Μὲ σχισμένο τὸ τζὶν ἡ καλλίκνημος
βουτᾶ τὸ πατουσάκι στὴ θάλασσα
ποὺ ἀφρογελᾶ πασπαλίζοντας
ἁλισάχνη τὴν κόμη της,
καὶ πέρα ἀπ’ τὸν καιρὸ
βοοῦν ἀκόμη
τὰ ἑφτὰ γένη τῶν Ἀβάρων
πού, ὡς λένε, τοὺς τσάκισε
μὲ κοντάρι κρανιᾶς ὁ Ὑπέρμαχος.
Ἐκείνη
μὲ κλεισμένα τὰ βλέφαρα
ὀνειρεύεται
τὶς ὁπλὲς ν’ ἀκούσει τοῦ ἀλόγου Του
βαρβάτες στὶς πέτρες νὰ σπιθίζουνε,
ὡς βλέπει τα σμάρια
νὰ περνοῦν τὰ νεοβάρβαρα
μ’ ἕνα κλὶκ νὰ κρατήσουν
δῆθεν τὴν μεγάλη στιγμή
“This is the place, gentlemen!’
ποὺ μουρμουρίζει μηχανικὰ ἡ ξεναγός.
Ἐδῶ τὰ ὡραῖα ἐρείπια
στὸν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ νὰ στραφταλίζουνε,
ἐκείνη δίπλα στὴν θάλασσα,
μὲ τὸ πατουσάκι στὸ νερό,
μισὸ ψάρι κιόλας καὶ μισὸ κορμί,
Τὸν προσμένει καβαλάρη κι ἀπέθαντο,
μὲ τρεμάμενο στὰ χείλη τὸ ρώτημα:
΄΄Ζεῖ γιὰ δὲν ζεῖ΄΄, κι ἐγὼ πῶς πορεύομαι
μὲ ξεσκλίδια τὸ Ὑπάρχω μου
σὲ τοῦτο τὸν ζαβὸ ἀνελέητο καιρό,
Πῶς;