You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιώργος Θεοτοκάς, ο καρτεσιανός

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιώργος Θεοτοκάς, ο καρτεσιανός

Άν έχετε μια ευγενική ψυχή, θα καταλάβετε μια μέρα πως η μόνη δυνατή ευτυχία είναι η προσφορά του εαυτού σας.     “Αργώ”

 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς άπλωσε το [«Ελεύθερο»] πνεύμα του σε όλα τα είδη του λόγου: πεζογραφία (μυθιστόρημα, διήγημα), θέατρο, κριτική του μυθιστορήματος, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποίηση, αλλά κυρίως δοκίμιο.

Στην ουσία με αυτό το είδος ξεκίνησε, αυτό πολλαπλασίασε και καλλιέργησε στη διάρκεια της πνευματικής του πορείας.

Και το πρώτο πολύκροτο δοκίμιο που προοριζόταν για το μανιφέστο της αναδυόμενης τότε Γενιάς του Τριάντα που μονοπώλησε την πνευματική ζωή  στο μεσοπόλεμο το έγραψε το 1929 24 ετών στο Λονδίνο όπου είχε μεταβεί για γενικές σπουδές. Πρόκειται για το πασίγνωστο Ελεύθερο Πνεύμα το οποίο κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο: Ορέστης-Διγενής, το όνομα δηλαδή ενός «μητροκτόνου» (Ορέστης) από τη μια και  από την άλλη ενός μυθικού ήρωα ακριτικών τραγουδιών. Σε αυτό ανέλυε την ιδεολογική-λογοτεχνική κατάσταση της εποχής του και της προηγούμενης του και την κληρονομιά που άφησαν οι προγενέστεροι, οραματιζόμενος ένα μέλλον δυναμικότερο. Απηχεί ιδέες του Αντρέ Ζιντ και του Στέφαν Τσβάιχ. Από τον πρώτο αντλεί την εγωτιστική αισθητική φιλοσοφία του. Από τον δεύτερο αντλεί την προσήλωση στο ιδεώδες της υπερεθνικής Ευρώπης.

Είχε τις αναπόφευκτες ακρότητες ενός μανιφέστου [π.χ. αμφισβήτηση του Καβάφη]. Δε μπορούμε να πούμε πως αποτέλεσε εντέλει το μανιφέστο της γενιάς αφού κι ο ίδιος ο συγγραφέας του αναθεώρησε αρκετά αμφιλεγόμενα σημεία του, ωστόσο κέρδισε τον τίτλο και με το κατοπινό του έργο Καρτεσιανός.

 

Αρχικά ο εκδότης Μιχάλης Ζηκάκης απέρριψε την ιδέα της έκδοσης του βιβλίου. Ο Θεοτοκάς γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του προς τον Θράσο Καστανάκη, «Λυπάμαι να σου αναφέρω ότι ο κ. Ζηκάκης είναι ένα μεγάλο γουρούνι. Με υποδέχθηκε με το προπολεμικό ύφος του Κρόνμπριτς (=πρίγκηπα), το πρόσωπο γυρισμένο troisqurts, το βλέμμα χαμένο στο άπειρο. […] ‘’Τα ελληνικά βιβλία είναι χαμένα λεφτά. Μόλις πουλιούνται οι μεταφράσεις. Η καλύτερη δουλειά είναι το σχολικό’’» Κι όταν ο Θεοτοκάς του ζήτησε να του ρίξει μια ματιά, ο εκδότης απάντησε, «Δεν έχω καιρό». Τελικά τυπώθηκε τον Νοέμβριο του 1929 στον εκδοτικό οίκο Αθηνά του Αριστείδη Ράλλη με έξοδα του Θεοτοκά. Κι όταν τυπώθηκε και κυκλοφόρησε, γράφει ο Θεοτοκάς στον Καστανάκη, «Ο Ελευθερουδάκης έχει δέκα αντίτυπα στη βιτρίνα εγκατεστημένα μονίμως. […] Δε φοβούμαι πως θα με ζαλίσει αυτός ο θόρυβος που γίνεται γύρω από το Ελεύθερο Πνεύμα[…]»

 

 

