χωρίς έρωτα δεν υπάρχει όνειρο
Νικόλαος Κάλας
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έρχεται από μακριά. Συνοδεύει τον Οιδίποδα στον Κολωνό παίζοντας το ρόλο των θυγατέρων του, της Αντιγόνης και της Ισμήνης, για λίγο έστω κι ύστερα από άδεια του Σοφοκλή. Στηριγμένος στη βακτηρία του ο Οιδίπους, ο Εμπειρίκος νέος ποιητής.
«Ήρθε ο καιρός να μάθη ο κόσμος την αλήθεια. Θα σας την πη ένας απλός άνθρωπος των δασών, γέννημα-θρέμμα του Πανός και των Αμαδρυάδων. […] Ουδέποτε θα λησμονήσω την οδυνηράν πορείαν του τυφλού μάρτυρος, που εσύρετο εις το πλευρόν μου. Όταν μου διηγήθηκε, οδυρόμενος το δράμα του που συγκλόνιζε την ψυχήν του, εγώ, ο απλούς άνθρωπος των δρυμών, έχων ως κύριον Θεόν μου και προστάτην τον Πάνα, εδοκίμασα κατ’ επανάληψη να τον παρηγορήσω…».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος έρχεται από τα αρχαία δάση, τους δρυμούς και τον παγανισμό που φωλιάζει μέσα τους. «Καλός τοξότης της Χαβρίας, γινόμενος συνείδησις του κόσμου και εκδικητής και τιμωρός […] εφόνευσα τας τρεις Ευμενίδας».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος τολμά να δικαιολογήσει την αιμομιξία του Οιδίποδα – εν αγνοία του- και τον φόνο του πατέρα του – πάλι εν αγνοία του- γνωρίζοντας ότι από τότε που ο Φρόυντ ανακάλυψε το οιδιπόδειο σύμπλεγμα αυτό πήρε τη θέση του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτός ,«ο της μη συμμορφώσεως άγιος»- όπως λέει σε ένα ποίημά του – καθότι κατά κύριο λόγο εκτός από Ανδριώτης, εκτός από γόνος οικογένειας εφοπλιστών, εκτός από κυνηγός, παγανιστής, Έλλην υπερρεαλιστής, ψυχαναλυτής, μέλος της αμφιλεγόμενης γενιάς του Τριάντα που προσπάθησε να συνδυάσει την ελληνικότητα που κήρυξε ο Περικλής Γιαννόπουλος με τον μοντερνισμό, αποποιούμενη τον Καρυωτάκη και τον σουρεαλισμό, είναι εκτός από όλα αυτά – και ίσως άλλα που ξεχνώ – π ο ι η τ ή ς:
Άνοιξε το στήθος της σα μια βεντάλια και έγειρε την ώρα
Που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μία
οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθη για πάντα
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διψούσε ν’ ανοίξουν τα «διψασμένα στόματα/Να πιουν την λέξι που θ’ ανθήση». Το είπε κι άλλοτε αλλιώς: «Πάρε τη λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος κατάγεται από εκείνη τη γενιά που έζησε τα τρία τέταρτα του ταραγμένου εικοστού αιώνα.
Γεννήθηκε το 1901, στις 2 Σεπτεμβρίου, στη Βραΐλα της νοτιανατολικής Ρουμανίας, λιμάνι στο Δούναβη, και ανήκει στο ζώδιο της Παρθένου. Έζησε δηλαδή τον Εικοστό αιώνα, τον αιώνα των δύο παγκοσμίων πολέμων και ενός ακόμη, του Ψυχρού πολέμου.
Πατέρας του ήταν ο Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος, γόνος παλιάς οικογένειας ναυτικών της Άνδρου, οποίος μαζί με τ’ αδέλφια του ίδρυσε την Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος [1909-35] κι αργότερα άλλες δύο ναυτιλιακές εταιρείες στο Λονδίνο. Δημιούργησε ακόμη μια Ασφαλιστική Εταιρεία και μια Τράπεζα. Και ακόμα ήταν ιδιοκτήτης Μηχανουργείου, Λιγνιτωρυχείου, Ναυπηγείου. Υπήρξε βουλευτής του Βενιζέλου. Παντρεύτηκε τη Στεφανία κόρη του επίσης Ανδριώτη Λεωνίδα Κυδωνιέως και της Σοφίας Κοβαλένκο, Ρωσίδας από το Κίεβο. Από τα τρία αδέλφια του, αγόρια και τα τρία, ο Δημοσθένης πέθανε νωρίς. Οι άλλοι ήταν ο Μαράκης και ο Κίμων.
