Άγνωστη διεύθυνση
Αφιερωμένο σε όσους περίμεναν
κάποιον να γυρίσει
από κάποιο μέτωπο πολέμου και δεν γύρισε.
Το βράδυ αυτό, ενώ έξω ο αέρας φυσάει, ο μικρός Ζακ έχει πάρει μια απόφαση. Πάνε μέρες που το σκέπτεται και επιτέλους είναι αποφασισμένος να τo πραγματοποιήσει. Θα γράψει ένα γράμμα, ένα μεγάλο γράμμα στο μπαμπά, αφού έχει τόσα πράγματα να του πει. Ο Μπομπ και η Λιζέτ κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο. Η μαμά στην κρεβατοκάμαρά, της δύσκολα την παίρνει ο ύπνος. Ο Ζακ έχει καθίσει στην πολυθρόνα του μπαμπά μπροστά στο παλιό γραφείο. Το χαρτί είναι του μπαμπά και η πένα επίσης και το μελάνι. Ο Ζακ νιώθει ελαφρά συγκινημένος. Τι θα διηγηθεί του μπαμπά; Η μαμά δεν θέλει, δεν επιτρέπει να του γράψει. Μέρες και μέρες προσπαθεί να τον πείσει να μην κάνει τέτοιο πράγμα. «Ο μπαμπάς βρίσκεται πολύ μακριά», του έχει πει. «Ποιος ξέρει αν θα φτάσει το γράμμα. Είναι καλύτερα να περιμένεις λίγο». Ο Ζακ όμως επανέρχεται στο θέμα κάθε μέρα, κάθε νύχτα. «Μαμά, θα μπορέσω σήμερα να γράψω στο μπαμπά;» Και σήμερα, επιτέλους, η μαμά περιέργως έχει σωπάσει. Δεν απαντάει και όταν την ξαναρωτάει φεύγει σιωπηλή για την κάμαρά της. Ο Ζακ ερμηνεύει αυτή τη σιωπή της μαμάς σαν μια σιωπηλή άδεια. Και κάπως έτσι αρχίζει να γράφει:
«Αγαπημένε μου μπαμπά
Ξέρω ότι βρίσκεσαι πολύ μακριά, στην Αμερική. Γιατί η μαμά μιλάει πάντα για τη χώρα που ήσουν παλιά. Μας λέει πως είναι πολύ όμορφη, πολύ μεγάλη, έχει πάντα ήλιο, δέντρα, λουλούδια και φρούτα και ότι ο ουρανός αυτής της χώρας είναι πολύ γαλανός. Η μαμά λέει επίσης ότι εκεί δεν έχει πόλεμο, ούτε στρατιώτες. Είναι αλήθεια; Τα αδέλφια μου και εγώ δεν την πιστεύουμε.
Εσύ όμως θα μπορούσες να μας γράψεις, ακόμα κι αν δεν ήταν παρά ένα γραμματάκι πολύ σύντομο, και να μας το έστελνες με κάποιον καλό φίλο που δεν θα το έχανε και δεν θα άφηνε να το δει κανείς και να μας τα διηγιόσουν όλα, να μας έλεγες τα πάντα ότι εκεί δεν έχει πόλεμο ούτε στρατιώτες. Θα σε πίστευα, ναι μπαμπά, σου ορκίζομαι ότι θα το πίστευα και αυτό με τα δέντρα και αυτό με τα φρούτα και αυτό για τον ουρανό.
