You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιούκιο Μισίμα, ένας έκπτωτος Άγγελος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Γιούκιο Μισίμα, ένας έκπτωτος Άγγελος

«Ένας συγγραφέας του βεληνεκούς του Μισίμα εμφανίζεται μια φορά κάθε διακόσια ή τριακόσια χρόνια», Γιασουνάρι Καβαμπάτα

Αποτυχημένος θεωρείται κάποιος όταν προσπάθησε για κάτι καταβάλλοντας μόχθο, αλλά ο κόπος του απέβη μάταιος κι ο σκοπός δεν επιτεύχθηκε.

Αλλά αποτυχημένος σε τι υπήρξε ο Μισίμα, αφού περί αυτού και της αποτυχημένης του προσπάθειας πρόκειται; Αλλά ας δούμε τα πράγματα του πρώτου σκέλους της πρότασης:

Ο Μισίμα δοκίμασε ό,τι και όσα δοκιμάζουν οι άνθρωποι στη διαδρομή των αιώνων της επικράτησής τους σ’ αυτόν τον κόσμο.

Η πρώτη προσπάθειά του αναλώθηκε στο να ζήσει με το σώμα του. Το δεύτερο να επιβιώσει σε μια χώρα με κουλτούρα και πολιτισμό ακατανόητο και γεμάτο εξωτισμό για το δυτικό άνθρωπο[1] ακόμη κι αν η όσμωση των πολιτισμών  ήταν αρκετά έντονη μεταπολεμικά.  Αλλά ο μεταπολεμικός Ιάπωνας δεν είχε σχέση καμία με το δυτικό κόσμο, ακόμα κι αν είχε ταξιδεύσει σ’ αυτόν, ή είχε μεταναστεύσει ή είχε γνωρίσει και είχε θαυμάσει τον δυτικό πολιτισμό. Ο αργός και οδυνηρός μετασχηματισμός του Ιάπωνα ανθρώπου και ο ιαπωνισμός του συντελέστηκε όταν συνέβη ο εκδυτικισμός του, αφού ήταν αδύνατο να συμβεί το αντίθετο. Ο Μισίμα, φυσικά, αφού μάλιστα γνώρισε τον αντίπαλο πολιτισμό παρέμεινε πεισματικά πολύ Ιάπωνας ως προς τις αρχαίες παραδόσεις.

Η χώρα του ηττήθηκε από τους συμμάχους αφού συμμάχησε με τις φασιστικές και ναζιστικές δυνάμεις του Άξονα και εξώθησε με το Περλ Χάρμπορ τις ΗΠΑ  στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Στρατεύθηκε σε ηλικία 19 ετών. Συμμετέχει στις ναυτικές ασκήσεις των μηχανικών της Ακαδημίας του Μαϊτζούρου, όπου κατασκευάζονται τ’ αεροπλάνα των καμικάζι [στη Δύση πέρασε ως επίθετο που υπογραμμίζει την αυτοθυσία υπέρ ενός σκοπού, συνήθως ιερού ή έστω σημαντικού]. Η ειδική αυτή ομάδα αυτοκτονίας είναι αφιερωμένη στην τιμή και την υπεράσπιση, συμβολική ή πραγματική του αυτοκράτορα. Του ύψιστου ηγέτη με καταγωγή θεϊκή. Οι σύμμαχοι υποχρέωσαν τον αυτοκράτορα Χιροχίτο ν’ αρνηθεί τη θεϊκή του φύση. Η αυτοκτονία δεν απαγορεύεται από την ιαπωνική θρησκεία-μείγμα βουδισμού και σιντοϊσμού[2]. Θεωρείται ύψιστης τιμής και ηρωισμού. Όπως οι Ισπανοί δόξαζαν το θάνατο στη μάχη έναντι της επιβίωσης [Viva la muerte= Ζήτω ο θάνατος. Σύγκρινε το σπαρτιάτικο ή ταν ή επί τας = μ’ αυτήν ή επ’ αυτής. Στην Αρχαία Σπάρτη η δειλία ήταν άγνωστη λέξη. Δεν είναι τυχαία η υιοθέτηση πολλών αυταρχικών και μιλιταριστικών και σοβινιστικών παραδόσεων και πρακτικών από τους σύγχρονους νεοφασίστες και νεοναζιστές. Αντίθετα δες τον αντιπολεμικό στίχο του Ιάκωβου Καμπανέλλη  από το τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη Έκτωρ και Ανδρομάχη:

«Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,

όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.

Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,

στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει»].

Ο Μισίμα σκέφτηκε σοβαρά ν’ αυτοκτονήσει το 1945, στα είκοσί του χρόνια, όταν δεν είχε προλάβει να διαμορφώσει πνευματικά, ηθικά και φιλοσοφικά τον εαυτό του, επειδή κρίθηκε ακατάλληλος για λόγους υγείας από το στρατό. Στα τέσσερά του χρόνια είχε αρρωστήσει και κόντεψε να χάσει τη ζωή. Η υγεία του έκτοτε υπήρξε εύθραυστη. Το ίδιο εύθραυστη ήταν και η υγεία της γιαγιάς του από τη μεριά του πατέρα του που καταγόταν από διακεκριμένη οικογένεια σαμουράι και είχε έναν αποτυχημένο γάμο με σύζυγο κατώτερης τάξης και της οποίας ο μικρός Κιμιτάκε Χιροτάκα, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα υπήρξε όμηρος όσον αφορά την αγωγή του, η οποία υπήρξε καθοριστική ως τα 14 του χρόνια οπότε τη έχασε στα 64 χρόνια της. Ωστόσο ποτέ δεν έπαψε να τον επηρεάζει στις επιθυμίες και τις επιδιώξεις του. Εκτός των άλλων του γνώρισε το θέατρο Νο και το Καμπούκι. Στα πέντε του χρόνια μαθαίνει να διαβάζει. Αγαπά τα παραμύθια με πρίγκιπες και ταυτίζεται μαζί τους. Κυρίως όταν είναι δολοφονημένοι η προορισμένοι να πεθάνουν. Η μητέρα του δεν κατάφερε να τον αποσπάσει από την επήρεια της γιαγιάς ούτε από τις απαγορεύσεις που του είχε επιβάλει, όπως η απαγόρευση εξόδου από το σπίτι λόγω των αδιευκρίνιστων  ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ως την εφηβεία του, αλλά και γενικότερα λόγω της εύθραυστης υγείας του. Περιορίστηκε στο ρόλο της αναγνώστριάς του, αλλά και του δίδαξε σχέδιο και του εμφύσησε ένα ακόμα ταλέντο. Στα πέντε του χρόνια πάντα άρχισε να γράφει[!].

Εξαιτίας της φυματικής αδενίτιδας από την οποία έπασχε δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις γυμναστικές ασκήσεις κι έγινε ο περίγελος των συμμαθητών του. Αναγκάστηκε να κλειστεί στο σπίτι του και ν’ αφοσιωθεί στη μελέτη.  Η μητέρα του υποβάλλει  τότε το όνειρο να γίνει ποιητής και διακεκριμένος καλλιτέχνης. Στα επτά τολμά τις πρώτες ποιητικές απόπειρες. Ανάμεσα στα δώδεκα και δεκατρία  δημοσιεύει νουβέλες σε περιοδικό του γυμνασίου.

Σε μια από αυτές αφηγείται την ιστορία ενός εγκλείστου σε βίλα με άνθη Sukampo που μπροστά της χτίζεται μια φυλακή. Ο νέος κατορθώνει να δραπετεύει παρά την αυστηρή επίβλεψη των δικών του και συναντά έναν γενειοφόρο άνδρα. Οι μελετητές του πρωτόλειου αυτού έργου επισημαίνουν την αντίθεση  ανάμεσα στην πραγματικότητα και το σκοτεινό χάος αλλά και την κλίση του  προς καταστάσεις που ενέχουν κινδύνους και τάσεις προς την ομοφυλοφιλία.

Ο πατέρας του που κατείχε υψηλή θέση στη διοίκηση σκίζει τα γραπτά που γράφει και δημοσιεύει ασταμάτητα γιατί αρνείται να ακολουθήσει την καριέρα του δημοσίου υπαλλήλου. Εκδίδει τη Συλλογή ποιημάτων ενός δεκαπεντάχρονου.

