Αυτή η φράση, με την οποία δηλώνουμε ακαταστασία πραγμάτων, έχει διασωθεί ώς τις μέρες μας ελαφρώς παραλλαγμένη και ελλιπής ⸺ έχει παραληφθεί το ουσιαστικό «ξύλα» ⸺ από τον 4ο αι. π. Χ. και συγκεκριμένα από τα Ἀπομνημονεύματα τού Ξενοφώντα
Και κατά πρώτον, η λέξη λίθος (→ το μεταγενέστερο υποκοριστικό τού λίθου λιθάριον → λιθάρι)= πέτρα1 και τα παράγωγά της: λίθινος, λιθοβολέω-ῶ ( ← λιθο + – βολῶ από το βάλλω = ρίχνω), λιθοδόμος (←λιθο+ –δόμος από το δέμω= κτίζω, οικοδομώ) = ο κτίστης με λίθους, λιθοξόος (←λιθο + ξέω) = ο κατεργαζόμενος λίθο ή μάρμαρο, λιθόστρωτος (←λιθο + στορέννυμι= στρώνω), ἡ λιθοτομία (←λιθο + τέμνω)= ο τόπος όπου κόβεται ο λίθος, το λατομείο, οι νεότερες λέξεις λιθόκτιστος, λιθοτριψία, λιθογραφία, λιθάνθρακας κ. ά. τόσο της αρχαίας, όσο και της νέας Ελληνικής.
Το ουσιαστικό λίθος, άλλοτε αρσενικού, άλλοτε θηλυκού γένους, είχε και τη σημασία τού πολύτιμου λίθου, και το επίθετο λιθοκόλλητος-ον αναφερόταν στον κοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Το αρσενικό γένος, ως επί το πλείστον, δήλωνε και το μάρμαρο, λ.χ. της Πάρου, ὁ Πάριος λίθος,2 και της Θάσου, ὁ Θάσιος λίθος. Παλαιότερα έχουμε μιλήσει για την Λυδίαν λίθον·3 αλλά και ο μαγνήτης καλείται επίσης με το θηλυκό γένος: ἡ Μαγνῆτις λίθος.4 Μεταφορικά, τέλος, η λέξη χρησιμοποιείται όπως και σήμερα ως σύμβολο σκληροκαρδίας και ως χαρακτηρισμός ηλίθιου ανθρώπου (στουρνάρι, λαϊκότροπα).
Στο έργο τού Λουκιανού Περὶ τοῦ ἐνυπνίου ἤ βίος Λουκιανοῦ , ο Σύρος συγγραφέας ανατρέχει στο παρελθόν του και μιλάει για τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, τότε που αμφιταλαντευόταν αν θα ακολουθούσε τη γλυπτική τέχνη τού πατέρα του και των αδελφών τής μητέρας του ή τη λογοτεχνική καριέρα, όταν είδε ένα όνειρο ⸺ πλασματικό βέβαια. Μιμούμενος την αλληγορία τού σοφιστή Προδίκου για τον Ηρακλή και την εκλογή του ανάμεσα στους δύο δρόμους, της Αρετής και της Κακίας, αφηγείται πως είδε δύο γυναίκες που η καθεμιά ήθελε να τον πάρει με το μέρος της και πως τελικά τον άφησαν να αποφασίσει μόνος του. Πρώτα πήρε τον λόγο η Γλυπτική τέχνη προβάλλοντάς του τα οφέλη που θα αποκόμιζε μαζί της, και ακολούθησε η δεύτερη αρχίζοντας τον λόγο της ως εξής: « Εγώ, παιδί μου, είμαι η Παιδεία, ήδη γνώριμή σου, αν και ποτέ μέχρι τώρα δεν με δοκίμασες ώς το τέλος». Και συνεχίζει (9):
Ἡλίκα μὲν οὖν τἀγαθὰ ποριῇ λιθοξόος γενόμενος, αὕτη προείρηκεν·
Πόσο μεγάλα λοιπόν αγαθά θα αποκτήσεις αν γίνεις μαρμαρογλύπτης, αυτή σου τα είπε πριν·
Ο Ηρόδοτος στον περί Αιγύπτου λόγο, περιγράφοντας τη φύση τής χώρας, αναφέρεται στο Αραβικό όρος (ΙΙ,8):
ἐν τῷ αἱ λιθοτομίαι ἔνεισι αἱ ἐς τὰς πυραμίδας κατατμηθεῖσαι τὰς ἐν Μέμφι.
