You are currently viewing Λίζα Διονυσιάδου: Συνειρμοί

Λίζα Διονυσιάδου: Συνειρμοί

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ

Στο διήγημα «Aφήγηση μιας κυρίας», ο μάστορας της αφήγησης Αντόν Τσέχοφ, αποτυπώνει μέσα σε λίγες σελίδες , όλη την ζωή της ηρωίδας -αφηγήτριας. Μια ζωή που πήγε χαμένη όπως τόσες και τόσες ανθρώπινες ζωές. Τρυφερές σκέψεις που λάμπουν σαν τις στάλες της βροχής πάνω στα γένια του ήρωα , αφέθηκαν στο έλεος μιας καταδικασμένης σε μαυρίλα μοίρας.

Δύο νέοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να δώσουν ο ένας στον άλλο την χαρά της ζωής, καταλήγουν μόνοι και έρημοι δίχως να καταφέρουν να γευτούν την αγάπη. Ένα τείχος υψώνεται ανάμεσά τους . Νομίζουν ότι δεν μπορούν να το περάσουν. Στην πραγματικότητα , το τείχος είναι δική τους επινόηση.

Οι άνθρωποι κατά κανόνα υψώνουν τείχη μια και αυτό βοηθά την οκνηρία την διστακτικότητα και την δυσπιστία τους. Δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους ενώ ο χρόνος περνάει μικραίνοντας την ζωή. Ζουν ,επειδή ζουν … ανήμποροι να μοιρασθούν το φως !

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην,

 χωρίς αιδώ μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

[1896, 1897*]

Από το φως και  την μυρουδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου , τα γέλια και την ανεμελιά της νιότης , οι ήρωες φθάνουν στην μαυρίλα του ανύπαρκτου μέλλοντος των γηρατειών.

Από τα όνειρα των χρόνων της αθωότητας και την ελπίδα ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο, στην απόγνωση του τέλους των βεβαιοτήτων και μαζί του τέλους των  συγκινήσεων.

Από τις συγκινήσεις στην θέα της βροχής, των κεραυνών, την χαρά που δίνουν τα αστροπελέκια και το απλό κοίταγμα του αγαπημένου προσώπου, έρχεται η στιγμή που όλα συνοψίζονται στον παρακάτω διάλογο :

– Πώς πάει ;

– Έτσι κι έτσι .

Κι ύστερα σιωπή και μετά αβάσταχτη λύπη και τέλος αναφιλητά .

«Θεέ μου, θεέ μου, πάει η ζωή …λέει η ηρωίδα μέσα στο αναφιλητό της

. Και εκείνος , δεν προσπαθεί καν να την κάνει να μην κλαίει , αφού θεωρεί πως έτσι πρέπει να γίνει.

Έκλεισα το βιβλίο,-πάντα κλείνει στο τέλος το βιβλίο και πάνε μέρες τώρα που βλέπω μπροστά μου την ηρωίδα να κλαίει δίχως ελπίδα. Μερικές φορές, ανάμεσα από τις  πτυχές του φορέματός της  εμφανίζονται άνθρωποι γνωστοί μου. Άνθρωποι βαθιά λυπημένοι, ζωντανοί και νεκροί. Μια μέρα , η γυναίκα εμφανίσθηκε στον δρόμο μου την ώρα που οδηγούσα. Λίγο έλειψε να την χτυπήσω.  Την απέφυγα την τελευταία στιγμή .

Κατέβηκα από το αυτοκίνητο, την πλησίασα και την κοίταξα προσεχτικά.

«Πώς είσθε» ; την ρώτησα

«Έτσι κι έτσι». Νομίζω ότι μου απάντησε

 Μου φάνηκε πως μέσα στο βλέμμα της, ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση, καθρεφτιζόταν όλη η απελπισία του σημερινού ανθρώπου όπου η αυθαίρετη σημασία της κάθε έννοιας που έχασε το νόημά της, γεννάει τέρατα.

Λίζα Διονυσιάδου

Η Λίζα Διονυσιάδου γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα και την Αίγινα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Σοβιετική Μόσχα και εργάσθηκε σε Αθήνα και Πειραιά. Ασχολείται με την λογοτεχνική γραφή τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει εκδώσει ποιήματα (ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ), μικρές ιστορίες (ΡΟΕΣ) και μυθιστορίες (ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ).

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.