Βυθίζεται στην ανάγνωση ξένης λογοτεχνίας και ανακαλύπτει  τον Ραιημόν Ραντιγκέ και το Χορό του Κόμητα ντ’ Ορζέλ, τον Όσκαρ Ουάιλντ και τη Σαλώμη του που τον σαγηνεύουν ενώ διαβάζει Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, Υσμάν και τους συμπατριώτες του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι [το εγκώμιο της σκιάς, το Κλειδί, το Ημερολόγιο ενός τρελού γέρου που θυμίζει έντονα τη Γυναίκα και το Νευρόσπαστο του Πιερ Λουί και Σίτζουο Σίτο] [3]

Το ψευδώνυμο με το οποίο έγινε παγκόσμια γνωστός το πρωτοχρησιμοποίησε το 1941. Το Γιούκιο προέρχεται από τη λέξη yuki που σημαίνει χιόνι, ενώ το επώνυμο, σύμφωνα με τον πατέρα του, το βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο, ενώ σύμφωνα με βιογράφο του προέρχεται από την ονομασία περιοχής του Φουτζιγιάμα.

Μαθαίνει γερμανικά και μελετά τη μνήμη αρχαίων γεγονότων που αναφέρεται σε ιστορίες της αυτοκρατορικής οικογένειας και μια συλλογή ποιητών των 4ου– 7ου αιώνα.

Μετά τις δύο ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, η Ιαπωνία παραδίδεται άνευ όρων και μόλις το 1951 επανακτά τα δικαιώματά της ως ανεξάρτητο κράτος.

Στις 14/8/ 1945 ο αυτοκράτορας  απευθύνει ένα συγκινητικό ραδιοφωνικό διάγγελμα με μεγάλη απήχηση. Πεντακόσιοι στρατιωτικοί αυτοκτονούν με χαρακίρι ζητώντας συγγνώμη από τον αυτοκράτορα για την ήττα της χώρας τους.  Τέσσερεις μέρες πριν το τέλος των εχθροπραξιών αυτοκτονεί ένας φίλος του Μισίμα, ενώ πεθαίνει από τυφοειδή πυρετό η δεκαεπτάχρονη αδελφή του, μαθήτρια σε λύκειο καλογραιών, ασήκωτο χτύπημα γι αυτόν ώστε καταφεύγει πάλι στο κλείσιμο στον εαυτό του.

Το 1946 επισκέπτεται τον Γιασουνάρι Καβαμπάτα [1899-1972] τον οποίο θαυμάζει και του προσφέρει ένα έργο του που αναφέρεται στο βίαιο θάνατο ενός νέου. Ο Καβαμπάτα αναγνωρίζει το ταλέντο του και γίνεται ο μέντοράς του. Επισκέπτεται επίσης  τον διάσημο συγγραφέα Οτάμου Ντατζάι που θα αυτοκτονήσει  δύο χρόνια μετά, όπως και ο νομπελίστας και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της Ιαπωνίας Καβαμπάτα.

«Με εκπλήσσει η ωριμότητα του Μισίμα, ταυτόχρονα μου δημιουργεί μια δυσθυμία.», λέει ο Καβαμπάτα, «Δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός ο χαρακτήρας της γραφής του».

Υπακούοντας τελικά στην πατρική παραίνεση  αναλαμβάνει θέση στο Υπουργείο Οικονομικών.

Το διάσημο αυτογραφικό του μυθιστόρημα Εξομολογήσεις μιας μάσκας εκδίδεται το 1949 και σημειώνει τεράστια επιτυχία.

Στην Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια, εν μέσω πρωτοφανών καταστροφών, ο Κοτσάν, στην ασφάλεια του υπνοδωματίου του, νιώθει τον ο πόθο να ξυπνά μέσα του καθώς ξεφυλλίζει τις σελίδες ενός βιβλίου τέχνης. Η ομορφιά του γυμνού σώματος του αγίου Σεβαστιανού, όπως είναι δεμένο και δαγκωμένο από τα βέλη, τον κυριεύει. Στο δρόμο τον ελκύουν ναύτες και μικροκακοποιοί, στο σχολείο ένας συμμαθητής του με αυτοπεποίθηση και γοητεία  τον αιχμαλωτίζουν. Πώς να είσαι ομοφυλόφιλος σε μια συντηρητική κοινωνία; Από την παιδική του ηλικία ως την ενηλικίωση, αυτός ο νεαρός αστός θα κατασκευάσει μια κοινωνική μάσκα που θα τη φοράει καθημερινά για τα μάτια του κόσμου. Προσπαθεί με κάθε κόστος να συμμορφωθεί σε αυτό που θεωρείται νόρμα της επιθυμίας. Αλλά η κοροϊδία της ετεροφυλοφιλίας δεν θα τον ξεγελάει για πάντα, και για να μην προδίδει πλέον το εσώτερο είναι του θα πρέπει να βρει τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα την έλξη που τον τρώει και να μάθει, επιτέλους, να ζει αρμονικά με τον εαυτό του». Παντρεύεται και κάνει δύο παιδιά χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει την προτίμησή του για το φύλο του.  Με τις Εξομολογήσεις μιας μάσκας πραγματώνει την περίφημη ρήση του Ουάιλντ: «ο άνθρωπος είναι ελάχιστα ο εαυτός του όταν μιλάει για το δικό του πρόσωπο, δώσ’ του όμως μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια».