στο οποίο βρίσκονται τα λατομεία που ανοίχτηκαν για να γίνουν οι πυραμίδες στη Μέμφιδα.
Και σε κάποιο άλλο σημείο δηλώνει ότι πήγε στην Τύρο τής Φοινίκης, όπου επισκέφτηκε ένα ιερό τού Ηρακλή5 το οποίο ήταν στολισμένο με πολλά αναθήματα, υπήρχαν δε δύο στήλες, η μία από καθαρό χρυσό (ΙΙ,44):
ἡ δὲ σμαράγδου λίθου λάμποντος τὰς νύκτας μέγαθος·
και η άλλη από σμαράγδι6 που τις νύχτες λαμποκοπούσε λόγω μεγέθους·
Μαλαχίτης
Και ο Θεόφραστος στους Χαρακτῆρες του, περιγράφοντας τον κομπορρήμονα, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά του, μεταξύ των άλλων γράφει πως είναι φοβερός στο να επωφελείται από κανέναν συνοδοιπόρο που θα συναντήσει στον δρόμο του (ΧΧΙΙΙ, 3):
λέγων ὡς μετ’ Ἀλεξάνδρου ἐστρατεύσατο καὶ ὡς αὐτῷ εἶχε καὶ ὅσα λιθοκόλλητα ποτήρια ἐκόμισε, […]
λέγοντάς του ότι πήγε στην εκστρατεία με τον Αλέξανδρο και πώς ήταν η σχέση μαζί του και πόσα ποτήρια στολισμένα με πετράδια έφερε, […]
και τα λέει αυτά χωρίς να έχει πάει πουθενά βγαίνοντας έξω από τον τόπο του.
Τα ψωμιά της Κύπρου επαινεί ο κωμωδιογράφος Εύβουλος σε ένα σπάραγμα από το έργο του Ὀρθάννη, το οποίο διασώζει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές (Γ 112, f):
δεινὸν μὲν ἰδόντα παριππεῦσαι
Κυπρίους ἄρτους· Μαγνῆτις γὰρ
λίθος ὣς ἕλκει τοὺς πεινῶντας.
Είναι παράδοξο να δει ιππέας ψωμιά τής Κύπρου
και να τα προσπεράσει· γιατί ’ναι σάν μαγνήτης
που τους πεινασμένους έλκει.
Μαγνήτης
Για σκληροκαρδία επικρίνει ο Τηλέμαχος τη μητέρα του, την Πηνελόπη, στη ραψωδία ψ της Ὀδύσσειας. Πατέρας και γιος μόλις έχουν σκοτώσει τους μνηστήρες, και η γηραιά Ευρύκλεια έχει ενημερώσει την Πηνελόπη για τον γυρισμό τού Οδυσσέα και τον φόνο των μνηστήρων. Η Πηνελόπη δεν πείθεται και κατεβαίνει στην αίθουσα· στέκεται αμήχανη, δύσπιστη και φαινομενικά ασυγκίνητη μπροστά στον Οδυσσέα που δεν τον αναγνωρίζει, προκαλώντας τη διαμαρτυρία τού Τηλέμαχου. Καμιά γυναίκα, της λέει, δεν θα στεκόταν έτσι μακριά από τον άντρα της που γύρισε μετά από είκοσι χρόνια, και προσθέτει (στ. 103):
σοὶ δ’ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο».
μα η δική σου η καρδιά πάντοτε είναι πιο σκληρή και από πέτρα».