Δύο τουλάχιστον κριτικοί του ο Δημήτρης Πλάκας και ο Αλέξανδρος Αργυρίου – πιο εμφατικά  ο πρώτος παραδέχεται πως η πεζογραφική του παραγωγή επηρεάστηκε και επικαλύφθηκε από τη δοκιμιακή. Κι ενώ υπήρξε από τους λίγους σοβαρούς μελετητές και θεωρητικούς του μυθιστορήματος δεν πέτυχε στο μυθιστορηματικό του έργο τα ίδια καλά αποτελέσματα. Ο δεύτερος κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας μας ο Αλέξανδρος Αργυρίου διατείνεται πως η πεζογραφική του παραγωγή χωρίζεται σε δύο διακεκριμένες περιόδους. Την προπολεμική της Αργώς [1933-1936] κι του Δαιμονίου [1938] και ίσως του εφηβικού μυθιστορήματος Λεωνής [1940] που βρίσκεται στο μεταίχμιο των δύο περιόδων που είναι επαγγελματική και της μεταπολεμικής του Ασθενείς και οδοιπόροι που χαρακτηρίζει ο κριτικός ως ερασιτεχνική. Αν και η πρώτη επαγγελματική του περίοδο είναι  αυτή στην οποία δεν αφήνεται στην αγκαλιά της φαντασίας και στη μυθοπλαστική μετάπλαση των εμπειριών και των ιδεών του εξαιτίας της καρτεσιανής του φλέβας εμποδίζει την αναγκαία λογοτεχνική επεξεργασία.

Ο Δημήτρης Πλάκας ισχυρίζεται πως ο απόλυτος και μεμψίμοιρος ορθολογισμός επικαλύπτει το λογοτεχνικό έργο και το στρέφει προς άλλες λανθασμένες κατευθύνσεις, ενώ ο Αργυρίου ούτε λίγο ούτε πολύ παρά κάποιες επιφυλάξεις που έχει για την Αργώ πιστεύει πως αυτή είναι η μήτρα των επόμενων έργων του και ως προς τη δομή και ως προς τους χαρακτήρες.

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης σε άρθρο του με τίτλο: Τα όρια του ελληνικού φιλελευθερισμού, το παράδειγμα του Γιώργου Θεοτοκά ισχυρίζεται πως «η αναζήτηση της λεγόμενης ελληνικότητας από τους φιλελεύθερους της Γενιάς του Τριάντα συνιστά και το όριο του φιλελευθερισμού τους», επειδή «η «φιλοσοφία» της ελληνικότητας αναζητά και εξυμνεί την ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητα και την αυθεντικότητα μιας συγκεκριμένης συμβολικής εμπειρίας, την οποία είναι έτοιμη να αναγάγει υπεράνω άλλων αξιών». Ο Σεφέρης ακολούθησε τη γλώσσα του Μακρυγιάννη, ο Θεοτοκάς ελκύστηκε από το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία. Έτσι  το χάσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην υστερική εμμονή στην ελληνικότητα και τον επιθυμητό φιλελευθερισμό διευρύνθηκε και κόντεψε να πνιγεί σε νερά θολά. Η απομόνωση όμως του φιλελευθερισμού από τη χώρα οδήγησε στην έξαρση του αυταρχισμού και των αντιθέσεων που δεν είναι άσχετες με την επιβολή της δικτατορίας και τα σημερινά αδιέξοδα», καταλήγει ο καθηγητής.

Τέσσερα χρόνια μετά το Ελεύθερο Πνεύμα εκδίδει και το πρώτο μέρος της Αργώ, μυθιστόρημα που θα ολοκληρώσει τρία χρόνια αργότερα και αποτελεί σίγουρα το καλύτερο μυθιστόρημά του. Το έργο είναι περιγραφή-τοιχογραφία της Ελλάδας και κυρίως του αστικού περιβάλλοντος της Αθήνας την εποχή του Μεσοπολέμου.  Σε μια μεταγενέστερη έκδοση γράφει στον πρόλογό του για την απήχηση και την πρόσληψη που είχε η Αργώ:

«Σαν άρχισα αυτό το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήταν να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχόλης μου. Κατόπι, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω με αυτήν την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η Αργώ πήρε διαστάσεις που δεν τις περίμενα.»