Δεν ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του σε όλο του το βίο, πόσο μάλλον που υπήρχε εύκρατο έδαφος για κάτι τέτοιο. Βέβαια πριν εκδηλώσει το ενδιαφέρον του πρώτα για την ψυχανάλυση και ύστερα για την ποίηση εργάστηκε ανάμεσα στα 1921 και 1925 στην εφοπλιστική εταιρεία του πατέρα του.
Η μητέρα του πριν συμπληρώσει καλά καλά τα πέντε του χρόνια και ως τα δεκατέσσερα τον πηγαινοφέρνει στους θείους του Πέτρο και Δημήτρη στη Ν. Ρωσία, δηλαδή από το 1905 ως το 1914:
«Το βαπόρι που με μεταφέρει στην Ρωσία, αγκυροβολεί στη Σεβαστούπολι. Ύστερα από μια διαμονή ολίγων ημερών σε αυτή την ωραία πόλι της Κριμαίας αναχωρώ για τα κτήματα που ανήκαν προ της Επαναστάσεως του 1917 στους θείους μου. Το Τσόργκουν, ένα χωριό κατοικημένο κατά το ένα ήμισυ από Τατάρους και κατά το άλλο από Ρώσσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στη μνήμη μου με πλήθος αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας».
Το 1925 όταν δουλεύει κοντά στον πατέρα του πηγαίνουν μαζί στους Αγίους Τόπους.
«Είμαι 3 ετών. Ο πατέρας μου στέκεται όρθιος προ του μεγάλου καθρέπτου εις το σαλόνι της οικίας μας, στην Σύρον, και κρατών εμέ εις τας χείρας του με σηκώνει με ορμήν υψηλά και με καταβιβάζει πάλιν γοργά, επαναλαμβάνων τας κινήσεις αυτάς πολλάς φοράς άνευ διακοπής. Τούτο συνεχίζεται επί πολλήν ώραν, εν μέσω οξυτάτων φωνών αγαλλιάσεως και γαργάρων γελώτων εκ μέρους μου, ενώ ο πατέρας μου, απολαμβάνων την απόλαυσίν μου γελά και αυτός. Το αίσθημα που δοκιμάζω ομοιάζει με εκείνο που αισθάνεται κανείς, όταν τέρπεται εις μίαν αιώραν, ανυψούμενος και κατερχόμενος εναλλάξ με αύξουσαν ολονέν την έντασιν και την ταχύτητα των ωστικών κινήσεων και προς τας δύο κατευθύνσεις».
Αυτή η ηδονική ανάμνηση με ακρίβεια αποτυπωμένη σίγουρα επαναλήφθηκε χρόνια αργότερα, μόνο που στη θέση του γιού βρισκόταν ο μικρός Λεωνίδας [γεν. το 1957], ο μονάκριβος γιός του κι εκείνος έθετε σε κίνηση αυτό το άνω κάτω με μια ταχύτητα που άφηνε αμφιβολίες για το αν ο μπαμπάς ή ο γιος ήταν ανάποδα όπως το είδωλο στον καθρέφτη ή όπως η ανεστραμμένη σελήνη, έτσι καθώς η κούνια πηγαινοερχόταν στα ύπατα ύψη, περνούσε λίγα εκατοστών απόσταση από το έδαφος και ξανανέβαινε ψηλά.
Μόνο ένα παιδί κι ο πατέρας του μπορούσαν να ζήσουν αυτή την ηδονική παιδιά, [δηλαδή ομαδικό παιδικό παίγνιο, σκώμμα, αστειότητα].
Ο πατέρας φαίνεται τότε «όχι μόνον ένα ον ανθρωπίνως θαυμαστόν αλλά αληθινός θεός» που έπαιζε όχι μόνο εκείνον στα χέρια του αλλά ολόκληρο τον κόσμο.
Άλλωστε ήταν κάτι που έφερνε στο νου το τραμπάλισμα του Μεγάλου Ανατολικού πάνω στις ράχες των κυμάτων.