Γιατί εσύ μόνο ξέρεις πώς είναι η μαμά. Ζει λέγοντάς μας παραμύθια, ιστορίες, θρύλους και γι’ αυτό νομίζω κάποιες φορές ότι το ταξίδι σου και η Αμερική και αυτή η χώρα που ζεις και τα θαυμαστά πράγματα και όσα μας λέει είναι ψέματα. Αλλά πάλι… Πιστεύω πως ναι είναι αλήθεια και μου δίνει μεγάλη χαρά να φαντάζομαι ότι υπάρχουν διαφορετικές χώρες, μεγάλες, απέραντες και ότι σε μια από αυτές βρίσκεσαι εσύ, μας σκέφτεσαι, δουλεύεις, μας περιμένεις αγοράζοντας πράγματα για όταν μπορέσουμε να έρθουμε να σε βρούμε. Η μαμά λέει ότι, ναι, θα έρθουμε να σε δούμε. Αλλά πότε; Την ρώτησε μια μέρα η Λιζέτ και η μαμά δεν θέλησε να της απαντήσει, έμεινε σιωπηλή και αμέσως έβαλε τα κλάματα. Σε σένα δεν αρέσει να κλαίει η μαμά. Αλήθεια δεν είναι μπαμπά; Η Λιζέτ όμως την ρώτησε και πάλι και η μαμά δεν της απάντησε και συνέχισε να κλαίει. Και εγώ, χωρίς να ξέρω γιατί, ήμουν έτοιμος να αφήσω τα δάκρυά μου να κυλήσουν. Θυμήθηκα όμως εσένα, τι όμορφος που ήσουν με την ωραία σου στολή του αξιωματικού με τα χρυσά κουμπιά, τη μέρα που μας χαιρέτησες για να φύγεις για τον πόλεμο. Ένιωσα περήφανος έτσι, πολύ χαρούμενος και δεν έκλαψα. Όμως πες μου μπαμπά. Γιατί δεν μπορούμε να έρθουμε γρήγορα εκεί που βρίσκεσαι; Θέλω πάρα πολύ να ταξιδέψω και ο Μπόμπ και η Λιζέτ επίσης. Επιπλέον πάνε τέσσερα χρόνια που δεν σε έχουμε δει. Η τελευταία φορά ήταν στο νοσοκομείο όταν γύρισες από το πεδίο της μάχης. Ήσουν εκεί σε ένα κρεβάτι, αδύνατος, χλομός, πολύ κουρασμένος σαν να είχες υποφέρει πολύ. Ήρθαμε όλοι. Η μαμά σε αγκάλιασε και μετά σήκωσε στα χέρια το μικρό Μπόμπ για να μπορέσει να σε φιλήσει χωρίς εσύ να μετακινηθείς. Ο Μπόμπ σε φίλησε στο μοναδικό μέρος του προσώπου που φαινόταν μέσα από τις λευκές γάζες και τους επιδέσμους. Έμοιαζες παραμορφωμένος, όμοιος με τους ηθοποιούς του θεάτρου που εκεί τους βλέπουμε τόσο διαφορετικούς απ’ ό,τι φαίνονται στο δρόμο. Τα χέρια σου, τα μπράτσα σου ήταν ακίνητα πάνω στα σεντόνια. Στη δεξιά παλάμη σου είχες – την έχεις ακόμα;- την αλυσίδα του μαχητή από την οποία κρεμόταν η ταυτότητά σου. Με διασκέδασε που έπαιξα με την ταυτότητα και έμαθα απέξω τον κωδικό. Θα σου τον πω: «1405. Κλάση Δευτέρα». Αυτός δεν είναι; Σωστός δεν είναι; Τον αριθμό και την φράση που είναι μετά τα επαναλαμβάνω κάθε μέρα, κάθε νύχτα. Ξαφνικά, χωρίς να ξέρω πώς, μου έρχονται στο μυαλό και φτάνουν ως τα χείλια μου και δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να μην τα πω και δυνατά. Ένα από αυτά τα βράδια μαζευτήκαμε όλοι στο γραφείο σου γύρω από τη μαμά γιατί έκανε πολύ κρύο. Η καμινάδα έχει πάθει ζημιά και εκτός αυτού δεν έχουμε και με τι να ανάψουμε φωτιά. Σκεφτόμουν το σχολείο στο οποίο δεν ξαναπήγα. Σκεφτόμουν τον καθηγητή της Ιστορίας που ήταν τόσο σοβαρός και που τον φοβόμασταν πολύ όλοι οι μαθητές. Σκεφτόμουν όμως με αγάπη το μορφή του, τα κοστούμια του, τα λόγια του με τα οποία άρχιζε πάντα το μάθημα: «Αγαπητοί φίλοι, η Ιστορία είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια για τους ανθρώπους…». Σε μια στιγμή σβήστηκε το πρόσωπο του δασκάλου και εξαφανίστηκε το κοστούμι του, ξέχασα τα λόγια του και άρχισα να λέω, να τραγουδώ μια, δυο, τρεις, πολλές φορές με τη μελωδία του ύμνου του Σχολείου μας: «1405. Κλάση Δευτέρα». Ο Μπόμπ ενθουσιάστηκε και άρχισε να τραγουδάει το ίδιο, μετά και η Λιζέτ. Ακριβώς σαν το ρεφραίν του ύμνου.