Κι ένα μικρό απόσπασμα από την Αργώ:

«Ωστόσο, μες σ’ αυτήν την απερίγραπτη ανακατωσούρα των ιδεών και των συναισθημάτων, χάραζε κάποια κοινή φιλοδοξία, συνειδητή ή ασυνείδητη, κάποιος κοινός πόθος ή μεράκι ή παράπονο, που ένωνε όλα αυτά τα ανήσυχα παιδιά. Πίεζε την καρδιά τους η τραγική μοίρα του ελληνικού γένους, το βάρος του μεγάλου ονόματος, η ιδέα της ανυπαρξίας της Ελλάδας στη σύγχρονη πνευματική ζωή του κόσμου. Αισθανότανε την ανάγκη να κλωτσήσουνε τη ρουτίνα που τους σκέπαζε, να λυτρωθούνε από ένα στείρο παρελθόν, να ξανοιχτούνε στο πέλαγος, να ζήσουνε ξανά τη ζωή του πνεύματος, όχι πια σαν ταπεινοί μιμητές των μεγάλων προγόνων και σαν καθυστερημένοι μαθητές των ξένων, μα σαν εξερευνητές, σαν κατακτητές, σαν αληθινοί Έλληνες. Στα μάτια τους, το καραβάκι της Αργώς ταξίδευε κιόλας προς τις μεγάλες θάλασσες και τις μεγάλες φουρτούνες, προς το άγνωστο, προς το Χρυσόμαλλο Δέρας, που τους σαγήνευε και τους ενθουσίαζε, χωρίς να μπορούν να το καθορίσουν. Το Χρυσόμαλλο Δέρας. Το ξύπνημα του ελληνικού πνεύματος, η δημιουργία, η Αναγέννηση, η Δόξα…»

 

Ο Γεώργιος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Αυγούστου 1905.  Ο πατέρας του, Μιχαήλ Θεοτοκάς τον επηρέασε στον απόλυτο βαθμό.  Ήταν το πρότυπο του ανθρώπου που ήθελε να προοδεύσει στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις αλλά και στο να έχει  ελεύθερη  τη πολιτική του σκέψη.

Φοίτησε στη Σχολή Ζαμαρία την περίοδο 1911-1913 και στο Εθνικό Ελληνογαλλλικό Λύκειο μέχρι το 1922.  Μετά τη Μικρασιατική Καταστρόφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα βιώνοντας όλο το δράμα της προσφυγιάς.  Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1926.

 

Το 1925 ο Γεώργιος Θεοτοκάς γίνεται Γενικός  Γραμματέας στην Φοιτητική Συντροφιά,  όπου ήταν μια ελληνική φοιτητική οργάνωση η οποία έδρασε με διάφορες εναλλαγές και μετασχηματισμούς από το 1910 ως το 1930. Στη περίοδο της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Θεοτοκάς παραπέμπεται στο πειθαρχικό του Πανεπιστημίου για άρθρα του στη Φοιτητική Συντροφιά.

Το 1927 μεταβαίνει στο Παρίσι για σπουδές γενικής παιδείας και τον επόμενο χρόνο μετακομίζει στο Λονδίνο όπου μελετά το αγγλικό δίκαιο, την αγγλική φιλολογία και παρακολουθεί μαθήματα ιστορίας και πολιτισμού.  Ξεκινά η συνεργασία του με το λογοτεχνικό περιοδικό “Νέα Γράμματα” το 1935.  Το 1938 εκδίδει το λογοτεχνικό αριστούργημα “Το Δαιμόνιο” και ένα χρόνο μετά η Ακαδημία Αθηνών τον βραβεύει με το βραβείο Πεζογραφίας.

Το σχεδόν βιογραφικό και εφηβικό μυθιστόρημα του “ο Λεωνής”, που γράφτηκε στις αρχές του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου εκδίδεται το 1940.

Όταν ξεσπά ο πόλεμος είναι 35 ετών. Στις 22 Νοεμβρίου 1940 στο Γουδί σπεύδει να καταταγεί ως εθελοντής θέλοντας να πολεμήσει στη πρώτη σειρά του αλβανικού μετώπου όμως δε γίνεται δεκτός.   Στις 3 Δεκεμβρίου 1940 κατατάχθηκε στο Έμπεδο και στις 17 Ιανουαρίου 1941 αποστρατεύεται.

Τον Φεβρουάριο του 1941 κατατάχθηκε εκ νέου στο 12ο λόχο του ΓΕΑ, όπου θα εκπαιδευόταν στους όλμους αλλά δεν πολέμησε τελικά.  Θα γράψει στο Τετράδια Ημερολογίου  το οποίο είναι μια νηφάλια μαρτυρία για τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο:

“Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.

Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.