 

Δημοσιεύει δοκίμια για τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ενώ το μυθιστόρημά του Δίψα για έρωτα καθ’ ομολογία του ίδιου είναι υπό την επιρροή  του Φρανσουά Μωριάκ.  Μετακομίζει σε αριστοκρατική συνοικία του Τόκιο. Γράφει θεατρικά έργα στο πνεύμα του θεάτρου Νο. Ταξιδεύει: ΗΠΑ, Βραζιλία, Ευρώπη, Ελλάδα, την οποία λατρεύει. Στην Φωνή των κυμάτων αναπλάθει το ειδύλλιο του Δάφνι και της Χλοής. Σε άλλο αφήγημά του ξααναπλάθει το μύθο της Μήδειας. Μετά μια αποτυχία νεωτερικής αναζήτησης συγγράφει έργα κλασικής θεματογραφίας. «Μου αρέσει η παραδοσιακή Ιαπωνία. Εγώ δεν είμαι ένας επαναστατικός συγγραφέας της πρωτοπορίας. Είμαι αυτό που είμαι», δηλώνει στον Αλμπέρτο Μοράβια που τον επισκέφθηκε στην κατοικία του ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής τύπου limperty.

Παίρνει μαθήματα bodybuilding, μαθαίνει καράτε, άλλες πολεμικές τέχνες και μποξ.

 

Επισκέπτεται μαζί με τη γυναίκα του: Αμερική, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Ελλάδα και Αραβικά κράτη. Συναντά στο Παρίσι το 1960 οπότε και πραγματοποίησε αυτά τα ταξίδια, τον Ζαν Κοκτώ.  Το 1952 άρχισε να σχεδιάζει  το πιο φιλόδοξο έργο του Η θάλασσα της γονιμότητας που θα ολοκληρωθεί ως τετραλογία, λίγο πριν αυτοκτονήσει.

Σε ένα κείμενο με τίτλο ο φίλος μου ο Χίτλερ δημοσιευμένο το Δεκέμβρη του 1968 στην εφημερίδα Τόκιο Shinbun για το ομότιτλο θεατρικό του έργο γράφει: «Το ζήτημα Χίτλερ ανασυνδέεται από την πλευρά της ύπαρξης της κοινωνίας του 20ου αιώνα κι από την άλλη από τις σκοτεινές αβύσσους της ανθρώπινης φύσης. […] Ο Χίτλερ το καλοκαίρι του 1934 εξάλειψε δυναμικά την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά»,  και χρησιμοποιεί προς τούτο το παράδειγμα του Έρνστ Γιούλιους     Ρεμ που υπήρξε οργανωτής και ηγέτης της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA (Ες-Α, Sturmabteilung) την οποία εξόντωσε ο Χίτλερ μαζί με τον αρχηγό της που ήταν ομοφυλόφιλος τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Υποστηρίζεται από αυτό το γεγονός εμπνεύστηκε ο Στάλιν τις εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησε από το 1936 κι έπειτα. «Ο φίλος μου ο Χίτλερ είναι επικεντρωμένος σ’ αυτή τη νύχτα». Τέσσερεις παίζουν σ’ ένα σκηνικό ροκοκό χρησιμοποιώντας την τεχνική του θεάτρου Νο.

Τον Χίτλερ εγκωμίασαν με διάφορους τρόπους στα γραπτά τους, αλλά και τους παρελαύνοντες στρατιώτες  και ο Αρτώ, ο Ζενέ, αλλά και ο Σαρτρ στην Ηλικία της Λογικής.