Στουρνάρια αποκαλεί ο γερο-Στρεψιάδης τους θεατές στις Νεφέλες τού Αριστοφάνη. Ο γιος του, ο Φειδιππίδης, έχει μαθητεύσει στη σοφιστική απάτη κοντά στον Σωκράτη, και ενθουσιασμένος πλέον ο πατέρας του από τις γνώσεις τού γιου του που θα τον γλιτώνουν από τους δανειστές, απευθύνεται προς τους θεατές κοροϊδευτικά (στ. 1201-1203):
Εὖ γ’, ὦ κακοδαίμονες, τί κάθησθ’ ἀβέλτεροι,
ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν, ὄντες λίθοι,
ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως, ἀμφορῆς νενησμένοι;
΄Εξοχα! Βρε φουκαράδες, τι κάθεστε βρε κουτορνίθια,
τής δικής μας καπατσοσύνης κέρδη, αφού είστε στουρνάρια,
άνθρωποι της αράδας, πρόβατα σκέτα, στάμνες στοιβαγμένες;
Ακολουθεί η λέξη ἡ πλίνθος (→ πλίθος, πλιθάρι, πλιθιά, πλιθί)= το δομικό υλικό από πηλό με τη μορφή ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, που είτε ξηραίνεται στον ήλιο, πλίνθος ὠμή, ωμόπλινθος, είτε ψήνεται στη φωτιά, ὀπτή, οπτόπλινθος. Παράγωγά της: πλίνθινος, πλινθοποιέω-ῶ, πλινθουργός= ο κατασκευαστής πλίνθων, πλινθόκτιστος, πλινθοδομή, πλινθοποιός κ. ά.
Στα Ἀρκαδικά του ο Παυσανίας μιλώντας για τη Μαντίνεια, κάνει μνεία στη νίκη των Σπαρτιατών υπό τον Αγησίπολιν επί των Μαντινέων (385 π. Χ) και στο στρατήγημα με το οποίο ο Αγησίπολις κατέλαβε την πόλη (8, 7-9):
οὐ πολιορκίᾳ κατὰ τὸ ἰσχυρόν, τὸν δὲ Ὄφιν ποταμὸν ἀποστρέψας
σφίσιν ἐς τὸ τεῖχος ὠμῆς ᾠκοδομημένον τῆς πλίνθου. […]
ἡ δὲ πλίνθος […] διαλύεται δὲ ὑπὸ τοῦ ὕδατος οὐχ ἧσσον ἢ ὑπὸ
τοῦ ἡλίου κηρός.
όχι με πολιορκία και ισχύ, αλλά στρέφοντας τον ποταμό ΄Οφιν
προς το τείχος που ήταν κατασκευασμένο με ωμές πλίνθους. […]
καθώς η πλίνθος […] λιώνει από το νερό όχι λιγότερο
απ’ ό,τι το κερί από τον ήλιο.
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, έναν αιώνα πριν, το 499 π. Χ, οι Ιωνικές πόλεις της Μ. Ασίας επαναστάτησαν εναντίον του περσικού ζυγού, και το 498 η Μίλητος επιτέθηκε κατά των Σάρδεων· η πόλη καταλήφθηκε και παραδόθηκε στις φλόγες, καθότι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (V,101) :
Ἦσαν ἐν τῇσι Σάρδισι οἰκίαι αἱ μὲν πλεῦνες καλάμιναι, ὅσαι δ’ αὐτέων
καὶ πλίνθιναι ἦσαν, καλάμου εἶχον τὰς ὀροφάς.
Τα περισσότερα σπίτια στις Σάρδεις ήταν καλαμένια, όσα δε από αυτά ήταν και πλίνθινα είχαν τις σκεπές από καλάμι.