Στροφές στροφάλων
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο [το γιό του]
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές Σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέφηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
[Το ποίημα αυτό το διάβαζα στην κόρη μου πάλι και πάλι κι εκείνη το άκουγε γοητευμένη. Καταλάβαινε ελάχιστα τις λέξεις και τη σύνταξη, αλλά αντραλιζόταν νοητικά, σαν να ανεβοκατέβαινε σε τραμπάλα].
Το 1917 οΑνδρέας τελειώνει το Γυμνάσιο. Επηρεασμένος από τον Τολστόι γίνεται τολστοϊστής –«ένας συναισθηματικά σκεπτόμενος άνθρωπος» και δουλεύει στα κτήματα του πατέρα του:
Αγάπη Αγάπη θρόισμα βαθύφυλλο του Πάνα
Λέων Τολστόι βελανιδιά τετράψηλη προφητική
Στη Γιασνάγια Πολιάνα
«Είμουν παιδί, ζωηρό, ευαίσθητο και πολύ επιρρεπής εις τας ηδονάς».
Θα γράψει τολμηρά ερωτικά ποιήματα, αληθινά ερωτογραφήματα, και φυσικά τον Μεγάλο Ανατολικό, που κατάγεται από τον Ιούλιο Βερν και την Πλωτή Πολιτεία του, η ιστορία του οποίου εκτυλίσσεται πάνω στο μεγαλύτερο πλοίο της εποχής, το Great Eastern, δηλαδή το Μεγάλο Ανατολικό, τον οποίο όμως ο Εμπειρίκος έχοντας διαβάσει τον θείο Μαρκήσιο ντε Σαντ και τα Σόδομα και Γόμορα μετέγραψε τον δικό του Ανατολικό σ’ ένα τολμηρότατο για την εποχή του ερωτογράφημα που δίστασε να τον εκδώσει όσο ζούσε- πράγμα που αν το επιχειρούσε θα δυσκολευόταν να πείσει κάποιον εκδότη να το βγάλει. Η μόνη ερωτική παρέκκλιση που δεν περιλαμβάνει στις κάμποσες χιλιάδες σελίδες του ο Μέγας Ανατολικός είναι η ομοφυλοφιλία. Σ’ αυτό συνέπλεε [εκτός των άλλων] με τον πάπα του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, του οποίου την ευλογία είχε εξασφαλίσει, που απεχθανόταν την ομοφυλοφιλία.
Όσο για τη διακειμενικότητα του βιβλίου δεν χρειάζεται να μοχθήσει κανείς ιδιαιτέρως, αφού σε κάποιο κεφάλαιο εισερχόμεθα στην βιβλιοθήκη του πλοίου όπου και οι τόμοι με «έργα του Σαιξπήρου, του Marlowe και του Jonson. Προχωρών ο Ελβετός ιατροφιλόσοφος διέκρινε ολίγον παρακάτω τα έργα του Chauser, του Milton και του Donne, τα έργα του William Blake, τα ποιήματα του Marvell, τα έργα του Coleridge, του Keats, του Shelley, του Byron και του Pope καθώς και της Νύκτας του Young». Και απαριθμεί ακόμα τους: Γουόλτερ Σκοτ, Ντίκενς, Θάκεραιη, Μπροντέ, Στήβενσον, Βάκωνα, Χομπς, Χιούμ, Μπέρκλεϋ, Στιούαρτ Μιλ, Ράσκιν, Καρλάιλ, Έμερσον και Κόνραντ, Melville, Poe και φυσικά Τα Φύλλα Χλόης του Whitman. Γκαίτε, Σοπενχάουερ, Σέλλινγκ, Χέλντερλιν, Κλάιστ, Δαρβίνο.
1918-20. Υπηρετεί τη θητεία του στο Ναυτικό. Εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Διακόπτει. Πάει στη Λωζάνη, όπου έχει εγκατασταθεί η μητέρα του μετά το χωρισμό της από τον πατέρα του. Παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών και γράφει σονέτα που περιέχονται στο πρώιμο έργο του: Προϊστορία ή Καταγωγή.
«Η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα», λέει ο Ελύτης που ήταν φίλος του [αν και ελεεινολογούσε τον σουρεαλισμό, έχοντας παρ’ όλα αυτά γράψει ήπιας μορφής σουρεαλιστικά ποιήματα], «που σε ηλικία είκοσι χρονών, να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ’ αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν, κατ’ εξοχήν του Κωστή Παλαμά».
