You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη.  ΨΗΦΙΖΩ κ. ά.

Γεωργία Παπαδάκη.  ΨΗΦΙΖΩ κ. ά.

 

Επ’ ευκαιρία των βουλευτικών εκλογών του Μαΐου και ενόψει και των αυτοδιοικητικών του φθινοπώρου, σκεφτήκαμε να ασχοληθούμε με τις λέξεις ψηφίζω-ψῆφος και την ιστορία τους κυρίως στο πλαίσιο του αρχαίου αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος.1

Στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία, τη συμμετοχική, την άμεση, οι αρχές (δικαστές, βουλευτές, άρχοντες, κρατικοί αξιωματούχοι) είναι κληρωτές. Η κλήρωση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας, καθόσον συνιστούσε ασφαλιστική δικλίδα για την αποτροπή της διαφθοράς στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ⸺ οι εκλογές όπως τις γνωρίζουμε εμείς είναι για την αρχαία αντίληψη θεσμός αριστοκρατικός. Ανάδειξη αρχών με εκλογή ίσχυε σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως οι στρατηγοί, οι ταμίες, που ανά πάσα στιγμή ήταν ανακλητοί.

Οι ψηφοφορίες για τη λήψη αποφάσεων γίνονταν ή διά βοής (όπως στους Σπαρτιάτες) ή, όπως στην περίπτωση της Εκκλησίας του δήμου, διά  χειροτονίας, «δι’ ανατάσεως των χειρών». Ψηφοφορίες με ψήφους διεξάγονταν, όπως θα δούμε, στα δικαστήρια για την αθώωση ή την καταδίκη των κατηγορουμένων.

 

Μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγή ερχόμαστε στο ρήμα ψηφίζω, το οποίο έχει περάσει αυτούσιο στη νέα Ελληνική∙ παράγεται από το ουσιαστικό (– θηλυκού και όχι αρσενικού γένους ) ψῆφος,2 που είχε τη σημασία μικρής λείας πέτρας, βότσαλου, και η αρχική έννοιά του είναι υπολογίζω μετρώντας με ψήφους, με λιθαράκια.

Καταρχήν η ψῆφος. Τα μικρά λιθαράκια είχαν διάφορες χρήσεις∙ σε παιχνίδια, στη μαντική, στην αρίθμηση, στην ψηφοφορία.   Στα Γεωγραφικά τού Στράβωνα (2.3.4) διαβάζουμε ότι κάποιος Εύδοξος Κυζικηνός, στα χρόνια της βασιλείας του Ευεργέτη τού Β΄ στην Αίγυπτο (146-117 π. Χ.), στάλθηκε από τον βασιλιά στην Ινδία και επέστρεψε έχοντας φορτωμένα στο πλοίο του αρώματα και πολύτιμους λίθους, από τους οποίους

τοὺς μὲν καταφέρουσιν οἱ ποταμοὶ μετὰ τῶν ψήφων, […]

άλλους τους κατεβάζουν οι ποταμοί μαζί με τα χαλίκια, […]

 

Και για την αρίθμηση, τους υπολογισμούς με μικρά λιθαράκια, ο Ηρόδοτος, στο κεφάλαιο των Ιστοριών του όπου εκθέτει την ιστορία της Αιγύπτου, γράφει (ΙΙ,36):

     Γράμματα γράφουσι καὶ λογίζονται ψήφοισι Ἕλληνες μὲν ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν

    ἐπὶ τὰ δεξιὰ φέροντες τὴν χεῖρα, Αἰγύπτιοι δὲ ἀπὸ τῶν δεξιῶν ἐπὶ τὰ ἀριστερά∙ 

 

   Οι ΄Ελληνες γράφουν τα γράμματα και λογαριάζουν με χαλίκια3 κινώντας

το χέρι από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ οι Αιγύπτιοι από τα δεξιά προς