Αλλά και τα σπίτια του 5ου και 4ου αι. π. Χ. στην Αθήνα, κυρίως τα λαϊκά, οικοδομούνταν επίσης με απλά υλικά· ήταν σπίτια απλά και φτωχικά. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των τοίχων κατασκευάζονταν συνήθως από ακατέργαστους απλούς λίθους, και πάνω σ’ αυτή τη βάση (περίπου 30 εκ. πάνω από το έδαφος) κτίζονταν οι τοίχοι από ωμές πλίνθους, το φθηνότερο οικοδομικό υλικό ⸺ γι’αυτό και οι κλέφτες ονομάζονταν τοιχωρύχοι, όπως έχουμε ξαναπεί, εφόσον άνοιγαν εύκολα τρύπες στον τοίχο. Οι τοίχοι στη συνέχεια καλύπτονταν με επιχρίσματα, οι στέγες κατασκευάζονταν από ξύλινα δοκάρια και σανίδες και καλύπτονταν με κεραμίδια από ψημένο πηλό· κάποια σπίτια είχαν δώματα, οριζόντιες δηλαδή στέγες, όπου κατέφευγαν για δροσιά. Βέβαια, υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις λαϊκές κατοικίες και αυτές της μεσαίας και ανώτερης τάξης. Τα σπίτια των ευπόρων ήταν ευρύχωρα, συχνά διώροφα με πλούσια εσωτερική διακόσμηση.
Αναπαράσταση αρχαίου αθηναϊκού σπιτιού
Και τώρα η σειρά τής λέξης τὸ ξύλον με τα παράγωγά του: ξυλεία, ξυλεύω= κόβω ή μαζεύω ξύλα, ξύλινος, ξυλόκολλα, ξυλοκόπος-ον (← ξύλον + κόπτω= α) κτυπώ, β) αποκόπτω), ξυλοκοπέω-ῶ= μεταγεν. κτυπώ με ξύλο, δέρνω, ξυλουργός, ξυλώδης-ες, ξυλοφάγος-ον= το σαράκι κ. ά. Νεότερα παράγωγα: ξυλουργείο, ξυλοδαρμός, ξυλοπάπουτσο, ξυλογλυπτική, ξυλέμπορος, ξυλογραφία κ. ά.
Το ρήμα ξυλεύω μάς είναι γνωστό από την παροιμιακή έκφραση Δρυὸς πεσούσης, πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται, που σημαίνει μεταφορικά ότι, όταν κάποιος χάσει τη δύναμή του, όλοι σπεύδουν να τον εκμεταλλευθούν.
Στον Προμηθέα Δεσμώτην του Αισχύλου, ο πυρφόρος Τιτάνας απαριθμεί όλα τα ευεργετήματά του προς τους ανθρώπους, οι οποίοι μέχρι τότε εκτός των άλλων (στ. 450-451):
[…] κοὔτε πλινθυφεῖς
δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν,
[…] κι ούτε πλιθόκτιστα
προσήλια σπίτια ήξεραν ούτε το δούλεμα του ξύλου,
«μα ζούσαν κάτω από τη γη, σαν τα μυρμήγκια που εδώ κι εκεί τα φέρνει ο αγέρας, μες σε σπηλιές, στα βάθη τους τ’ ανήλιαγα».
Την περιοχή τής Πισιδίας περιγράφοντας ο Στράβων στο ΙΒ βιβλίο των Γεωγραφικῶν του, κάνει ιδιαίτερο λόγο για την πόλη Σέλγη, την ωραία φύση τού τόπου, τα εύφορα μέρη με τους ελαιώνες, τους αμπελώνες, τα βοσκοτόπια και τα δάση. Και σημειώνει ότι εκεί φυτρώνει ένα δεντράκι, ο στύραξ7, για το οποίο δίνει πληροφορίες, όπως(ΙΒ,VII,3):
ἐγγίγνεται δ’ ἐν τοῖς στελέχεσι ξυλοφάγου τι σκώληκος εἶδος, ὃ μέχρι
τῆς ἐπιφανείας διαφαγὸν τὸ ξύλον τὸ μὲν πρῶτον πιτύροις ἢ πρίσμασιν
ἐοικός τι ψῆγμα προχεῖ, καὶ σωρὸς συνίσταται πρὸς τῇ ῥίζῃ,
Μέσα στον κορμό του αναπτύσσεται ένα είδος σκουληκιού που τρώει το ξύλο
και το οποίο, αφού ροκανίσει το ξύλο μέχρι την επιφάνεια, στην αρχή πετάει
έξω σκόνη που μοιάζει με πίτουρο ή πριονίδι και σχηματίζεται ένας σωρός
στη ρίζα,
μετά, δε, σταλάζει μια υγρή ουσία που πήζει γρήγορα και μοιάζει με κόμμι.
