις οικογένειες τους τον βολικό συμβιβασμό με τους νικητές της ιστορίας. Και το κάνουν.

Το ερώτημα που κρέμεται πλέον ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι τους είναι ένα και μοναδικό.

Από ποιο σημείο και έπειτα μετουσιώνεται η βαθιά πίστη σε ιστορική αφέλεια.

Το ερώτημα αφορά κατ’ αρχάς την ηγέτιδα ομάδα και διαχέεται ομόκεντρα έως και τον τελευταίο αγωνιστή του ΔΣΕ.

Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας έχει κάνει βαθιά ιστορική έρευνα των γεγονότων της πορείας των αόπλων της Ρούμελης. Παράλληλα είναι ξεκάθαρο πως έχει εγκιβωτίσει στη μυθοπλασία μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν βιώσει την πορεία εκ του σύνεγγυς.

Τα δύο παραπάνω δεδομένα δίνουν μια σφραγίδα αυθεντικότητας και ανθεκτικότητας της μυθοπλασίας σε όποια ιστορικά ερωτήματα μπορεί να ανακύψουν για τον ρόλο συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων που αναζητούν το δικό τους δίκιο ή άδικο μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης κρατώντας ίσες αποστάσεις από την ρεαλιστική αλήθεια ενός αδίστακτου πολέμου και την βαθιά ανθρώπινη πλευρά της απώλειας και του πόνου που συνεπάγεται αυτό, μας συν – κινεί να κατανοήσουμε πρωτίστως με την καρδιά την τραγικότητα της πορείας των αόπλων.

Είναι προφανές πως πλάι στον ανθρώπινο πόνο γεννιέται και το παράλογο της ανθρώπινης φύσης. Μια ανθρώπινη φύση που αναζητώντας μια καλύτερη και δικαιότερη ζωή θυσιάζει την ζωή των πιο κοντινών της ανθρώπων.

Μα έτσι προχωράει η ιστορία θα απαντήσει ο ιδεολόγος.

Προχωράει άραγε ;

Δεν ξέρω, αλήθεια δεν ξέρω.

Ψυχή Βαθιά … έλεγε ο παππούς μου και ήταν σίγουρος πως η θυσία του είχε πιάσει τόπο. Ήταν σίγουρος πως άλλαξε ο κόσμος προς το καλύτερο.

Μόνο που ο πατέρας μου μεγάλωσε με το βάρος ενός αόρατου πατέρα κάπου στο σιδηρούν παραπέτασμα.

Με το βάρος της ρετσινιάς του μιάσματος.

Με το βάρος της απαρηγόρητης ψυχής που είναι αναγκασμένη να ζει στο περιθώριο.

Το μεγαλείο όμως της ανθρώπινης ψυχής καταφέρνει να επιβιώσει και να διαφυλάξει το ήθος της μέσα από το χιόνι της ζωής.

Επιστρέφοντας σε αυτό καθ αυτό το μυθιστόρημα πρέπει να πως χωρίς καμμία απολύτως περιστροφή πως το «Το χιόνι των Αγράφων» διαβάζεται απνευστί. Ο τρόπος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη σε κρατά δεμένο στην ροή του κειμένου.

Οι εικόνες σε υποβάλλουν στην συναισθηματική κατάσταση των ηρώων του δημιουργώντας μεταφορικά και κυριολεκτικά το σκηνικό μέσα στο οποίο οι ήρωες πονάνε, κρυώνουν, κουράζονται, απελπίζονται ή χαίρονται.

Η σπονδυλωτή μορφή του είναι ουσιαστικά αποτύπωση του κατακερματισμού της ίδιας της ζωής η οποία εν τέλει ανασυντίθεται σε ένα όλον.

Οι ήρωες του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη δεν παίζουν με τις λέξεις ούτε αφήνονται σε διαλόγους, περισσότερο εσωτερικούς, χωρίς νόημα. Κάθε λέξη τους έχει την θέση της και τον λόγο ύπαρξης της.

Αυτή η δωρικότητα των μέσων έκφρασης είναι που εντέλει βάζει την σφραγίδα της αυθεντικότητας του συγγραφέα.

Και αυτό διότι ακούμπησε με απόλυτα λιτά και ουσιαστικά εκφραστικά μέσα μια βαθιά πληγή της νεότερης ελληνικής ιστορίας αναδεικνύοντας τα χιλιάδες ανώνυμα πρόσωπα που υπήρξαν, ταλαιπωρήθηκαν και κουβάλησαν τις πληγές τους έως το πέρας της δικής τους προσωπικής ιστορίας.

Τι είναι όμως στην τελική του συνισταμένη το «Χιόνι των Αγράφων»;

Κατά τη γνώμη είναι ένας αειθαλής χώρος όπου ο καθένας μπορεί να βρει τον χώρο να τοποθετήσει το δικό του ζητούμενο.

Είναι ένα αίτημα και μία προσευχή για έναν κόσμο δίκαιο γεμάτο από το φως που αναζητάνε όλοι οι άνθρωποι μέσα από την αγωνία και τον αγώνα της καθημερινότητας τους.

