You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μαρκ Τουέιν, ένας μεγάλος σαρκαστής των ανθρωπίνων

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Μαρκ Τουέιν, ένας μεγάλος σαρκαστής των ανθρωπίνων

Η πραγματική πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά, αλλά η λύπη. Δεν υπάρχει χιούμορ στον Παράδεισο.

Οι δυο πιο σημαντικές μέρες στη ζωή σου είναι η μέρα που γεννιέσαι και η μέρα που ανακαλύπτεις γιατί.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τον κόσμο κυβερνούν κάποιοι έξυπνοι που μας δουλεύουν ή κάποιοι ηλίθιοι που μιλάνε σοβαρά.                                                                 Μ.Τ.

 

Το 1867, ο Μαρκ Τουέιν επιβιβάστηκε στο «Κουάκερ Σίτι», «ένα πρώτης τάξεως ατμόπλοιο χωρητικότητας εκατόν πενήντα επιβατών σε καμπίνες», το οποίο ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη θα διέπλεε τη Μεσόγειο και θα κατέληγε στους Αγίους Τόπους. Ο προορισμός αυτός δεν ενδιέφερε τον Μαρκ Τουέιν, αντίθετα με πολλούς από τους άλλους επιβάτες. Τον τριανταδυάχρονο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς  – αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του – δεν τον ενδιέφεραν ούτε τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα του Ιουνίου πελάγους. Αυτός, έχοντας συμφωνήσει να δημοσιεύσει την αφήγηση αυτού του ταξιδιού σε κάποια αμερικανική εφημερίδα, επιθυμούσε διακαώς να ανέβει στον Ιερό  Βράχο και να επισκεφθεί την Ακρόπολη. Χρειάστηκε μάλιστα να παραβιάσει την καραντίνα, που είχε κηρυχτεί λόγω μιας επιδημίας χολέρας, και να φθάσει από τον Πειραιά, «δραπετεύοντας» από το πλοίο με άλλους τρεις, στο αιώνιο αυτό μνημείο.

Από κει που  έχοντας επιστρατεύσει χάρτες και κιάλια ψάχνοντας να εντοπίσουν τον στενό βράχο του Αρείου Πάγου, το λοφίσκο της Πνύκας, την ανωφέρεια του Λόφου των  Μουσών, τον χώρο όπου μίλησε ο Απόστολος Παύλος, βρέθηκαν να περπατούν στα κακοτράχαλα δρομάκια που οδηγούσαν στην Ακρόπολη. Έχοντας για σημείο προσανατολισμού τους λόφους της Αθήνας στο βάθος συνέχισαν έτσι για σχεδόν τέσσερις ώρες. Λίγους ανθρώπους μόνο συνάντησαν στη διαδρομή, φύλακες των χωραφιών τους,  πολλά σκυλιά και αμπέλια, από τα οποία έκλεψαν λίγα σταφύλια για να ανακουφίσουν τη δίψα τους: «Το λεκανοπέδιο της Αττικής εκτός από τους αμπελώνες, ήταν μια τεράστια, γυμνή, έρημη και καθόλου ποιητική έκταση – αναρωτιέμαι πώς να ήταν τον Χρυσό Αιώνα της δόξας της Ελλάδας, πεντακόσια χρόνια πριν την έλευση του Χριστού».

Στον νυχτερινό ουρανό μεσουρανούσε η πανσέληνος που έδινε στα πάντα μιαν αλλόκοτη λάμψη, ενώ γύρω από τον Παρθενώνα και τα άλλα κτίρια της Ακρόπολης ξεχώριζαν, τότε, αγάλματα αντρών και γυναικών, στημένα πάνω σε βάθρα, που όλα έδειχναν θλιμμένα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, και εκπληκτικά ανθρώπινα. «Βγήκαμε στο χορταριασμένο και γεμάτο σκόρπια μάρμαρα άπλωμα πίσω από τον Παρθενώνα. Πολλές φορές ξαφνιαστήκαμε βλέποντας κάποιο πέτρινο λευκό πρόσωπο να μας κοιτάει με τα νεκρά του μάτια, μισοκρυμμένο στο γρασίδι. Το μέρος έμοιαζε γεμάτο φαντάσματα».

Πιο πολύ όμως κι από τον ναό του Παρθενώνα, ο Μαρκ Τουέιν μοιάζει να θαμπώθηκε από το νυχτερινό θέαμα της Αθήνας υπό το σεληνόφως. Τα χαμηλά σπίτια, τους ναούς που μπορούσε να διακρίνει, το ανάκτορο του βασιλιά, τη θάλασσα στο βάθος, τους λόφους γύρω, τη λάμψη της Ιστορίας πάνω στο καθετί.

Αλλά ήταν ώρα πια να φύγουν, για να προλάβουν να είναι στο πλοίο πριν από το ξημέρωμα. Η επιστροφή ήταν πιο εύκολη, καθώς ήξεραν τώρα προς τα πού να κατευθυνθούν και δεν φοβόντουσαν πια την αστυνομία και τις αυστηρές ποινές που προβλέπονταν για όποιον παραβίαζε την καραντίνα.

