You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: ΠΛΑΤΟΝΟΦ (Μια ματιά πάνω στην παράσταση του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά)

Λίζα Διονυσιάδου: ΠΛΑΤΟΝΟΦ (Μια ματιά πάνω στην παράσταση του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά)

Ο κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης Adolf Shapiro συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σκηνοθετώντας έναν από τους σπουδαιότερους θεατρικούς συγγραφείς, τον Άντον Τσέχοφ. (Από το internet)

Ο κύριος χαρακτήρας στο πρωτόλειο θεατρικό έργο του Τσέχοφ, είναι ο Μιχαήλ Πλατόνωφ, ένας  απογοητευμένος, αλλά γοητευτικός επαρχιακός δάσκαλος. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια εξοχική κατοικία της ρωσικής επαρχίας. H ιδιοκτήτρια του εξοχικού, Άννα Πετρόβνα, χήρα στρατηγού, η Σοφία Γιεγκόροβνα, σύζυγος του θετού γιου της, και άλλη μία καλεσμένη της, η φοιτήτρια χημείας Μαρία Γκρεγκόβα ερωτεύονται όλες τον παντρεμένο Πλατόνωφ. Ο  Πλατόνωφ, θεωρεί ότι η κοινωνία δεν διέπεται από ηθικές αρχές, και, καθώς ο ίδιος αποτελεί μέρος αυτής της κοινωνίας έχει απίστευτη άνεση να καταστρέφει και να αυτοκαταστρέφεται . Ο Πλατόνωφ είναι  πρόσωπο της σκοτεινής νύχτας, της ταραγμένης εποχής του. Οι ήρωες του έργου βρίσκονται ριγμένοι σε έναν κόσμο χωρίς σταθερές, χωρίς ασφάλειες: σε μια εποχή, αιωρούμενη ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Ιδανικά, αξίες  και βεβαιότητες έχουν αρθεί. Ο κόσμος τους, ηττημένος, γέρνει προς το τέλος του. Η εποχή μοιάζει να προετοιμάζει η ίδια την κηδεία της. Ο Τσέχοφ μέσα σε αυτό το σκοτεινό και ταραγμένο σύμπαν μιλά γι’ αυτό που ξέρει καλά: για τον άνθρωπο, τον έρωτα και τις ελπίδες. Άνθρωποι χωρίς πυξίδα, χωρίς σταθερές, παλεύουν να κρατηθούν από το γλέντι, την καλοπέραση, το γέλιο, τον έρωτα. Η νύχτα είναι σκοτεινή και ταραγμένη. Το ξημέρωμα δεν φαίνεται πουθενά.

Η ανθρωπολογική ματιά του Τσέχοφ κάνει το έργο διαχρονικό. Άνθρωποι υπέροχοι και άθλιοι μαζί. Άλλωστε σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι είναι υπέροχοι και άθλιοι ταυτόχρονα. Η νέα ζωή, ταχύτατη και αμείλικτη, τους ξεπερνάει. Ο έρωτας, τα όνειρα, οι ελπίδες για το μέλλον παλεύουν να υπάρξουν ενάντια στην καταστροφή. Το μέλλον σπρώχνει να βγει σα μωρό που ήρθε η ώρα του να γεννηθεί. Ο τοκετός όμως παρουσιάζει τρομερές επιπλοκές.

Σε ταραγμένες εποχές, όταν όλα διαλύονται, όταν το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας, η μόνη ελπίδα να κρατηθούμε είναι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας.  Να κρατηθούμε μας καλεί ο Τσέχοφ, σε αυτό θαρρώ οφείλεται η διαχρονικότητα του έργου.

Ο σκηνοθέτης, (σαν συνεχιστής της Μαρίας Κνέμπελ και του Στανισλάφσκι), θα περίμενε κανείς να  έχει σίγουρα μεγάλη εμπειρία στην απόδοση αυτού του τραγικού ανθρώπινου  αδιέξοδου που κάνει τις πρόσκαιρες χαρές και κυρίως τον έρωτα,  να φαντάζουν μοναδική σωτηρία.

Διαβάζω ότι η παγκόσμια φήμη του, οφείλεται κυρίως στην μελέτη, την ερμηνεία και την σκηνοθεσία πάνω στα έργα του Τσέχοφ και ήδη αισθάνομαι άβολα να εκφράσω την άποψή μου για την παράσταση. Ωστόσο, τολμώ!