 

«Το θέατρο είναι μια δημόσια δραστηριότητα. Το γράψιμο είναι για μένα μια εντελώς προσωπική υπόθεση, είτε πρόκειται για ποίημα, είτε για θεατρικό έργο, δεν βλέπω να υπάρχει διαφορά.

Μου δίνει μεγάλη χαρά να κινούμαι ανάμεσα στις λέξεις, να τις ξεδιαλέγω, να τις βλέπω να εμφανίζονται πάνω στο χαρτί, αλλά συγχρόνως νιώθω κάτι εξίσου δυνατό, κάτι που μοιάζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, με ναυτία […] Η ναυτία που σε πιάνει μπορεί πολύ εύκολα να σε πάρει φαλάγγι και να σε παραλύσει. Αν όμως κατορθώσεις να αντιμετωπίσεις αυτή τη ναυτία, να την ακολουθήσεις ως τα λημέρια της και να διαβείς ανάμεσά τους, τότε μπορείς ίσως να πεις, πως όχι μόνο κάτι συνέβη, αλλά πως κάτι ευοδώθηκε.

Η γλώσσα σ’ αυτές τις συνθήκες είναι μια συναλλαγή διφορούμενη. Κάτω από τα λόγια που προφέρονται βρίσκεται συχνά το γνώριμο και το άφατο. Πίσω από τη γλώσσα θα το ξαναπώ, κάτω από αυτό που λέγεται, λέγεται κάτι άλλο […]. Ο λόγος είναι ανάμεσα σ’ άλλα ένα μόνιμο στρατήγημα για να καλυφθεί η γύμνια».

Ως δημόσιο πρόσωπο, κάτι πολύ ευρύτερο από την ιδιότητά του ως συγγραφέας χωρίς να είναι πολιτικοποιημένος στο νεανικό του παρελθόν – άλλες ήταν οι αφετηρίες του, αφού αγάπησε με πάθος την αυτοκρατορική λαμπρότητα και υιοθέτησε το μιλιταρισμό – δημιούργησε μιαν αντιδραστική πολιτική  ταυτότητα ακροδεξιά, περίπου φασιστική και μια νοοτροπία αριστοκρατική. Δημιούργησε δικό του στρατό από νεαρούς φοιτητές θυμίζοντας την αντίστοιχη πράξη του Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο που επιπλέον κατέλαβε και ένα εδαφικό τμήμα από το οποίο εκδιώχθηκε με μάχη. Ο Μισίμα όπως και ο περίπου ομοϊδεάτης και ομότεχνος Ντ’ Ανούτσιο υπήρξαν μαθητές του εθνικιστή και παρακμία Μωρίς Μπαρρές.

«Ο Στρατός  της εθνικής άμυνας ήταν η γενέτειρά μας, ο μοναδικός τόπος αυτής της αποχαυνωτικής  σημερινής Ιαπωνίας που να μπορεί κανείς να ανασάνει μιαν ατμόσφαιρα ανδρείας. […] Είδαμε  την Ιαπωνία εξαιτίας της πίεσης της οικονομικής ευδαιμονίας ν’ απαρνιέται τα ίδια της τα θεμέλια, να χάνει το εθνικό της πνεύμα, να στρέφεται προς ό,τι καινούργιο χωρίς να αναφέρεται στις παραδόσεις, κατρακυλώντας σε ωφελιμιστική υποκρισία, βυθίζοντας την ψυχή της σε μια κατάσταση κενού. Είμαστε υποχρεωμένοι, σφίγγοντας τα δόντια να παραβρεθούμε  στο θέαμα της πολιτικής οριστικά χαμένης σε γλοιώδεις αντιθέσεις, στη διεκδίκηση προσωπικών συμφερόντων, στη φιλοδοξία, στη δίψα για εξουσία, στην υποκρισία, […] είδαμε την αδικία της ήττας αμέσως μετά τον πόλεμο παραμερισμένη, είδαμε την ιστορία και την παράδοση της Ιαπωνίας να βεβηλώνονται από τον ίδιο το λαό. Ονειρευτήκαμε  ότι η πραγματική  Ιαπωνία, οι πραγματικοί Ιάπωνες, το αληθινό πνεύμα των Σαμουράι θα κατοικούσε τουλάχιστον  στο στρατό της εθνικής σωτηρίας. […] Ο Στρατός  που περισσότερο από  οποιονδήποτε άλλο θεσμό θα έπρεπε ν’ αποδίδει την ύψιστη σημασία στην τιμή, στάθηκε αντικείμενο των πλέον ευτελών δολοπλοκιών.

