Ανέβηκα στον Όλυμπο με τον ανελκυστήρα.
Στοά Αθανάτων στάθηκε× θνητός εγώ και μπήκα,
Όπως ο Δάντης κάποτε στης κόλασης τα ερέβη.
Ώρα ευωχίας ήτανε× θεοί, θεές γλεντούσαν
Κι ο θεοφίλητος θνητός, του Σκάμανδρου εγγόνι,
Με σπάνια τέχνη κέρναγε τους θείους χαροκόπους,
Γεμίζοντας τις κύλικες σπινθηροβόλο νέκταρ.
*
Ανάμεσα στην τρίαινα και του Διός το όπλο,
Τη θυμωμένη θάλασσα και τη φωτιά τ’ολέθρου,
Σε είδα εκεί να κάθεσαι θεσπέσια γυναίκα
Κι εγώ αναρωτιόμουνα ποια είσαι απ’ τι δύο:
Η πολεμόχαρη θεά για κείνη με το μήλο;
*
Μα όταν πια σηκώθηκες για να με χαιρετήσεις
Και το κρινένιο χέρι σου άγγιξε το δικό μου,
Αμέσως σε κατάλαβα θνητή και συ πως είσαι
Κι ο στίχος που ‘πα κάποτε μου ‘ρθε ξανά στα χείλη:
« Γυναίκα, ήλιε τ’ουρανού και θέαινα τ’ Ολύμπου ».
———————-
πολύ καλό