Ξυλοφάγος
Περνάμε στη λέξη ὁ κέραμος (→ ἡ κεραμίς-ίδος → μεταγεν. το υποκοριστικό κεραμίδιον→ κεραμίδι)= α) χώμα ή πηλός χρήσιμος στον κεραμέα β) πήλινο σκεύος γ) κεραμίδι. Παράγωγα: ὁ κεραμεύς-έως (→κεραμέας), κεραμικός-ή-όν ⸺ λ.χ. κεραμικὸς τροχός, κεραμικὴ (δηλαδή, τέχνη ) ⸺ κεραμοπωλεῖον= το μέρος τής αγοράς όπου πωλούνταν πήλινα σκεύη, κεραμοπώλης= ο πωλητής πήλινων σκευών, Κεραμεικός,8 κεραμοποιός, κεραμωτός, κεραμοσκεπή, κεραμιδόγατος κ. ά.
Η κωμωδία Ἐκκλησιάζουσαι του Αριστοφάνη αρχίζει με τον μονόλογο της Πραξαγόρας, που έχει βγει χαράματα από το σπίτι της ντυμένη αντρικά κρατώντας ένα λυχνάρι και περιμένοντας να συγκεντρωθούν και οι άλλες Αθηναίες, μεταμφιεσμένες και αυτές σε άντρες, για να παραστούν στην εκκλησία τού δήμου και να αποφασίσουν για την θεσμοθέτηση της κοινοκτημοσύνης. Παρωδώντας με πομπώδη κωμικό τρόπο τους προλόγους τού Ευριπίδη, υμνεί το λυχνάρι ως εάν προσφωνεί τον ήλιο ή κάποια θεότητα. Από το μακροσκελές εγκώμιο παραθέτουμε τους δύο στίχους 4-5:
[…]
τροχῷ γὰρ ἐλαθεὶς κεραμικῆς ῤύμης ὕπο
μυκτῆρσι λαμπρὰς ἡλίου τιμὰς ἔχεις, ⸺
[…]
γιατί μόλο που βγήκες από τον τροχό, 9 απ’ την ορμητική
κεραμική περιστροφή του, έχεις με τα ρουθούνια σου10
του ήλιου τις λαμπρόφωτες τιμές, ⸺
Αφήνουμε τις Ἐκκλησιάζουσες, όχι όμως και τον Αριστοφάνη. Επιστρέφουμε στις Νεφέλες του για να ακούσουμε τον Χορό των Νεφελών που απευθυνόμενος προς τους θεατές τούς ζητά να του δώσουν το βραβείο, αναφέροντας τα οφέλη που οι Νεφέλες θα τους παρέχουν ως αντάλλαγμα, αλλά και τις συμφορές που θα πάθει όποιος θνητός τις προσβάλλει, αυτές που είναι θεές. Ανάμεσα στα άλλα, λένε (στ. 1126-1127):
Ἢν δὲ πλινθεύοντ’ ἴδωμεν, ὕσομεν καὶ τοῦ τέγους
τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις συντρίψομεν.
Και αν τον δούμε να φτιάχνει πλίθρες, θα κατεβάσουμε βροχή
και της στέγης του το κεραμίδι με χαλάζι ολοστρόγγυλο
συντρίμμια θα το κάνουμε.