Ο Στρατός της  άμυνας συνέχισε να φέρνει τον ανέντιμο σταυρό ενός ηττημένου έθνους. […] Είμαστε οργισμένοι για την πολύ μακρά νάρκη στην οποία έπεσε η Ιαπωνία μετά τον πόλεμο! […] Όταν η αστυνομία δεν είναι σε θέση  να προστατεύει την πολιτική σαφώς ανήκει στο στρατό να κινηθεί για την άμυνα της πατρίδας. […]

Δεν μπορούμε  άλλο να περιμένουμε. Δεν υπάρχει πια λόγος να περιμένουμε… Θα ξεσηκωθούμε  μαζί και μαζί θα πεθάνουμε γι την τιμή. Πριν όμως πεθάνουμε θα ξαναδώσουμε στην Ιαπωνία  την αυθεντική της όψη[…]».

Το κείμενο αυτό της Διακήρυξης, μεγάλα αποσπάσματα του οποίου παραθέσαμε εδώ, διάβασε ο 45χρονος Μισίμα μπροστά στο στρατό του, στις 25 Νοεμβρίου 1970, λίγο πριν κάνει χαρακίρι με σκοπό να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί στάση κατά του καθεστώτος. Κάτι που δεν συνέβη.

Το πρωί της 25ης Νοεμβρίου, η ρουτίνα ξεκίνησε όπως κάθε άλλη μέρα στο σπίτι του Ιάπωνα συγγραφέα. Η σύζυγος του, Γιόκο, ξύπνησε τα παιδιά τους και τα βοήθησε να ετοιμαστούν για το σχολείο. Ο Μισίμα ήταν απασχολημένος στο γραφείο του. Τα παιδιά και η γυναίκα του έφυγαν, χωρίς να υποπτευθούν τίποτα. Θα μάθαιναν τι σχεδίαζε ο Μισίμα ώρες αργότερα, όταν θα τον έβλεπαν να εκτελεί την τελετουργική αυτοκτονία «σεπούκου» σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση.

Όντας αποφασισμένος να βάλει ένα θεαματικό και ηρωικό τέλος στη ζωή του εισέβαλε μαζί με τέσσερα μέλη της «Tatenokai»  στα κεντρικά του Υπουργείου Άμυνας στο Τόκιο. Κράτησαν τον διοικητή όμηρο και ο συγγραφέας βγήκε στο μπαλκόνι, όπου απεύθυνε τη διακήρυξη στους στρατιώτες του.

Ο συγγραφέας ολοκλήρωσε την ομιλία του και επέστρεψε στο δωμάτιο.

Γονάτισε και έμπηξε την λεπίδα στην κοιλιά του, ενώ ο σύντροφός του ετοιμάστηκε να τον αποκεφαλίσει, όπως απαιτούσε το τελετουργικό. Ο ρόλος είχε ανατεθεί στον Μασακάτσου Μορίτα, ο οποίος δεν κατάφερε να εκπληρώσει την αποστολή του. Έδωσε το σπαθί του σε τρίτο σύντροφο, τον Χιρογιάσου Κόγκα, ο οποίος αποκεφάλισε τον ετοιμοθάνατο Μισίμα και λίγα λεπτά αργότερα, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα και στον Μορίτα, που αυτοκτόνησε με τον ίδιο τρόπο.

Οι Ιάπωνες δεν αντιμετώπισαν με συμπάθεια το θάνατο του Μισίμα. Ένιωσαν ότι με τη εμμονή τους στις ιαπωνικές παραδόσεις, ο συγγραφέας δυσφήμησε τη χώρα, που προσπαθούσε να εκσυγχρονιστεί και να συμβαδίσει με τις χώρες της Δύσης.

 

Ας δούμε στο επιμύθιο πού απέτυχε ο Μισίμα.

Απέτυχε να ζήσει, να χαρεί τη σεξουαλική του απόκλιση και το σώμα του. Απέτυχε κι ως οικογενειάρχης και ως πατέρας.