τα αριστερά∙

΄Οσον αφορά στο ρήμα ψηφίζω με την κυριολεκτική σημασία του, το παρουσιάζουμε εδώ όπως απαντά σε ένα επίγραμμα του σατιρικού ποιητή Λουκίλλιου (περ. 59-139 μ. Χ.), όπου χλευάζεται ο φιλάργυρος ανθρώπινος τύπος. Ο επιγραμματοποιός επινοεί τον σπαγκοραμμένο Ερμοκράτη, ο οποίος πεθαίνοντας όρισε με διαθήκη κληρονόμο τον εαυτό του, και συνεχίζει (Παλατινή Ανθολογία ΧΙ, 171):

                          Ψηφίζων δ’ ἀνέκειτο πόσον δώσει διεγερθείς

                          ἰητροῖς μισθοῦ καί τί νοσῶν δαπανᾷ∙ […]

 

Και γερμένος υπολόγιζε, σαν σηκωθεί, πόσα θα δώσει στους γιατρούς

για αμοιβή και πόσα όντας άρρωστος θα δαπανήσει∙ […]

 

Συχνότερη είναι η χρήση τού ρήματος στη Μέση Φωνή με τη σημερινή έννοια: ψηφίζομαι= δίνω την ψήφο μου, εκφράζω τη γνώμη μου ρίχνοντας λιθαράκι μέσα σε ειδικό σκεύος και κατ’ επέκταση, αποφασίζω κατόπιν ψηφοφορίας.

Ο Θουκυδίδης καταγράφει ως εξής την ιστορική απόφαση των Αθηναίων να εκστρατεύσουν στη Σικελία (Ζ 8, 2):

Καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκκλησίαν ποιήσαντες καὶ ἀκούσαντες τῶν τε Ἐγεσταίων

  καὶ τῶν σφετέρων πρέσβεων [] ἐψηφίσαντο ναῦς ἑξήκοντα πέμπειν ἐς

  Σικελίαν καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας Ἀλκιβιάδην τε τὸν Κλεινίου καὶ

  Νικίαν τὸν Νικηράτου καὶ Λάμαχον τὸν Ξενοφάνους, […]

 

Και οι Αθηναίοι, αφού συγκάλεσαν την Εκκλησία του δήμου και άκουσαν

τους πρέσβεις των Εγεσταίων4 και τους δικούς τους πρέσβεις5 […]

αποφάσισαν με ψηφοφορία να στείλουν εξήντα πλοία στη Σικελία

υπό τους στρατηγούς Αλκιβιάδη, τον γιο τού Κλεινίου, τον Νικία, τον γιο

τού Νικηράτου, και τον Λάμαχο, τον γιο τού Ξενοφάνους, δίνοντάς τους

απόλυτη πληρεξουσιότητα, […]

 

Η διαδικασία της ψηφοφορίας με ψῆφον στα αθηναϊκά δικαστήρια6  παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αρχικά, τον 5ο αι. π. Χ., καθένας από τους  δικαστές άφηνε ένα χαλίκι (ψῆφον) ή ένα κοχύλι στη μία από τις δύο υδρίες που υπήρχαν μπροστά τους. Στη μία έριχναν τις αθωωτικές ψήφους για τον κατηγορούμενο, στην άλλη τις καταδικαστικές. Τον 4ο αι. άλλαξαν το σύστημα∙ κάθε δικαστής έπαιρνε δύο ψήφους που είχαν τη μορφή χάλκινων δισκαρίων  με έναν άξονα στο μέσον, ο οποίος προεξείχε και από τις δύο πλευρές. Ο άξονας της αθωωτικής ψήφου ήταν συμπαγής, της καταδικαστικής κοίλος ⸺ έχουν βρεθεί μερικά δισκάρια που χρησιμοποιήθηκαν στα αθηναϊκά δικαστήρια και φέρουν την επιγραφή ψῆφος δημοσία. Στο βήμα τοποθετούνταν δύο καδίσκοι ή υδρίες, μπροστά από τις οποίες περνούσαν οι δικαστές, κρατώντας τον άξονα ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα για να διασφαλίζεται η μυστικότητα της ψηφοφορίας. Ο κάθε δικαστής έριχνε στην πρώτη υδρία την έγκυρη ψήφο, την καταδικαστική ή την αθωωτική, και στη δεύτερη την άκυρη που του είχε απομείνει.