Υπό αυτή την προϋπόθεση «Το χιόνι των Αγράφων» είναι ένα αισιόδοξο μυθιστόρημα. Μας οδηγεί μέσα από το μαρτυρικό χειμώνα της πορείας των αόπλων, για να μας καταδείξει το μέγεθος και το βάθος της ανθρώπινης ψυχής που καταφέρνει να κρύψει βαθιά μέσα της την ασχήμια που βίωσε και να γεννήσει ξανά ως άλλος δημιουργός την ομορφιά.

Μόνο όμως υπό αυτή την αυστηρή προϋπόθεση.

«Πέντε μέρες από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, δεν σταύρωσε κουβέντα με άλλον άνθρωπο, μόνο αλεπούδες, λύκους κι ελάφια έβλεπε. Την έκτη έφτασε στ’ Άγραφα. Μια πρόωρη άνοιξη έφερνε εκεί πάνω ο αέρας, κι ας ήτανε ακόμη αρχές Φλεβάρη. Το νιώσε αμέσως: η δική του μυγδαλιά εκεί ήταν προορισμένη να ανθίσει.»

Είναι ο Αβράμης, με πιστό συνοδοιπόρο την Κικίτσα το γαϊδουράκι του. Η καταγωγή του είναι από το μαρτυρικό Μεσόβουνο Εορδαίας Κοζάνης. Έχει αφήσει πίσω του μία εκατόμβη νεκρών από τις εκκαθαρίσεις των Γερμανών στην περιοχή το 1941. Ο ίδιος σώθηκε δύο φορές. Την πρώτη κρυμμένος μέσα στον φούρνο στη αυλή του σπιτιού του. Τη δεύτερη νοσηλευόμενος με πνευμονία στο νοσοκομείο της Πτολεμαίδας.

Η πίστη του σε έναν καινούργιο κόσμο δικαιοσύνης τον φέρνει στα Άγραφα. Είναι από τους πρώτους μαχητές του ΔΣΕ που κατατάσσονται οικιοθελώς.

Πιστεύει βαθιά σε αυτή την πορεία.

Έχει και αυτός τους νεκρούς του από τις θηριωδίες των Γερμανών και τους κουβαλά στον ώμο του ως άλλος Ζαρατούστρα.

Στην πορεία των αόπλων εκτελεί χρέη μάγειρα. Είναι δική του ευθύνη να έχουν όλη στο τέλος της ημέρας ένα πιάτο φαγητό. Τρέχει όλη μέρα να περισυλλέξει προμήθειες, να στήσει ένα πρόχειρο μαγειρείο, να μην μείνει κανείς πεινασμένος.

Να μην μείνει κανείς πεινασμένος.

Καθ’ εικόνα και ομοίωση του Σίσσυφου ανεβάζει και αυτός την πέτρα στο βουνό. Στο τέλος όμως της ημέρας αυτή πάλι κατρακυλάει στους πρόποδες.

«Ο Αβράμης κοιτάζει γύρω του με παράπονο. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ένα σπίτι, ένα χωριό, μια πατρίδα γύρευε και αντ’ αυτών ένα φούρνο, μια σβησμένη ανθρακιά και κάτι καπνισμένες πέτρες βρήκε στο Μεσόβουνο και στη Βράχα και στο Καλαμάκι και στον Όλυμπο και στα Πιέρια.

Πάρα πολλά πτώματα στην καταπακτή της μνήμης του, ακρωτηριασμένα χέρια και κομμένα πόδια, βγαλμένα μάτια και ανοιγμένα άντερα σε κάθε γωνία του μυαλού του. Σηκώνονται οι νεκροί στα όνειρα του, παίρνουν από να πιάτο, έρχονται και στέκονται μπροστά του, περιμένουν να γεμίσει την κουτάλα. Σκύβει αυτός, κοιτάζει στα καζάνια. Τίποτα. Πεινασμένους τους είχε ζωντανούς, πεινασμένους τους αφήνει και τώρα που ναι πεθαμένοι.

Αυτός ο πόλεμος έχει τελειώσει οριστικά για το Αβράμη. Παίρνει απ τα γκέμια την Κικίτσα, βγαίνει μπροστά και ξεκινάει. Δυο ομαδικοί τάφοι τον περιμένουν στο Μεσόβουνο, έχει ένα αμπαρωμένο σπίτι να ανοίξει και έναν γκρεμισμένο φούρνο να χτίσει απ την αρχή. Εκεί μέσα θέλει για πάντα να κρυφτεί.»

ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Με αυτό τον δραματικό τρόπο κλείνει ο Αβράμης την δική του προσωπική πορεία στο πλευρό των αόπλων της Ρούμελης.

Εν κατακλείδι η ιστορία είναι το τοπίο μέσα στο οποίο καλούμαστε να δημιουργήσουμε το απόλυτα δικό μας ηθικό σύμπαν.

Είναι το τοπίο μέσα στο οποίο θα απολογηθούμε απέναντι στην συνείδηση και απέναντι στην ψυχή μας.

Είναι το τοπίο μέσα στο οποίο θα ζωγραφίσουμε την δική μας άνοιξη και την δική μας κόλαση.

Είναι το τοπίο μέσα στο οποίο θα χτίσουμε μια ήσυχη απόμερη γωνιά για να αποθέσουμε τις πληγές μας.

Ψυχή βαθιά.

 

 

 

Ο Χρήστος Σπυρόπουλος είναι ποιητής

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.