Στην αρχαιότητα ήταν περίφημοι οι δύο παρακάτω στίχοι από το ποίημα του Ησιόδου Ἔργα καὶ Ἡμέραι που έγιναν παροιμιώδεις και υπαινίσσονται τον ανταγωνισμό και την έριδα που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων (25-26):
Καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων,
καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ.
Κι ο κεραμέας τα βάζει με τον κεραμέα και με τον ξυλουργό ο ξυλουργός,
κι έχει ο φτωχός ζήλεια για τον φτωχό και ο τραγουδιστής
για τον τραγουδιστή.
Και η παρέλαση των λέξεων του παρόντος άρθρου κλείνει με το ρήμα ῥίπτω (→ μεσαιων. ρίκτω → ρίχνω). Παράγωγα: ῥῖψις-εως, ὁ ῥίψασπις-ιδος (← ῥίπτω + ἀσπίς)= αυτός που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, ο δειλός, ῥιπή= η δύναμη με την οποία φέρεται πράγμα που ρίπτεται, τα σύνθετα καταρρίπτω, ἀναρρίπτω= ρίχνω προς τα πάνω, ἀπορρίπτω, ἐπιρρίπτω, ῥιψοκίνδυνος-ον (← ῥίπτω + κίνδυνον=διακινδυνεύω παράτολμα, αψηφώ τον κίνδυνο)= ο ριπτόμενος στον κίνδυνο, ο παράτολμος, ῥιψοκινδυνεύω, η φράση ἀναρρίπτω κίνδυνον που προέρχεται από το παιχνίδι των κύβων, των ζαριών,11 και σημαίνει επίσης εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, διακινδυνεύω. Εξού και η φράση που έμεινε παροιμιώδης ὁ κύβος ἐρρίφθη= πάρθηκε η κρίσιμη απόφαση, μετάφραση της λατινικής alea jacta est, που είπε ο Καίσαρας, όταν το 49 π. Χ. αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα ποταμό με τον στρατό του για να ανατρέψει τον Πομπήιο.
Κύβοι: Ζάρια από πηλό και χαλκό (580-570 π. Χ.)
Στη ραψωδία Ο της Ἰλιάδος και ενώ η μάχη μεταξύ των Αχαιών και των Τρώων είναι αμφίρροπη, ο Ποσειδώνας παίρνει τη μορφή τού Κάλχα και εμψυχώνει τους πρώτους να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ο Δίας τότε τού στέλνει οργισμένος την ΄Ιριδα με την εντολή να αφήσει αμέσως το πεδίο τής μάχης και να επιστρέψει στα θαλασσινά του δώματα. Η ΄Ιριδα σπεύδει στην Τροία (στ.170-173):
ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα
ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο,
ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο ὠκέα Ἶρις,
ἀγχοῦ δ’ ἱσταμένη προσέφη κλυτὸν ἐννοσίγαιον·
Και όπως όταν πέφτουν απ’ τα σύννεφα τούφες χιονιού ή παγερό
χαλάζι κάτω απ’ την ορμή12 τού αιθερογέννητου Βοριά,
έτσι ορμητικά με προθυμία πετούσε η ΄Ιριδα η γοργή,
και σαν ήρθε και στάθηκε κοντά, είπε στον ξακουστό τον κοσμοσείστη·
Παραμένουμε στην ατμόσφαιρα του Τρωικού πολέμου, αλλά αυτή τη φορά μέσα από το δράμα Ρῆσος, που θεωρείται νόθο έργο τού Ευριπίδη. Ο ΄Εκτορας αποφασίζει να επιτεθεί μες στη νύκτα κατά των Αχαιών, αλλά μετά από την παρέμβαση του Αινεία δέχεται την υπόδειξή του να σταλεί κάποιος κατάσκοπος στα καράβια των Ελλήνων. Δέχεται ο Δόλων λέγοντας (στ. 154-157):
