Στον κόσμο μας δυστοπικά φαινόμενα υπήρχαν πάντα. Βία, σε διάφορα επίπεδα, τάραζε μικρές και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, χώρες, περιοχές, σε όποια κλίμακα και με όποια αφορμή.
Παλιά η πληροφόρηση γι’ αυτά τα γενικευμένα φαινόμενα ή τα μεμονωμένα συμβάντα ήταν πολύ περιορισμένη, οπότε εύκολα οι άνθρωποι τα έκρυβαν στην κλίμακα μιας μικρής κοινωνίας ή τα αγνοούσαν στην μεγάλη κλίμακα του ευρύτερου κόσμου. Σήμερα καλλιεργείται η διασπορά της πληροφορίας σχεδόν ταυτόχρονα με το γεγονός και, από καιρό, «είδηση» αποτελεί το αρνητικό συμβάν κυρίως και σπάνια το θετικό. Αυτή η διαρκής επίθεση αρνητικών ειδήσεων από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης πλήττει τον δέκτη, θέλει δε θέλει. Ο μέσος κάτοικος αυτού του πλανήτη νιώθει σιγά-σιγά ανίσχυρος να αντιδράσει σε όλη την έκταση της δυστοπίας που πέφτει στην αντίληψή του, είτε αυτή συμβαίνει δίπλα του είτε μπαίνει στον ιδιωτικό του χώρο με εικόνα και ήχο από την άλλη άκρη του κόσμου. Ο άνθρωπος νιώθει αποκαμωμένος και ανίσχυρος και παραιτείται από κάθε όραμα και προσπάθεια αντίδρασης, προτάσσοντας την ατομική του επιβίωση ως τη μόνη ρεαλιστική στάση ζωής, που είναι δύσκολη πολύ συχνά και αυτή. Έτσι, ακυρώνεται σταδιακά η υπόστασή του ως κοινωνικό ον και το ανθρωπιστικό ήθος παύει να συνιστά προτεραιότητα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Από καταβολής κόσμου η Τέχνη έπαιζε έναν ουσιαστικό ρόλο υπέρβασης και αντιστάθμισης της δυστοπίας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο όρος «κάθαρση», όπως επικράτησε στην κλασική δραματουργία, είναι ζητούμενο για όλες τις μορφές και τις εκφράσεις της Τέχνης και δεν αφορά μόνο τις τέχνες του λόγου, ακόμη κι αν σ’ αυτές τον οφείλουμε.
Πότε όμως μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της η Τέχνη ως θεραπευτική υπέρβαση απέναντι στην δυστοπία; Πώς η μετουσίωση τραυμάτων μέσα από την Τέχνη είναι αποτελεσματικότερη για μια κοινωνία και για τα άτομα που την απαρτίζουν; Με τον όρο «κάθαρση» σε άλλες εποχές, ίσως να εννοούσαμε το αίσιο τέλος μιας τραγικής υπόθεσης ή την απόδοση δικαιοσύνης σε μίαν ανήθικη συγκυρία. Σήμερα αυτός ο ορισμός μπορεί να μοιάζει απλοϊκά ανεπαρκής, επειδή δεν ανταποκρίνεται στη συνθετότητα της σημερινής πραγματικότητας.
Σήμερα, ίσως η βασική προϋπόθεση της κάθαρσης στην Τέχνη να συμβαίνει σε άλλο επίπεδο. Δηλαδή, στο επίπεδο της αισθητικής αρτιότητας του έργου τέχνης, το οποίο οφείλει να υπερβαίνει σε ποιότητα το βάρος του τραύματος που πραγματεύεται. Και για να το διατυπώσω πιο απλά: Αν το έργο Τέχνης κατορθώνει επίπεδο αισθητικής αρτιότητας τόσο υψηλό ώστε να επιβάλλει την ποιότητά του στο δυστοπικό θέμα του, τότε το μετουσιώνει. Αν δεν έχει αυτό το επίπεδο, τότε αφομοιώνεται με τη δυστοπία και την επιδεινώνει ή την αναπαράγει. Δεν θυμάμαι ποιος μεγάλος φιλόσοφος διατύπωσε κάτι πολύ σχετικό, λέγοντας πως «η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος». Οφείλει να ποιεί Ήθος η Τέχνη εν τέλει, κι αυτό είναι μια ανάγκη ανά τους αιώνες.