1921-25. Λονδίνο. Εργάζεται στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία. Σπουδάζει στο Κing’s College φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Μένει στην έπαυλη που αγόρασε ο πατέρας του στη Νίκαια. Έρχεται όμως σε διάσταση μαζί του και το σκάει για το Παρίσι, όπου τρία χρόνια αναλύεται από Ρενέ Λαφόργκ και συνδέεται με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές.
Στο Παρίσι του Μεσοπολέμου συναντά το πεπρωμένο του: τον Μπρετόν και τον σουρεαλισμό – μ’ αυτή τη σειρά. Πρώτα τον Πάπα κι απ’ αυτόν τον σουρεαλισμό. Συχνάζει στην Πλας Μπλανς όπου γνωρίζεται και με τους Τανγκύ, Περέ, Ελιάρ και άλλους.
Το 1931 επιστρέφει στην Ελλάδα καi εργάζεται σε Ναυπηγεία του πατέρα του. Ξεσπούν απεργίες και ενώ, λόγω ιδεολογίας, θέλει να τις υποστηρίξει (σαν τον Ένγκελς) – μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τον πατέρα του – παραιτείται. Μένει με τη μητέρα του στον αριθμό 6 της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας.
Εν τη καμίνω παίδες τρεις
[Τρία παιδιά μιας νυκτός της Ιδουμαίας]
Λέων Τολστόι
Σίγκμουντ Φρόυντ
Ανδρέας Μπρετόν
Τριουμβιράτον αγλαόν
Τριουμβιράτον μέσα μου
και εις τους αιώνας
Ο Τεριάντ, περαστικός από την Αθήνα του μιλά για τον Θεόφιλο.
Το 1934 ταξιδεύει με ένα φορτηγό πλοίο του πατέρα του στη Μαύρη Θάλασσα: Κωνσταντινούπολη, Βάρνα, Βραΐλα, Γαλάτσι.
Κι ενώ φιλοδοξεί, ως γνήσιος κοσμοπολίτης, να κάνει το γύρο του κόσμου – ο Βερν δεν είναι μια τυχαία επίδραση, αντίθετα προς τους Καβάφη και Καρυωτάκη, ποιητές της κάμαρας – τον δαγκώνει μια λυσσασμένη γάτα, σταματά τη θαλάσσια περιπλάνηση και υποβάλλεται σε μια οδυνηρή αντιλυσσική θεραπεία.
Δίνει στις 25 Ιανουαρίου του 1935 στη Λέσχη Καλλιτεχνών διάλεξη Περί σουρρεαλισμού μπροστά σε «βλοσυρούς αστούς που άκουγαν ενοχλημένοι».
Οι δύο ποιητικές συλλογές Υψικάμινος [1935]και Ενδοχώρα [1945]είναι δείγματα αυτόματης γραφής ιδίως η πρώτη.
Η Υψικάμινος περιέχει 63 ποιήματα γραμμένα από το 1924, χρονιά έκδοσης του πρώτου Μανιφέστου του Σουρεαλισμού, ως το 1931 και κυκλοφόρησε σε 250 αντίτυπα. Όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής στην συνέντευξή του στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου [Παρίσι Γενάρης 1967 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ηριδανός, 4 το 1976] «εξαντλήθηκε όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από έναν παράφρονα». Μερικοί τίτλοι: Παρουσία αγγέλων εντός ατμομηχανής, Δεκαδικές μποτίλιες κάποιου λεπτού λοστού, Ευνουχισμός σημαιοφόρων της τρίτης ανοίξεως. Ένα συνονθύλευμα έξαλλων παραδοξολογιών απεφάνθησαν οι κριτικοί.
«Κανένα από τα ποιήματα αυτής της πολύ περίεργης για τα ελληνικά δεδομένα ποιητικής συλλογής δεν υπερβαίνει τη μια τυπωμένη σελίδα», σημειώνει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «αλλά κανένα επίσης δεν περιέχει λιγότερες από τρεις συντακτικές περιόδους, οι οποίες μπορούν να εκτείνονται από δύο λέξεις ως 6-7 αράδες, συγκροτημένες από πολλαπλές προτάσεις. Εκτός από την τελεία άλλο σημείο στίξεως δεν υπάρχει. […] Πουθενά μέσα στην ‘’αιρετική’’ Υψικάμινο δεν παρατηρούμε κάποια συντακτική αποδιοργάνωση». Την ‘’συντακτική ορθοδοξία’’, σε αντίθεση με το ξεχαρβαλωμένο νόημα, επιβάλλει από τη μια η ιδιότυπη εμπειρίκεια γλώσσα με τους λόγιους τύπους κι από την άλλη η ίδια η υπερρεαλιστική γραφή.