Κάναμε χορωδία και πάνω στο καλύτερο, όταν πια τραγουδούσαμε ευτυχισμένοι, η μαμά σηκώθηκε από την καρέκλα της, έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της και βγήκε από το δωμάτιο. Σωπάσαμε. Εγώ έτρεξα ξωπίσω της και την βρήκα στο κρεβάτι, στο κρεβάτι σου, με το πρόσωπό της στα μαξιλάρια. Το χτένισμά της είχε χαλάσει και τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Ο Μπόμπ και η Λιζέτ άρχισαν πάλι το τραγούδι και οι φωνές τους, που επαναλάμβαναν τον αριθμό της στρατιωτικής σου ταυτότητας και την κλάση σου, έφταναν μέχρι την κάμαρά της. Η μαμά σήκωσε το κεφάλι, σκούπισε με τα χέρια τα μάτια της και μου είπε με μια φωνή που δεν γνώριζα : «Πες τους να πάψουν! Να πάψουν! Να πάψουν !».Δεν καταλαβαίνω γιατί η μαμά δυσαρεστήθηκε. Δεν κάναμε τίποτα κακό.
Απλώς σε θυμηθήκαμε και γελούσαμε με το πόσο ωραία ακούγονταν με τη μελωδία του ύμνου οι λέξεις που ήταν γραμμένες στην ταυτότητά σου.
Θα οφείλεται στην τόσο μεγάλη απουσία σου που η μαμά φέρεται έτσι. Aν δεν μπορέσουμε να έρθουμε γρήγορα να συναντηθούμε μαζί σου, γιατί δεν κάνεις μια προσπάθεια να έρθεις εσύ σε μας; Θα ήταν το καλύτερο αν ερχόσουν. Η μαμά θα ήταν ευτυχισμένη και εμείς επίσης. Έτσι θα μπορούσαμε να κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής στην Αμερική όλοι μαζί, πρώτα με το τραίνο και μετά με το πλοίο. Αν ήμουν μαζί σου, εγώ δεν θα φοβόμουν τον πόλεμο ούτε και τα μικρά θα φοβόνταν, σε βεβαιώνω, καθόλου. Λένε πως στο τραίνο και στα πλοία επίσης υπάρχει κίνδυνος, και ότι η θάλασσα είναι γεμάτη νάρκες και για να φτάσει κανείς στην Αμερική πρέπει να κάνει οπωσδήποτε το γύρω του κόσμου, να περάσει από την Αφρική, την Ινδία, από πολλές χώρες που δεν γνωρίζω, που όμως μου αρέσουν και τις έχω τόσο ονειρευτεί, γιατί τις βλέπω εικονογραφημένες με τόσο ωραία χρώματα στο βιβλίο της Γεωγραφίας. Η ακτή της Αφρικής, πρέπει να το γνωρίζεις, είναι γαλάζια όπως γαλάζιος είναι ο ουρανός μας την άνοιξη και πάει πλησιάζοντας προς την Αμερική. Δεν υπάρχει στο χάρτη περισσότερη θάλασσα από ένα δάχτυλο ανάμεσα σε αυτό το σημείο της Αφρικής και στο μέρος που εσύ βρίσκεσαι. Έτσι που δεν θα είναι καν δύσκολο να δώσει κανείς ένα σάλτο. Θα είναι αρκετό με το που θα φτάσουμε εκεί να πεις ευγενικά του καπετάνιου: «Καπετάνιε, κάντε μου παρακαλώ τη χάρη να σταματήσετε το πλοίο σας εκεί στην άλλη μεριά, για να κατέβουμε με την