Έχασε τρεις φορές – τόσες ήταν υποψήφιος το βραβείο Νόμπελ. Ως συγγραφέας και ως στρατιώτης τα έκανε θάλασσα. Το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημά του, μια τετραλογία, ξεκινά καλά, με ένα χαρούμενο πρώτο τόμο, χάνει τη φόρα του στο δεύτερο, συντρίβεται στον τρίτο τόμο και αργοσβήνει στον τέταρτο. Απέτυχε να ολοκληρώσει παρά τους τριάντα έξι τόμους των απάντων του το έργο του.

Η τελευταία μέρα του ήταν ένα φιάσκο. Απέτυχε να ζήσει, να επικοινωνήσει με το κοινό του. Απέτυχε και στις πρωτοποριακές συγγραφικές  του προσπάθειες. Απέτυχε να ζήσει την εποχή του και στην πραγματικότητά της. Ζητούσε να επιστρέψει η Ιαπωνία σε μια εποχή που είχε προ πολλού παρέλθει αλλά δεν ήταν σε θέση ή δεν ήθελε να το αντιληφθεί.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν το σκάνδαλο του τέλους του που ήταν επίσης αποτυχημένο και εξευτελιστικό. Και δεν μπορούμε να το αποσυνδέσουμε από το βίο και την πολιτεία του ούτε να το αγνοήσουμε και να υποκριθούμε  πως σκοτώθηκε από ένα τραμ τάχα για να κοιτάξουμε ανεπηρέαστοι το σημαντικό έργο που κατέλειπε.

 

-Περιοδικό Διαβάζω, τχ. 253, 26 Δεκεμβρίου 1990
Σημειώσεις:
[1] Είναι δύσκολο να κρίνουμε έναν συγγραφέα όταν ανήκει σ’ έναν πολιτισμό διαφορετικό από το δικό μας, απέναντι  στον οποίο η έλξη του εξωτισμού ή η δυσπιστία μας γι αυτόν παίζει το ρόλο της. […] ο Μισίμα αξιοποίησε την ανάμνηση του ωραίου ‘’συλλέκτη νυχτερινής γης’’, ποιητικός ευφημισμός για τον εκκενωτή τάφρων και βόθρων, μορφή δυνατού και νεαρού άνδρα που κατεβαίνει από το λόφο μέσα στη λάμψη του ήλιου που βασιλεύει. ‘’Αυτή η εικόνα υπήρξε η πρώτη που με βασάνισε και με τρόμαζε σ’ όλη μου τη ζωή’’» [Μαργαρίτα Γιουρσενάρ/μτφρ. Ιωάννα Χατζηνικολή].
[2] Ο Σιντοϊσμός είναι μια πολυθεϊστική θρησκεία χωρίς κάποιο ιερό βιβλίο. Ο Σιντοϊσμός ήταν ένα από τα παραδοσιακά κριτήρια για το δικαίωμα διαδοχής στον θρόνο της Ιαπωνικής αυτοκρατορικής οικογένειας. Το 1868 κωδικοποιήθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους (Κρατικός Σιντοϊσμός) αλλά καταργήθηκε από την Αμερικανική κατοχή το 1945.
Η ιαπωνική λαϊκή θρησκεία λειτουργεί ως επί το πλείστον ως θεμέλιο για τη μυθολογία, τις παραδόσεις και τις δραστηριότητες της γειτονιάς παρά ως η μοναδική πηγή της ηθικών κατευθυντήριων γραμμών για τη ζωή ενός ανθρώπου.
[3] Οι πνευματικοί σύντροφοι της νιότης είναι οι φίλοι και τα βιβλία. Οι φίλοι έχουν  σώμα με σάρκα και οστά και συνεχώς αλλάζουν. Οι ενθουσιασμοί που εκδηλώνονται σε μία φάση παγώνουν στην επόμενη, ενδίδοντας σε άλλους ενθουσιασμούς και άλλους φίλους. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία. Μπορούμε να πούμε ότι ένα βιβλίο που μας ενθουσίαζε παιδιά, ξαναδιαβασμένο μετά από χρόνια χάνει όλη του τη γοητεία και καταλήγει να είναι το πτώμα του βιβλίου που θυμόμαστε» [Γιούκιο Μισίμα].-

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.