 

Χάλκινες ψήφοι που χρησιμοποιήθηκαν στα αθηναϊκά δικαστήρια και φέρουν την εγχάρακτη επιγραφή ” ψήφος  δημοσία”

 

Και ενώ η λέξη ψῆφος επιβίωσε μέσα στους αιώνες με αδιαφοροποίητο μορφολογικά τύπο και με τη σημασία την ψηφοφορική, δεν συνέβη το ίδιο με το όνομα () κύαμος, που δηλώνει το όσπριο το γνωστό μας στη νεοελληνική με τη λέξη «κουκί», λέξη που αντικατέστησε το κύαμος. Ωστόσο διατηρήθηκε η ανάμνηση της χρήσης τού κυάμου ως ψήφου, χρήση που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα στην εκλογή διά κλήρου διαφόρων αρχόντων, όπως των μελών της Βουλής των 500,7 τῆς ἀπὸ κυάμου λεγομένης (οι άρχοντες οι εκλεγμένοι με αυτόν τον τρόπο ονομάζονταν κυαμευτοί, σε αντίθεση με τους χειροτονητούς, τους εκλεγόμενους διά χειροτονίας). Συγκεκριμένα, για την κλήρωση των βουλευτών έβαζαν σε μία υδρία πινακίδια με τα ονόματα των υποψηφίων και σε μία άλλη κουκιά άσπρα και μαύρα. Τα άσπρα ήταν τόσα, όσα οι βουλευτές που έπρεπε να εκλεγούν. Τραβούσαν ταυτόχρονα ένα όνομα και ένα κουκί και, εάν το κουκί ήταν άσπρο, αυτός που την ίδια στιγμή είχαν τραβήξει το όνομά του εκλεγόταν.

Εξ αυτού σήμερα το κουκί σημαίνει λαϊκότροπα «ψήφος», και το επίρρημα «μονοκούκι» την καθολική προτίμηση από όλους τους ψηφοφόρους μιας περιοχής ενός μόνο υποψηφίου. Αλλά και η φράση «κουκιά μετρημένα» παραπέμπει στη μέτρηση κυάμων-ψήφων. 

Ολοκληρώνουμε τον περί κυάμου λόγο με τον αινιγματικό αφορισμό που αποδίδεται στον Πυθαγόρα∙ τον παραθέτει ο Πλούταρχος στο Περὶ παίδων ἀγωγῆς 17 δίνοντας και τη δική του εξήγηση:

«Κυάμων ἀπέχεσθαι», ὅτι οὐ δεῖ πολιτεύεσθαι∙ κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν

 ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι δι’ ὧν πέρας ἐπετίθεσαν ταῖς ἀρχαῖς. 

 

 «Μακριά από τα κουκιά»,8 ότι δηλαδή δεν πρέπει κανείς να πολιτεύεται∙

γιατί προγενέστερα με κουκιά γίνονταν οι ψηφοφορίες με τις οποίες

ανελάμβαναν την εξουσία οι αρχές της πολιτείας.

 

 

Για το τέλος αφήσαμε τον όρο κάλπη ή κάλπις-ιδος, που αναφέρεται σε αγγείο όμοιο με υδρία, μέσα στο οποίο εναπόθεταν την τέφρα των καμένων νεκρών. Αργότερα, όμως, την ελληνορωμαϊκή εποχή και στον διάλογο Ερμότιμος του Λουκιανού,9 του ευφάνταστου σκώπτη Σύρου συγγραφέα, συναντούμε τη λέξη συνδεδεμένη με τη διαδικασία της ψηφοφορίας, σημασία που διατηρεί μέχρι σήμερα.