Τριαντάφυλλα στο Παράθυρο
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτή την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη
Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας
Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
Της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευση των υπαρχόντων
Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας…
[Υψικάμινος, 1935]
Η Ενδοχώρα με 122 ποιήματα γραμμένα από το 1934 ως το 1937 κυκλοφορεί εντέλει το 1945, δέκα χρόνια μετά την Υψικάμινο, είναι μορφικά πιο επεξεργασμένη και κάνει τους κριτικούς να την επαινέσουν.
«Κεντρικό θέμα της Ενδοχώρας είναι ο έρωτας, πιο συγκεκριμένα η γυναίκα και ο έρωτας. Λίγα είναι τα ποιήματα εκείνα στα οποία βρίσκονται άλλα θέματα εκτός από τον έρωτα και τη γυναικεία παρουσία, αλλά και εκείνα έχουν ως συνδετική τους ουσία τον έρωτα ή την ερωτική διάθεση. Αυτά τα μη «ερωτικά» ποιήματα αναφέρονται κυρίως στο ίδιο το θαύμα του υπερρεαλισμού, ανάγονται δηλαδή στη φύση της ποιήσεως και αποτελούν ένα είδος έμμεσης, υπαινικτικής ποιητικής. Σε όλη την έκταση της συλλογής έκδηλη καθίσταται η διάθεση του ποιητή να περιγράψει και να εκθειάσει έναν κόσμο ερωτικό, «στίλβοντα» (το ρήμα «στίλβω» και τα συνώνυμά του είναι τα συχνότερα εμφανιζόμενα στην Ενδοχώρα) και «ανθηρό» (ομοίως το ρήμα «ανθώ» και τα συνώνυμα ή παράγωγά του εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα). […]
[Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ανδρέας Εμπειρίκος ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, Εκδόσεις Κέδρος, 1983].
«Μολονότι μόνιμος κάτοικος Ελλάδος κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τα κείμενά του δίνουν μια αίσθηση Έλληνα του εξωτερικού», επισημαίνει ο Γ.Π. Σαββίδης, «που δεν μου δίνουν ποτέ ο Καβάφης ή πολύ διαφορετικά ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Σεφέρης είτε ο Σαραντάρης […] Και από κοντά η γλωσσική αποδέσμευση από τη λογοτεχνική δικτατορία του συμβατικού δημοτικισμού. Με πρωτεργάτη, βέβαια, τον Καβάφη, μα και κύριους συνεργάτες τον ‘εκκεντρικό’ Παπατσώνη και τον βιτριολικό Καρυωτάκη δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της υψηλής ρητορικής του Εμπειρίκου: από την δαιμονική ανάπλαση της ‘’γλώσσας των εφημερίδων’’ που χαρακτηρίζει τα κείμενα της Υψικάμινος έως την σοφά τεχνουργημένη και χορδισμένη, μακροπερίοδη και λυγερή και ευφρόσυνη καλλιέπεια των Γραπτών.
Και τότε είναι που αρχίζουν οι δυσκολίες ενός υπερρεαλιστή το σκληρό έτος 1935, όπως τιτλοφορεί ένα κείμενο του για τον Εμπειρίκο ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ή ‘οι δυσκολίες πολιτευομένου’ – κατά τον Έλιοτ – στο λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής των Νέων Γραμμάτων που δεν πολυδημοσίευε Εμπειρίκο [μόνο κάτι λίγο] και Εγγονόπουλο [στα στερνά δημοσίευσε τον Μπολιβάρ του που φάνηκε του Κατσίμπαλη και του Καραντώνη πως ταίριαζε στον ‘’αντιδραστικό μοντερνισμό’’ του περιοδικού τους]. Έπρεπε να έρθει ο μεταπόλεμος και το Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη και όσοι ετέρποντο από τα κείμενα του Άλεκ Σχινά και του Μακρή ή τα σχέδια του Ακριθάκη για να γίνει αποδεκτή η εμπειρίκεια ποίηση ή αυτή του Εγγονόπουλου: Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες.