Ήταν μεγάλη αποκοτιά να παραβιάσουν την καραντίνα διακινδυνεύοντας  να μολυνθούν από μια τόσο σοβαρή νόσο όπως η χολέρα, αλλά και  μεγάλη τύχη γιατί – τότε δεν το ‘ξερε βέβαια – αλλά δεν έτυχε να ξαναταξιδέψει στην Αθήνα.

Αυτός ο μέγας ταξιδευτής – είχε διασχίσει 29 φορές τον Ατλαντικό Ωκεανό! Επομένως  κάθε άλλο παρά ξένη του ήταν η θάλασσα. Ένα φεγγάρι μάλιστα που κράτησε αρκετά έγινε καπετάνιος σε ποταμόπλοιο στο Μισισιπή.

Ο ίδιος δήλωνε πως δεν θα είχε γίνει αυτός που έγινε χωρίς την εμπειρία που απέκτησε στο Μισισιπή.

Το Μαρκ Τουέιν, είναι μία έκφραση των βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: Μαρκάρισε μισό, μαρκάρισε ένα, Μαρκ Τουέιν θα πει μαρκάρισε δύο βάθη.

Από αυτό το τελευταίο είχε δανειστεί το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς που ήταν εραστής της περιπέτειας και της περιπλάνησης. Ήταν ακόμη εξαιρετικά τολμηρός στην αναζήτηση των περιπετειών και των περιπλανήσεων  που του προσπόρισαν, λόγω του συγγραφικού ταλέντου που διέθετε, τα μνημειώδη πικαρέσκο μυθιστορήματα του: Οι  Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ, Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν, Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου.

 

Η αμερικανική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα σημαδεύεται από τον πρόλογο του Γουώλτ Γουίτμαν στα Φύλλα Χλόης όπου  γράφει μεταξύ άλλων, πως θέλει με τους στίχους του να συνδέσει τον Αμερικανό πολίτη με τους πολίτες όλων των εθνών.

Οι τρεις συγγραφείς που κυριαρχούν αυτή την εποχή είναι ο Μαρκ Τουέιν [1835-1910], ο Χένρυ Τζαίημς [1843-1916]και ο Γουίλιαμ Ντην Χάουελς [1837-1920,η άνοδος του Σάιλας Λάπαμ].

Και οι τρεις τους ξεκίνησαν τη συγγραφική τους δραστηριότητα στη διάρκεια του εμφυλίου και μετά και καθόρισαν την μελλοντική πορεία, τις θεματικές, τις τεχνικές, ακόμα και το ύφος της αμερικανικής λογοτεχνίας της εποχής τους.

Ο Μαρκ Τουέιν, ο πατέρας της αμερικανικής λογοτεχνίας, όπως τον αποκάλεσε ο Γουίλιαμ Φώκνερ  ήταν ο κάτοικος ενός «άλλου» κόσμου που είχε επινοήσει ο ίδιος μακριά από ταξικές ανισότητες και διακρίσεις, φτιαγμένου από υλικά παραμυθένια που ενέπνευσαν οι προφορικές αφηγήσεις του αμερικανικού Νότου που ήταν γεμάτες χιούμορ και φαντασία,  διεκδικώντας  το δικαίωμα  στο ονειροπόλημα.

Τις πρώτες ευμενείς κριτικές ο Μαρκ Τουέιν τις κέρδισε με τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (Adventures of Tom Sawyer, 1876), ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά και μια ιστορία αγάπης. Είναι βιβλίο περιπέτειας, που δε διστάζει να σταθεί στη μέση της δράσης και να σκεφτεί. Ένα  αστυνομικό θρίλερ. Μια ιστορία για τη φιλία και το θάνατο και για τον απέραντο κόσμο. Ένας χάρτης που αποτυπώνει τη λαχτάρα των παιδιών για το ταξίδι. Ένας χάρτης ζωγραφισμένος με χιούμορ, ειρωνεία, συναρπαστικές και συγκινητικές σκηνές αλλά και καυστικές αλήθειες.

Στη συνέχεια δημοσίευσε το Ο Πρίγκιπας και ο φτωχός (The Prince and the Pauper, 1882), μυθιστόρημα αφιερωμένο στους νέους όλων των ηλικιών.

Όμως εκείνο που τον καθιέρωσε στην αμερικανική λογοτεχνία ήταν η δημοσίευση του μυθιστορήματος Οι περιπέτειες του Χάκλεμπερι Φιν (Adventures of Huckleberry Finn, 1885). Καταγράφοντας τα ηθικά διλήμματα που βιώνει ένα νεαρό αγόρι στον προπολεμικό Νότο, ο Μαρκ Τουέιν διατυπώνει σύνθετα  ερωτηματικά σχετικά με τη φυλή και τη νομιμότητα των κοινωνικών ηθικών πλαισίων. Μ’ αυτή την προσέγγιση καταδεικνύει πόσο κάποια ριζικά συστατικά κοινωνικής κριτικής ήταν δυνατό να χωρέσουν μέσα σε ένα τυπικά συντηρητικό είδος μυθοπλασίας.

Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών στις 30 Νοεμβρίου 1835  και ήταν γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισσισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσής του.

Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουέιν να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί.

Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμο, στον οποίο απέφυγε να αναμιχθεί, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που τον ανάγκασε να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.

Το μυθιστόρημα Οι Περιπέτειες του Χάκλμπερυ (Χακ) Φιν εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 1884 και στις ΗΠΑ το επόμενο έτος. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός λευκού έφηβου κατώτερης κοινωνικής τάξης, που φεύγει από το σπίτι του για να απαλλαγεί από τον μέθυσο και βίαιο πατέρα του, παρέα με έναν δραπέτη δούλο, τον Τζιμ. Ο Τουέιν στο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του και, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πάνω από 200 φορές τη λέξη “νέγρος” (nigger). Το έργο ήδη από το 1885 δέχτηκε αρνητική κριτική από τους λευκούς λόγω της χυδαίας γλώσσας και της ανηθικότητάς του, οπότε χαρακτηρίστηκε έως και αληθινό σκουπίδι, και εξαιρέθηκε από κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες. Εν τούτοις, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το έχει χαρακτηρίσει ως τη βάση όλης της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου  αιώνα το έργο δέχτηκε νέα κριτική ως ρατσιστικό, και απαγορεύθηκε σε ορισμένα σχολεία των ΗΠΑ, όπου προηγουμένως εχρησιμοποιείτο ως βοηθητικό βιβλίο. Σε νεώτερες αγγλόφωνες εκδόσεις του μυθιστορήματος έχει αντικατασταθεί η λέξη “νέγρος” με το “σκλάβος” και έχει παραληφθεί η λέξη “injun”, που αναφερόταν στους ιθαγενείς της Αμερικής. Η απαγόρευση του βιβλίου σε σχολείο της Φιλαδέλφεια από έναν «πολιτικά ορθό όχλο» κρίθηκε αρνητικά, και χαρακτηρίστηκε λογοκρισία από εκπρόσωπο του Γραφείου Πνευματικής Ελευθερίας της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών.

Έγραψε ακόμη δύο μνημειώδη έργα πολιτικής σάτιρας: τον Μονόλογο του Βασιλιά Λεοπόλδου, όπου καταγγέλλει την εγκληματική διακυβέρνηση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’ του Βελγίου στο Κονγκό, ενώ στον δεύτερο, ειρωνεύεται τον αδύναμο τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο Β’, ο οποίος, έχοντας μόλις πνίξει στο αίμα μια ειρηνική διαδήλωση έξω από τα Χειμερινά Ανάκτορα, νιώθει την εξουσία του να κλονίζεται και αναζητεί στήριγμα στα εμβλήματα του αξιώματός του. Δύο έξοχα δείγματα πολιτικής εγρήγορσης και συγγραφικής τόλμης.

Στις 2 Φεβρουαρίου του 1870 παντρεύτηκε  την Ολίβια (Λίβυ) Λάγκντον  και εγκαταστάθηκαν μαζί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Εκεί, ο Τουέιν ανέλαβε καθήκοντα εκδότη και συγγραφέα για την τοπική εφημερίδα Buffalo Express. Μετά τη γέννηση του γιου τους, Λάνγκντον, στις 7 Νοεμβρίου του 1871, εγκαταστάθηκαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Στις 19 Μαρτίου του 1872, γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη, Ολίβια Σούζαν, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Λάνγκντον πέθανε έχοντας προσβληθεί από διφθερίτιδα. Απέκτησαν μαζί άλλες δύο κόρες, την Κλάρα (1874) και την Τζέην Λάμπτον (1880). Στο διάστημα αυτό, ο Τουέιν έδωσε αρκετές διαλέξεις, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία, την οποία επισκέφτηκε για πρώτη φορά.

Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουέιν προέβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το 1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της πράγμα που τον ώθησε να δώσει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil.

Ο Τουέιν επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υιοθετήσει μία σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης (American Anti-Imperialist League). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως προδότης, αλλά και τη μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής.

Το 1903, έχοντας ζήσει στη Νέα Υόρκη για τρία χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε και εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Μετά το θάνατό της, ο Τουέιν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απριλίου του 1910, σε ηλικία 74 ετών.

Ο Μαρκ Τουέιν ήταν αριστοτέχνης χιουμορίστας. Ήταν  άνθρωπος, γεμάτος ανήσυχη ευθυμία, διαυγή οξυδέρκεια αλλά και δυνατή λογική.

Η τύχη και ο πλούτος ευνόησαν απλόχερα τον μεγάλο συγγραφέα που, παρόλο που γελούσε αληθινά στη ζωή, ήταν στο βάθος ένας πικρός σαρκαστής.

Ο αστεροειδής 2362 Μαρκ Τουέιν (2362 Mark Twain) πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.