Μετά τον πόλεμο ασχολείται ξανά με τη λογοτεχνία και το 1945 προτείνεται για το Νόμπελ Λογοτεχνίας από το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Sigfrid Siwertz.

Διορίζεται σε Γενικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου το 1945 , θέση που θα κρατήσει εως το 1946.  Είναι ο πρώτος κύκλος ενασχόλησης του με τη μεγάλη κρατική σκηνή. Και ξανά το 1952 μέχρι το 1953. Είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες τη ταραγμένη εκείνη εποχή.

Στις σχετικές σημειώσεις του ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει:

 

“Από την αρχή της προσπάθειάς μας βρεθήκαμε ριγμένοι σε μια πυρετική εργασία, που δεν σταμάτησε ποτέ και που την προσδιόριζε, κατά πρώτο λόγο η αδυσώπητη οικονομική ανάγκη. Νομίζω, όμως πως δεν χάσαμε τον πνευματικό προσανατολισμό μας”.

Δική του ήταν η πρόταση του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου για πρώτη φορά στην Ελλάδα.  Γεγονός που άνοιξε τους ορίζοντες του θεάτρου καθώς μπορούσαν να επαναληφθούν σημαντικές παραστάσεις.   Ήταν ο πρώτος διευθυντής που έδωσε τη δυνατότητα συνεργασίας με εικαστικούς για σκηνικά και για κοστούμια με πολύ γνωστά ονόματα όπως ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης και πολλοί άλλοι.

Από τον Αύγουστο του 1952 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 1953 ταξιδεύει στις ΗΠΑ. Αφορμή του ταξιδιού του ήταν πρόσκληση του State Department, το οποίο μέσω του προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών Smith-Mundt, στόχευε στην βελτίωση της εικόνας των ΗΠΑ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Το 1955 θέτει το άρθρο του “Έλληνες και Άγγλοι”, προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις που έγραψε στο Γιώργο Σεφέρη πως για πρώτη φορά έκανε τη σκέψη να φύγει από την Ελλάδα.

Το 1956 βάζει υποψηφιότητα για βουλευτής του Νομού Χίου  με τη Δημοκρατική Ένωση αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του.  Στις εκλογές του Μαΐου 1958 υποστήριξε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, χωρίς να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα.  Απο το 1957 αρθρογραφεί και γίνεται τακτικός συνεργάτης στο Βήμα.

Το 1961 ταξίδεψε στο Λίβανο και τη Συρία και το 1962 τη Ρουμανία, τη Σοβιετική Ένωση και την Περσία. Τον Δεκέμβριο του 1962 επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ ως μέλος μιας ομάδας ελλήνων διανοουμένων, οι οποίοι είχαν προσκληθεί στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας. Τον Σεπτέμβριο του 1963 συμμετείχε μαζί με τον Ευάγγελο Παπανούτσο στην Υποεπιτροπή Παιδείας της Ενώσεως Κέντρου, η οποία συνέταξε ένα πλήρες σχέδιο για το εκπαιδευτικό σύστημα στην περίπτωση κατά την οποία η Ένωση Κέντρου θα αναλάμβανε την εξουσία. Το 1964 διορίστηκε πρόεδρος του Δ.Σ. του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και το 1965 επισκέφθηκε και τη Βουλγαρία.  Την ίδια χρονιά παίρνει θέση με ανοικτή επιστολή προς το βασιλιά, όταν η δημοκρατία βιάζεται από το βασιλικό πραξικόπημα.  Είναι η περίοδος των Ιουλιανών.

Η πρώτη του σύζυγος πεθαίνει μετά από 11 χρόνια γάμου η βυζαντινολόγος Ναυσικά Στεργίου.

Το 1966 ερωτεύεται τη κατά πολύ νεότερη του ποιήτρια, Κοραλία Ανδρεάδη.  Στα 61 του χρόνια ήθελε να σιγουρευτεί ότι είναι υγιής με εξονυχιστικές εξετάσεις στο Παρίσι.  Μετά από αυτό αποφασίζει να παντρευτεί τη Κοραλία.  Λίγο καιρό αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου 1966 ο Γεώργιος Θεοτοκάς πεθαίνει από καρκίνο στο ήπαρ, την αρρώστια που οι γιατροί στο Παρίσι είχαν αποκλείσει.

 

 

 

 

Περ. Διαβάζω, τχ,137, 12.12. 86

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.