οικογένειά μου». Και ο καπετάνιος θα σε ακούσει γιατί εσύ ήσουν πάντα πολύ ευγενικός με όλον τον κόσμο και έχεις πολλούς φίλους και όλοι σε αγαπούν. Εγώ θα είμαι υπεύθυνος για τον Μπομπ, γιατί είναι μικρός και δεν θα μπορέσει να κατέβει μόνος του τις σκάλες. Η μαμά θα πάρει από το χέρι τη Λιζέτ και συ θα αναλάβεις τις βαλίτσες. Είσαι ο πιο δυνατός και, όπως στις βαλίτσες δεν θα κουβαλήσουμε σχεδόν τίποτα, δεν θα σου είναι δύσκολο. Η μαμά λέει ότι εκεί υπάρχουν τα πάντα, παιγνίδια, βιβλία, ρούχα, μολύβια, τετράδια, θα πακετάρουμε μόνο τα απαραίτητα, ό,τι θα έλεγες και συ, ό,τι θα παράγγελνες και συ, μπαμπά. Ναι, βλέπεις πόσο εύκολο είναι το ταξίδι; Θα είμαι πολύ φρόνιμος, πολύ σοβαρός, θα προσέχω τα αδέλφια μου, τη μαμά φτάνει να το αποφασίσεις. Θα κάνουμε βόλτα στο πλοίο, θα τα κοιτάζουμε όλα με προσοχή, δεν θα αγγίξουμε τίποτα χωρίς την άδειά σου, δεν θα βγαίνουμε στο κατάστρωμα παρά μόνο όταν η θάλασσα είναι ήρεμη και στον αέρα δεν θα πετούν αεροπλάνα. Και εκεί πέρα θα αρχίσω πάλι να μελετώ και δεν θα σε στεναχωρώ άλλο γιατί θα αποδίδω πολύ, ειδικά στην αριθμητική που μου κάνει τόσο κόπο να την καταλάβω. Τώρα σχεδόν δεν μου μένει χρόνος για να κάνω επαναλήψεις, ούτε στη γραμματική ούτε στην παγκόσμια ιστορία, στην οποία θυμάσαι; ήμουν πάντα ο πρώτος στην τάξη. Στην αρχή, φυσικά, δεν θα μπορέσω να είμαι από τους πρώτους, όπως θα ήθελες. Αλλά μη ξεχνάς ότι εκεί μιλούν άλλη γλώσσα και θα πρέπει να την μάθω. Θέλω να σου πω όμως κάτι. Εάν δεν μελετώ σχεδόν καθόλου, δεν είναι από τεμπελιά. Ούτε χάνω το χρόνο μου. Η μαμά με στέλνει κάθε πρωί, πολύ νωρίς, να ψάξω για ψωμί με ένα χαρτάκι στα χέρια, γιατί τώρα δεν αγοράζουμε το ψωμί με χρήματα όπως πριν. Στέκομαι στην ουρά, κάποιες φορές πολύ πίσω, και περιμένω τη σειρά μου μια, δυο μέχρι και τρεις ώρες. Τα πόδια μου παγώνουν και δεν τα νιώθω. Μου φαίνονται σαν να είναι από καουτσούκ. Μπροστά από τη σειρά κόβουν βόλτες κάποιοι μεγαλόσωμοι στρατιώτες με ψηλές μπότες που χτυπούν πάνω στο πεζοδρόμιο. Έχουν σχεδόν όλοι γαλανά μάτια και μαλλιά ανοιχτόχρωμα, τόσο ανοιχτόχρωμα ,τόσο ξανθά όπως ο Μπόμπ. ( Της Λιζέτ λέει η μαμά έχουν σκουρήνει λίγο και της μαμάς, σου το λέω εγώ, έχουν ασπρίσει στους κροτάφους και στο μέτωπο). Οι στρατιώτες μιλούν πολύ άσχημα τη γλώσσα μας και κάθε λίγο κάνουν λάθη. Εμένα με πιάνουν τα γέλια αλλά, καθώς απαγορεύεται να γελάμε μπροστά