Σε κάποιο σημείο του διαλόγου, ο ένας από τους δύο συνομιλητές, ο Λυκίνος, περιπαίζοντας τον Ερμότιμο για την αγωνία του να ανακαλύψει ποιο απ’ όλα τα φιλοσοφικά δόγματα είναι το καλύτερο για να το ασπαστεί,10 του προτείνει, όπως λέει, τον πιο εύκολο τρόπο (Κεφ. 57):

[…] ἐς κάλπιν ἐμβαλὼν γραμμάτια ἔχοντα τῶν φιλοσόφων ἑκάστου τοὔνομα

  κέλευε παῖδα τῶν ἀνήβων ἀμφιθαλῆ τινα, προσελθόντα πρὸς τὴν κάλπιν,

  ἀνελέσθαι ὅ τι ἂν πρῶτον ὑπὸ τὴν χεῖρα ἔλθῃ τῶν γραμματίων, καὶ τὸ λοιπὸν

  κατὰ τὸν λαχόντα ἐκεῖνον, ὅστις ἂν ᾖ, φιλοσόφει. 

                                                  

[…] σαν βάλεις μέσα σε μια κάλπη γραπτούς κλήρους που έχουν πάνω τους

το όνομα καθενός από τους φιλοσόφους, πρόσταζε ένα παιδαρέλι ανήλικο

με ζωντανούς και τους δυο γονείς του11 να πλησιάσει στην κάλπη και να

τραβήξει όποιον γραπτό κλήρο πιάσει πρώτο στο χέρι του, κι έτσι του λοιπού

να φιλοσοφείς σύμφωνα με εκείνον που έλαχε να κληρωθεί, όποιος κι αν είναι.

                                                                                    Κάλπις 460-450 π. Χ.

 

Εμείς, πάντως, έχοντας στον νου τη βασική

έννοια της κάλπης, τη βλέπουμε κάθε φορά

στις εκλογές ως …τεφροδόχο των ηττημένων.

 

 

 

1)Το άρθρο γράφτηκε λίγο μετά τις βουλευτικές εκλογές και πριν ενσκήψει  ο εφιάλτης των ολέθριων πυρκαγιών, εφιάλτης που μεταλλάχθηκε στην ασύλληπτη κατακλυσμιαία θεομηνία ετούτων των ημερών.

2)Ομόρριζα: ψηφίς-ῖδος, ψήφισμα, ψηφίον (υποκοριστικό τού ψῆφος= μικρό λιθαράκι, χαλικάκι. Μεσαιωνική και νεότερη σημασία = σημείο που παριστάνει αριθμό ή γράμμα του αλφαβήτου ), ψηφοφορέω-ῶ (← ψῆφον +φέρω ), ψηφοφορία, ψηφιδωτό= παράσταση ή σχέδιο φτιαγμένο με πολύ μικρές χρωματιστές πέτρες, ψηφίδες, συναρμολογημένες και συγκολλημένες επάνω σε μία επιφάνεια, ψηφοθέτης= αυτός που κατασκευάζει ψηφιδωτά, ψηφοθηρία κ. ά.

3)Η έκφραση του πρωτοτύπου ψήφοις λογίζομαι σημαίνει υπολογίζω με ακρίβεια, σε αντίθεση με το ἀπὸ χειρὸς λογίζομαι, που έχει την έννοια του πρόχειρου, του κατά προσέγγιση υπολογισμού.

4)Η ΄Εγεστα της Σικελίας έδωσε την αφορμή στους Αθηναίους να εκστρατεύσουν στη Σικελία, επέμβαση που εντασσόταν στη γενικότερη επεκτατική πολιτική της Αθήνας προς τη Δύση. Οι Εγεσταίοι ήταν σύμμαχοι των Αθηναίων και το 416 π. Χ. ενεπλάκησαν σε πόλεμο με τους γειτόνους τους Σελινουντίους. Τότε ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι, παρά τις αντιρρήσεις του συνετού Νικία, πείσθηκαν στα λόγια του φιλόδοξου Αλκιβιάδη, ο οποίος θεώρησε μοναδική ευκαιρία να καταλάβουν ολόκληρη τη Σικελία.

5)Οι Αθηναίοι είχαν στείλει πρέσβεις στην ΄Εγεστα για να εξακριβώσουν ιδίοις όμμασιν την κατάσταση του πολέμου με τους Σελινουντίους.