 

Με το ίδιο έργο καταπιάστηκε στον κινηματογράφο ο Νικήτα Μιχαλκόφ. Το 1977, σκηνοθέτησε την ταινία «Τα μηχανικά πιάνα». Σε κείνη την κινηματογραφική μεταφορά, ο Μιχαλκόφ κατάφερε να αποτυπώσει την τσεχοφική ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιώντας και στοιχεία από άλλα έργα του Τσέχοφ (κυρίως τα διηγήματα),κατάφερε να  διεισδύσει  στον πυρήνα της προβληματικής του: τα όνειρα για μια άλλη ζωή  που  δεν εκπληρώθηκαν, οι ελπίδες που  διαψεύστηκαν, το κενό που παραμονεύει στο κέντρο της ύπαρξης, η θλίψη για το εφήμερο της ζωής και το παροδικό των ανθρώπινων πραγμάτων και κυρίως,  το άπιαστο πουλί του έρωτα και το ανέφικτο της ευτυχίας.  Ισορροπώντας την ταινία ανάμεσα στην ειρωνεία, στην μελαγχολία, στην νοσταλγία, στη φάρσα, στη χαρά και στη λύπη, συλλαμβάνει με επιτυχία αυτήν την μοναδική και ιδιάζουσα αίσθηση της «ποίησης της καθημερινότητας» του Τσέχοφ. Η ταινία γυρισμένη εξ ολοκλήρου  σ’ ένα τυπικό τσεχοφικό περιβάλλον -μια αγροικία δίπλα σε μια μικρή λίμνη, απομονωμένη από τη γύρω περιοχή- και βασισμένη στέρεα στις ερμηνείες όλων των ηθοποιών, θεωρείται μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές του κόσμου του Τσέχοφ στην μεγάλη οθόνη.

Έρχομαι τώρα στην παράσταση του Δημοτικού θεάτρου του Πειραιά. (όπως την εισέπραξα).

Την Τσεχοφική ατμόσφαιρα κατά την άποψή μου δεν την έκαναν απόμακρη, ούτε τα σκηνικά και τα κοστούμια, (βρήκα ευρηματική την αλλαγή από άσπρο σε μαύρο των δύο μερών της παράστασης), ούτε και το όλο στήσιμο της, ως προς το περιβάλλον. Εκεί που η απορία μου χτύπησε κόκκινο, είναι στο κατά πόσον η ατμόσφαιρα αυτή πάτησε στέρεα πάνω στις ερμηνείες των ηθοποιών. Με εξαίρεση την  Παναγιώτα Βλαντή και κάπως τον  Κώστα Φλωκατούλα, οι υπόλοιποι ηθοποιοί, (και κυρίως ο πρωταγωνιστής),  μου φάνηκαν αδύναμοι να σηκώσουν το βάρος των απαιτήσεων των ρόλων. Δεν υπαινίσσομαι με αυτή την προσωπική μου διαπίστωση ότι οι ηθοποιοί δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθουν στο δύσκολο αυτό εγχείρημα. Θεωρώ ότι η ευθύνη ανήκει στον σκηνοθέτη. Πιθανόν η δουλειά του να ήταν ευκολότερη με Ρώσους ηθοποιούς, που θα έμπαιναν στο πετσί του ρόλου με μεγαλύτερη άνεση. Εδώ η προσπάθειά του, μου φάνηκε επιφανειακή και καθόλου πειστική.

Όλη την ώρα της θέασης, με διακατείχε αυτό το συναίσθημα ! Έριχνα λοξές ματιές στο θεατρόφιλο κοινό και η απορία μου, σχετικά με τα συναισθήματά τους μεγάλωνε διαρκώς, όσο οι αντιδράσεις τους δεν με έπειθαν για κάτι τέτοιο. Το κοινό ήταν αμήχανο. Η ίδια, έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει την όμορφη ανακαίνιση του Δημοτικού θεάτρου (ομολογουμένως εντυπωσιακή), ενώ θα έπρεπε να ξεχάσω που βρίσκομαι. Μάλλον, θα έπρεπε να βρίσκομαι με τους ηθοποιούς αλλού. Να ενταχθώ στην καλοκαιρινή γιορτή τους σαν καλεσμένη. Όσο και αν μιλάμε για ένα, όχι κλασικό έργο του Τσέχοφ, (μια και πρόκειται για πρωτόλειο), ο Τσέχοφ, είναι Τσέχοφ ! Αναζητούσα την εσωτερική δράση του έργου, την εσωτερική ζωή των ηρώων του, τους χυμούς που το δύσκολο έργο θα άφηνε να στάξουν πάνω στην στεγνή ζωή μας και δεν τους βρήκα. Το κωμικό και το τραγικό, παντρεύονταν εντελώς επιφανειακά. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης τραγικού και κωμικού, το αποτέλεσμα προέκυψε επίπεδο.  Δεν είμαι σίγουρη, αν σε αυτό συνετέλεσε η μινιμαλιστική προσέγγιση του σκηνοθέτη, (το θεωρώ όμως πολύ πιθανό). Με λίγα λόγια, η παράσταση με άφησε άδεια. Το γεγονός ωστόσο ότι οι προσδοκίες μου ήταν μεγάλες, (τόσο, ώστε να με οδηγήσουν μετά από πολύ καιρό στο θέατρο), με ώθησε να γράψω αυτές τις γραμμές, καθώς, από την ώρα που έβγαινα από την αίθουσα, μέχρι τώρα (δύο μέρες), δεν έπαψα να αναρωτιέμαι : Γιατί ;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.