τους, σφίγγω τα χείλια μου με όλη μου τη δύναμη. Προχωράμε αργά προς το παραθυράκι και συμβαίνει πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, με το που θα φτάσω, το ψωμί να έχει τελειώσει. Γυρίζω τότε στο σπίτι χωρίς τίποτα, με το χαρτάκι στην τσέπη για να το παραδώσω στη μαμά. Ο Μπομπ και η Λιζέτ κλαίνε γιατί δεν έχω φέρει το ψωμί και λένε πως εγώ φταίω. Η μαμά τους ησυχάζει, τους υπόσχεται ότι την επόμενη μέρα η πρόβλεψη θα είναι μεγαλύτερη. Προτείνει να παίξουμε λίγη ώρα και εγώ τους διαβάζω εκείνο το βιβλίο με τις περιπέτειες του Μίκυ Μάους με τα θηρία, αυτό το βιβλίο που εσύ διάβαζες σχεδόν κάθε μέρα στον Μπόμπ και που ήξερες σελίδες ολόκληρες απέξω και που ο Μπόμπ σε έβαζε και το διάβαζες ξανά και ξανά. Όμως ο Μπομπ θυμώνει και η Λιζέτ επίσης. Στο τέλος ηρεμούν, σωπαίνουν. Η Μαμά τους χαϊδεύει, τους κάνει να ξεχνούν, τους τραγουδάει κάτι τραγουδάκια που μιλούν για το καλοκαίρι, για στάχυα, για πεταλούδες. Τέτοιες στιγμές δεν ακούγεται στο σπίτι παρά η φωνή της μαμάς. Ξαφνικά η Λιζέτ την διακόπτει για να πει: «Στο σπίτι του δασκάλου μπήκαν χθες οι στρατιώτες και του πήραν όλα όσα είχε». Η μαμά λέει πως δεν μιλάμε με κανέναν γι’ αυτό και να προσπαθήσουμε να το ξεχάσουμε.
Εγώ δεν καταλαβαίνω τον πόλεμο, μπαμπά. Αν ήσουν εδώ, θα σε ρωτούσα πολλά πράγματα που μου φαίνονται τόσο δύσκολα. Γιατί μας μισούν οι γερμανοί; Γιατί μας αγαπούν οι αμερικάνοι; Γιατί δεν υπάρχει ψωμί στη γειτονιά αφού οι μάχες γίνονται τόσο μακριά; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να έρθουμε εμείς να σε βρούμε; Ή θα γυρίσεις εσύ να μας πάρεις; Αυτό ειδικά δεν το καταλαβαίνω. Έναν μπαμπά τόσο καλό όπως εσύ, δεν έχουν λόγο για να τον εμποδίσουν να κάνει αυτό που θα ήθελε. Εγώ πίστευα ότι οι Πάπες διέταζαν σε όλο τον κόσμο και ότι οι άνθρωποι τους υπάκουαν. Γιατί, δεν είναι αλήθεια ότι αν σε άφηναν, θα γύριζες; Αν δεν μπορείς να έρθεις γρήγορα, σου ζητώ να μου στείλεις ένα πορτρέτο, ένα δικό σου πορτραίτο που να φαίνεται και ένα κομματάκι από τη χώρα που ζεις. Το κουστούμι του στρατιώτη μου άρεσε πολύ, περισσότερο όμως μου άρεσε το πανωφόρι και το κασκόλ που φορούσες το χειμώνα για να βγείτε έξω με τη μαμά, να πάτε στο θέατρο. Θυμάμαι τα χρώματα του κασκόλ και τις βαθιές τσέπες του παλτού μαλακές και ζεστούλες, όπου τη στιγμή που με αποχαιρετούσες έχωνα και τα δυο μου χέρια που ήταν παγωμένα.