6)Η Αθήνα είχε πολλά δικαστήρια. Για την Ηλιαία, το λαϊκό αθηναϊκό δικαστήριο με τα διάφορα τμήματα, το οποίο εκτός από τις δίκες φόνου δίκαζε σχεδόν όλες τις άλλες υποθέσεις, βλ. άρθρο μας με θέμα τη λέξη Νυστακτής (13/10/2019).

7)Για τη Βουλή των 500 βλ. κείμενό μας με θέμα: Η λογοδοσία των αρχόντων στην αρχαία Αθήνα (2/6/2019).

8)Γενικότερα, βέβαια, μαρτυρείται ότι οι Πυθαγόρειοι έτρωγαν κυρίως λαχανικά, με εξαίρεση τα κουκιά, σύμφωνα με τις εντολές του διδασκάλου τους. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες ήδη στις αρχαίες πηγές για την τροφική αυτή απαγόρευση  του Πυθαγόρα, εκτός της παραπάνω του Πλουτάρχου. Ας σημειώσουμε εδώ ότι τα κουκιά ήταν απαγορευμένη τροφή και στη θρησκεία της θεάς Δήμητρας, για κάποια άγνωστη ιερή αιτία. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχε κάποιος μυστικιστικός λόγος που δεν τολμά να αποκαλύψει, καθότι τον αποκάλυπταν μόνο στους μυημένους στα μυστήρια της θεάς. Το μόνο γνωστό σχετικό στοιχείο από  τον μύθο της Δήμητρας και της Κόρης είναι ότι, ενόσω η Περσεφόνη κατοικούσε στον ΄Αδη και η Δήμητρα δεν μπορούσε να τη δει, η γη δεν επιτρεπόταν να καρποφορήσει, και εντούτοις φύτρωναν τα κουκιά, ένα χθόνιο δώρο, και αυτό πίκραινε τη θεά περισσότερο. Το χθόνιο στοιχείο των κουκιών εντοπίζεται σε διάφορες αρχαίες κοινωνίες, οι οποίες είχαν την αντίληψη ότι τα κουκιά ανήκαν στους θεούς και τα πνεύματα του κάτω κόσμου και τα συνέδεαν με την ψυχή. Μάλιστα, σύμφωνα με πανάρχαιες αιγυπτιακές παραδόσεις, τα κουκιά είναι τα φυτά στα οποία έρχονται οι ψυχές κατά την περιπλάνησή τους στον κόσμο. Πιθανώς λοιπόν τέτοιου είδους δοξασίες να μπόλιασαν το δόγμα της μετεμψύχωσης που εισήγαγε ο Πυθαγόρας, ενστερνιζόμενος εξ αυτού και την αποχή από τα κουκιά.

9)Για τον σπουδαίο αυτόν φιλοσοφικό διάλογο του Λουκιανού έχουμε ξαναμιλήσει στο κείμενό μας με θέμα τις φράσεις « ΄Ανθρακες ο θησαυρός ⸺ Περί όνου σκιάς» (10/12/2018).

10)Ο Λουκιανός ελέγχει αυστηρά τις φιλοσοφικές σχολές και τις διδασκαλίες τους και είναι λάβρος επικριτής των υποκριτών φιλοσόφων της εποχής του.

11) Ἀμφιθαλῆ στο πρωτότυπο (← ἀμφί = εκατέρωθεν, και από τα δύο μέρη + θάλλω= ακμάζω, ευτυχώ. Ἀμφιθαλές, συνεπώς, είναι το παιδί που ευτυχεί έχοντας ζωντανούς και τους δύο γονείς του ⸺ άλλη μία ωραιότατη λέξη της αρχαίας Ελληνικής, και εύηχη και με πρωτότυπη εννοιολογικά σύνθεση). Αυτά τα παιδιά θεωρούνται στους αρχαίους χρόνους, όπως και κατά τη λαϊκή μας παράδοση, ότι φέρνουν τύχη.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.