Και οι δυσκολίες γίνονται οδυνηρές όταν οι δύο ποιητές γίνονται νούμερο στην επιθεώρηση. Ο Μπιρμπιρίκος κι ο Δισεγγοννόπουλος.
Αυτός ο διασυρμός πέρασε ακόμα και στον εμπορικό κινηματογράφο της δεκαετίας του εξήντα με τον ποιητή Φανφάρα που ερμήνευσε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος και ήταν φυσικό να προκαλέσει ένα κείμενο διαμαρτυρίας του Εγγονόπουλου στη νέα έκδοση των Ποιημάτων του κι ένα ποίημα με τίτλο Είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς «στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα».
Η πίκρα και η αδικία προς την ποίησή του Εγγονόπουλου κινητοποίησαν τον Εμπειρίκο, γενναιόδωρο ομότεχνο και φίλο και έγραψε ένα εγκωμιαστικό, θριαμβικό κείμενο γι αυτόν με τίτλο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου που καταλήγει: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμον δύο είναι τα μεγαλείτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία. Ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο απ’ όλα η κριτική. […] Εσύ είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής – άσε λοιπόν να λεν οι άλλοι ό,τι θέλουν.
Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ» [1945].
Το 1936 ο Εμπειρίκος εργάζεται ως ψυχαναλυτής. Το 1940 δημοσιεύονται κείμενά του στα Νέα Γράμματα και παντρεύεται τη Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία μένουν μαζί κάποια χρόνια ζώντας έναν παθιασμένον έρωτα. Ο επόμενος γάμος του, επτά χρόνια μετά, με τη Βιβίκα Ζήση θα κρατήσει ως το τέλος. Στο μεταξύ το 1943 και το 1944 ο Εμπειρίκος κρύβει στο σπίτι του τον Γεώργιο Καρτάλη και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Συλλαμβάνεται από την ΟΠΛΑ. Με την υποχώρηση του ΕΛΑΣ κρατείται αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει. Εκλέγεται μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας των Παρισίων, ενώ σχηματίζεται [1948] η πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα από τους Εμπειρίκο, Ζαβιτζιάνο, Κουρέτα με την καθοδήγηση της Μαρίας Βοναπάρτη. Ταξιδεύει πολύ. Παρακολουθεί ψυχαναλυτικά συνέδρια. Το 1960 τυπώνονται από τον Δίφρο του Γιάννη Γουδέλη τα Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία, ένα σημαντικό έργο με σπουδαία πεζά.
«Ω παλλομένη καρωτίς μου, ώ εσαεί δονούμενον στητόν μου πέος, σε σας χρεωστώ τα πάντα, διότι σεις είσθε οργανικά και αυτούσια ο Θεός, που έρχεται πάντοτε σε αυτούς που αληθινά μπορούνε να πιστέψουν» [από το Νεοπτόλεμος Α’ βασιλεύς των Ελλήνων που περιέχεται στα Γραπτά].
Ο εκδότης της Άγρας Σταύρος Πετσόπουλος θυμάται με συγκίνηση το ότι ο ίδιος ο Εμπειρίκος του είχε χαρίσει ένα αντίτυπο αυτού του βιβλίου που όπως λέει «άλλαξε τη στάση του απέναντι στη λογοτεχνία» και ενάμιση χρόνο μετά το ξεκίνημα της Άγρας το εξέδωσε. Στη συνέχεια εξέδωσε τα ήδη εκδομένα έργα που αναφέραμε, πλην της Οκτάνας που βγήκε από τον Ίκαρο το 1980 και του η Αργώ ή Πλους Αεροστάτου που βγήκε από τις εκδόσεις Ύψιλον την ίδια χρονιά.
Έχει συντελεστεί πλέον η καθιέρωση. Οι τιμητικές εκδηλώσεις, τα αφιερώματα, οι εκδόσεις που συνεχίζονται και μετά το θάνατό του το 1975, σε ηλικία 74 ετών από καρκίνο του πνεύμονα.
Η Άγρα κυκλοφορεί το 1984 το ποιητικό του αριστούργημα Η σήμερον ως αύριον και ως χθες και το 1990-92 το οκτάτομο Μέγας Ανατολικός που γράφεται από το 1944 ως το 1951, αν και συνέχισε να τον απασχολεί και να το επεξεργάζεται ως το θάνατό του.