Λοιπόν, μπαμπά, δεν σου γράφω περισσότερες κουταμάρες, είναι αργά και νυστάζω πολύ και κάνει τώρα και κρύο πολύ. Θέλω να τελειώσει ο πόλεμος και να έρθεις, να γυρίσεις και να μας πάρεις γρήγορα, πολύ γρήγορα εκεί που βρίσκεσαι τώρα. Θα δώσω αυτό το γράμμα στη μαμά, μια και μου υποσχέθηκε να το στείλει με ένα φίλο που πάει στην Αμερική. Σε φιλώ πολλές φορές, χίλιες φορές,
ο γιός σου Ζακ.
Υ.Γ. Μπαμπά, μην ξεχάσεις το πορτρέτο! Ζ.
Η χειμωνιάτικη νύχτα ήταν , όπως έγραφε ο Ζακ, πολύ κρύα. Η μαμά στην κάμαρά της έπλεκε σιωπηλή, θλιμμένη. Τρεις φορές φώναξε να πάει ο Ζακ στο κρεβάτι της. Όμως εκείνος είχε επιμείνει να τελειώσει το γράμμα για το μπαμπά. Ο Ζακ άρχιζε να γίνεται ένα ανεξάρτητο αντράκι. Με το που τελειώνει το γράμμα το διπλώνει προσεκτικά, βρίσκει κάτι να το τυλίξει και πάνω του γράφει όσο καλύτερα μπορούσε:
« Υπολοχαγόν Πιερ Ντυμπουά»
Μετά κατευθύνεται στην κάμαρα της μαμάς και παραδίνει το μικρό χάρτινο πακέτο. Φιλάει τη μαμά και πηγαίνει στο κρεβάτι του.
Η μαμά έχει στα χέρια της το γράμμα. Τρέμει αλλά δεν είναι από το κρύο. Σφίγγει στο στήθος της με αγάπη τα λεπτά φύλλα χαρτιού στα οποία ο Ζακ έχει γράψει στο μπαμπά. Η μαμά τα ξεδιπλώνει και αρχίζει να διαβάζει . Όμως δεν μπορεί, δεν μπορεί να συνεχίσει γιατί τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα. Να πει στο Ζακ την αλήθεια; Θα αντέξει ο Ζακ την αλήθεια; Τι θα σκεφτεί γι’ αυτήν ,για όλον τον κόσμο, εάν του έλεγε ότι τον έχουν κοροϊδέψει, ότι του έχουν πει ψέματα ότι ο μπαμπάς βρίσκεται στην Αμερική, ότι δεν μπορεί να έρθει να τους βρει, ότι από το μέρος που βρίσκεται κανείς δεν επιστρέφει, ότι είναι νεκρός, ναι, ότι είναι νεκρός; Η μαμά κλαίει με απελπισία. Θα ήθελε να φωνάξει, να φωνάξει πολύ δυνατά, πολύ πολύ δυνατά, να φωνάξει το Ζακ, το Μπομπ και τη Λιζέτ και να τους πει: «Ο μπαμπάς δεν θα ξαναγυρίσει. Ο μπαμπάς δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Ο μπαμπάς είναι νεκρός». Όμως κρατιέται. Καταλαβαίνει ότι η ψευδαίσθηση πως ο μπαμπάς ζει είναι σημαντική για το Ζακ. Σκουπίζει τα δάκρυα που τρέχουν στα μάγουλά της, βάζει τα δυνατά της και αρχίζει να διαβάζει με φωνή που κόβεται από λυγμούς: «Αγαπημένε μου μπαμπά, Ξέρω πως βρίσκεσαι πολύ μακριά…».
Ευμορφία Μαντζαβίνου, Χολαργός 10/1/2021