Πώς ξεχωρίζουμε, ως αποδέκτες ενός έργου τέχνης και χωρίς μεγάλη αποσκευή γνώσης και εμπειρίας, πότε συμβαίνει η δια μέσου μέσω της τέχνης υπέρβαση; Αν από τη συνάντηση με το έργο τέχνης προκύπτει προβληματισμός σε βάθος και ψυχική ανάταση σε διάρκεια χρόνου, τότε η Τέχνη έχει επιτελέσει το στόχο της. Αν η συνάντηση με το έργο τέχνης αφήνει στον άνθρωπο αμηχανία, θλίψη και ψυχικό βάρος σε ανεπεξέργαστη μορφή, τότε αυτό δεν συνιστά Τέχνη.
Στη συνέχεια ένα μεγάλο θέμα είναι ποια τέχνη προβάλλεται από «θεσμούς και συναφή περιβάλλοντα». Κι αυτή που προβάλλεται, με ποια κριτήρια αξιολογείται και σε ποια από τις δύο παραπάνω κατηγορίες ανήκει. Κι αν, επίσης, η τυχόν επιλεκτική προώθηση έχει και σκοπιμότητα. Αν, δηλαδή, οι «θεσμοί και τα συναφή περιβάλλοντα» υποστηρίζουν μια τέχνη που επιτελεί τον ρόλο της στο κοινωνικό γίγνεσθαι ή μια τέχνη που αποσκοπεί -παράλληλα με πολλές άλλες μεθοδεύσεις – στην κοινωνική αποστέρηση των ανθρώπων από κάθε παρηγορητική διαδικασία και την αποξένωσή τους από κάθε όραμα και κάθε πρόθεση να ενεργήσουν για την ποιοτική αναβάθμιση της ζωής.
Και, πάλι με κριτήριο την προσωπική μου εμπειρία, το έργο τέχνης που υπηρετεί τον αληθινό του στόχο με το ήθος της ποιότητάς του, είναι πολύ συχνά διαισθητικά αναγνωρίσιμο -χωρίς να υπάρχουν προαπαιτούμενα μορφωτικού επιπέδου- από ένα ευρύ κοινό. Επειδή η αρτιότητα ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος σχετίζεται με την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα και την δεξιότητα του δημιουργού του αλλά και με την ανιδιοτελή αγάπη του για τον «άλλον άνθρωπο» στον οποίο απευθύνεται και για τη ζωή στην οποία προσφέρει ως ανάθημα το έργο του.
Πρόσφατα είδα μια παράσταση που αναφερόταν στην ενδοοικογενειακή βία με εμμονική ωμότητα. Μπορεί να χρειάστηκε σκληρή προσπάθεια των συντελεστών για να μεταφέρουν τόση κυνική σκληρότητα στη σκηνή. Αυτό όμως δεν δικαιώνει το έλλειμμά της στο επίπεδο της βαθιάς αγαπητικής λειτουργίας της Τέχνης απέναντι στον θεατή. Αυτή η παράσταση η οποία μου άφησε μίαν επίγευση απελπισίας και ματαιότητας υπήρξε το κίνητρο για να καταγράψω τον προβληματισμό που κινητοποίησε στη σκέψη μου. Και τον μοιράζομαι εδώ συνοπτικά, καθώς υποθέτω ότι δεν είμαι η μόνη που προσδοκά από την Τέχνη τα οφειλόμενα: Ήθος και Υπέρβαση.