Ἐγὼ πρὸ γαίας τόνδε κίνδυνον θέλω
ῥίψας κατόπτης ναῦς ἐπ’ Ἀργείων μολεῖν,
καὶ πάντ’ Ἀχαιῶν ἐκμαθὼν βουλεύματα
ἥξω·
Εγώ για τον τόπο μου, αυτόν τον κίνδυνο αψηφώντας
θέλω κατάσκοπος να πάω στα πλοία των Αργείων,
κι αφού μάθω καλά όλα τα σχέδια των Αχαιών,
πίσω θε να γυρίσω·
Τελειώνουμε με δύο αποσπάσματα από τα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντος, έργο στο οποίο ο Αθηναίος ιστορικός υπερασπίζεται τη μνήμη τού δασκάλου του, του Σωκράτη, καταγράφοντας συζητήσεις και επεισόδια από τη ζωή τού φιλοσόφου. ΄Ετσι, στο θέμα των σαρκικών ηδονών καταθέτει τη μαρτυρία του ότι η προτροπή τού Σωκράτη ήταν η αποχή από αυτές. Θυμάται, μάλιστα, ότι κάποτε, όταν ο Σωκράτης έμαθε ότι ο Κριτόβουλος, ο γιος τού Κρίτωνος, είχε ερωτευθεί τον ωραίο γιο τού Αλκιβιάδη, τον ρώτησε (Α ΙΙΙ,9):
Εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ Κριτόβουλον ἐνόμιζες εἶναι τῶν σωφρονικῶν
ἀνθρώπων μᾶλλον ἢ τῶν ἀνοήτων τε καὶ ῥιψοκινδύνων;
Πες μου, είπε, Ξενοφώντα, εσύ δεν θεωρούσες ότι ο Κριτόβουλος
ανήκει μάλλον στους σώφρονες ανθρώπους παρά στους ανόητους
και ριψοκίνδυνους;
Για να αναπτύξει, στη συνέχεια, ο Σωκράτης το πόσο και γιατί είναι ριψοκίνδυνο να ερωτευθεί κανείς, αφού χάνει τη σωφροσύνη του.
Και όταν αργότερα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη στρατηγική τέχνη, ο Σωκράτης επισημαίνει την αξία τού να έχει γνώση τής τακτικής ο στρατηγός στον πόλεμο ⸺ μολονότι κρίνει πως η τακτική αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος τής όλης στρατηγικής τέχνης ⸺ με μία παρομοίωση που περιέχει τη θεματική φράση τού παρόντος άρθρου μας (Γ Ι, 7-8):
Καλὸν δὲ καὶ τὸ τακτικὸν εἶναι· πολὺ γὰρ διαφέρει στράτευμα
τεταγμένον ἀτάκτου, ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ
κέραμος ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν, ἐπειδὰν
δὲ ταχθῇ κάτω μὲν καὶ ἐπιπολῆς τὰ μήτε σηπόμενα μήτε τηκόμενα,
οἵ τε λίθοι καὶ ὁ κέραμος, ἐν μέσῳ δὲ αἵ τε πλίνθοι καὶ τὰ ξύλα,
ὥσπερ ἐν οἰκοδομίᾳ συντίθεται, τότε γίγνεται πολλοῦ ἄξιον κτῆμα, οἰκία.
Είναι σωστό λοιπόν να γνωρίζει [ο στρατηγός] και την τακτική·
γιατί διαφέρει πολύ στράτευμα τακτικό από άτακτο, όπως ακριβώς
οι πέτρες, οι πλίνθοι και τα ξύλα και τα κεραμίδια όταν είναι μεν
ανάκατα ριγμένα, δεν είναι καθόλου χρήσιμα, όμως εάν μπουν
με τάξη κάτω [στα θεμέλια] και στο πάνω μέρος αυτά που ούτε
σαπίζουν ούτε λιώνουν, δηλαδή και οι πέτρες και τα κεραμίδια,
και ανάμεσα οι πλίνθοι και τα ξύλα όπως ακριβώς συναρμόζονται
στις οικοδομές, τότε γίνεται ένα πολύ αξιόλογο απόκτημα, το σπίτι.