«Ωκεάνεια μυθιστορία» το αποκαλεί ο Σάββας Μιχαήλ που το υποστήριξε όσο κανείς.
«Το όνειρο που δεν ερμηνεύεται»,λέει το Ταλμούδ, «είναι ένα γράμμα που δεν διαβάζεται», υποστηρίζει ο Μιχαήλ, «Και ο Μέγας Ανατολικός, το Μέγα τούτο όνειρο, το όνειρο κάθε ονείρου – η εκπλήρωση του κάθε πόθου- έμεινε εν πολλοίς ένα γράμμα χαμένο».
Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
«Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι σε όλη του τη ζωή ο Εμπειρίκος δεν επεζήτησε ποτέ να λάβει αναγνώριση με την έννοια της καθιέρωσής του ως κανονικού ποιητή», λέει ο Νάνος Βαλαωρίτης, «Δεν έλαβε ούτε ένα βραβείο, ενώ θα το άξιζε παραπάνω από άλλους, για την Ενδοχώρα και τα Γραπτά». Τον Εμπειρίκο ουδέποτε τον απασχόλησε το «άγχος της προσδοκίας της αναγνώρισης», λέει ο Βαλαωρίτης, ο οποίος ισχυρίζεται πως με τον Μεγάλο Ανατολικό επιδίωκε όχι τη λογοτεχνική αλλά την ερωτική αναγνώριση.
Πάντως όταν κυκλοφόρησε ο Μέγας Ανατολικός δεν ήταν εν ζωή όπως άλλωστε το επιθυμούσε και δεν άκουσε τι του έσυραν: Ένα τεράστιο πανοργασμικό παραμύθι [Κώστας Σταματίου], Η αυτοϋπονόμευση της πορνογραφίας [Σαββίδης], Βόρβορος, Η μεγάλη εκπόρνευση του ανθρώπινου, Φαντασίωση του μυθιστορήματος, μυθιστόρημα των φαντασιώσεων [Μιχ. Χρυσανθόπουλος], Πλους και κατάπλουςτου Μεγ. Ανατολικού [Σάββας Μιχαήλ].
Τη δεκαετία του 1960 μεταφράζεται αγγλικά και γαλλικά.
Το 1962 μαζί με τον Ελύτη , τον Θεοτοκά και ένα βουλευτή της ΕΔΑ, τον γιατρό Ταντανάση ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ. Και γράφει το μακροσκελές ποίημα ΕΣ-ΕΣ- ΕΣ- ΕΡ ΡΩΣΣΙΑ. Μια επική αυτοβιογραφική σύνθεση γεμάτο μνήμες της παιδικής και νεανικής του ηλικίας. Ταυτόχρονα «μπορεί να διαβαστεί ως ιστορικό ντοκουμέντο», ισχυρίζεται ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «αλλά και ως ευφυές και προσεκτικό συνάμα πολιτικό σχόλιο μιας κρίσιμης εποχής».
Η αίσθησις και η μνήμη είναι ποτάμι
Είναι μεγάλος ποταμός
Που όλα τα ενώνει, όλα τα δένει στη ροή του
Ο Νικόλαος Κάλας που αναγκάστηκε να φύγει μετά τον πόλεμο που εξαπέλυσε εναντίον του η «αμαρτωλή γενιά» και ρίζωσε στην Αμερική αφιέρωσε στον Εμπειρίκο ένα ποίημα με έρωτας πρέπει να είναι σαν όνειρο τρελός./ Πες μου τι νείρεσαι να σου πω ποιος είσαι./Κοιμήσου για να μάθεις πως μπορείς ξανά να ερωτευθείς».
Σημείωση: Εκτός από τα παραθέματα από τα διάφορα βιβλία του συμβουλεύτηκα το Ανδρέας Εμπειρίκος 2001 έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου τιμητικό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, το περιοδικό Αντί τχ.731,9/2/2001, Ανδρέας Εμπειρίκος 1901-1975, τη Νέα Εστία τχ.1744, Απρίλιος 2002, το Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ο ποιητής του Έρωτα και του Νόστου, Κέδρος, 1983, χάρτης, δίμηνο περιοδικό, τχ. 17/18, αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο, 11/1985, Ηριδανός 4/ Φλεβάρης-Μάρτης 1976, Περί Βιβλιοθηκών, 12/1993.-