You are currently viewing ΟΜΗΡΟΥ «Ἰλιάς»  Ψ 42-101, 138-153, 170-191, 212-225.  Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

ΟΜΗΡΟΥ «Ἰλιάς»  Ψ 42-101, 138-153, 170-191, 212-225.  Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

 

Η καύση τού Πατρόκλου και ο βαθύς πόνος τού Αχιλλέα 

 

Η εμφάνιση τού Πατρόκλου στον ύπνο τού Αχιλλέα

Σχ. 1

Στ. 42-101

Όμως αυτός αρνιότανε πεισματικά και πήρε κι από πάνω όρκο:

«Α, όχι, μά τον Δία, που είναι ο υπέρτατος απ’ τους θεούς κι ο πιο τρανός,

δεν είναι πρέπον λουτρού νερό ν’ αγγίξει το κεφάλι μου,

πριν βάλω στην πυρά τον Πάτροκλο κι υψώσω από πάνω τύμβο2

και κόψω τα μαλλιά μου, γιατί δεύτερη τέτοια λύπη δεν πρόκειται να μπει

μες στην καρδιά μου, ενόσω βρίσκομαι ανάμεσα στους ζωντανούς.

Μα τώρα, ναι, ας υπακούσουμε στο μισητό το δείπνο∙

και την αυγή δώσ’ εντολή, άρχοντα των ανδρών ανώτατε, Αγαμέμνονα,

ξύλα να φέρουνε και να προσφέρουνε όσα αρμόζει να ’χει μαζί του ο νεκρός

όταν τον δρόμο για το ζοφερό σκοτάδι παίρνει, κι έτσι η ακούραστη φωτιά

αυτόν μεν να τονε κατακαίει κι από τα μάτια μας μπροστά γρήγορα

να τον παίρνει, οι άντρες, δε, στα έργα τους3 κατόπιν να στραφούν».

΄Ετσι μιλούσε, κι εκείνοι φυσικά τον άκουσαν με προσοχή και έστερξαν

στα λόγια του∙ γρήγορα έπειτα ετοίμασε ο καθείς το δείπνο του και έτρωγε,

κι ούτ’ η καρδιά τού καθενός τη στέρηση του πρέποντος ένιωθε μεριδίου.4

Και ύστερα, σαν την επιθυμία για πιοτό και φαγητό ικανοποίησαν,

εκείνοι μεν, θέλοντας να πλαγιάσουν, για τη σκηνή του πήρε το δρόμο ο καθείς∙

μα του Πηλέα ο γιος στην αμμουδιά τής πολυτάραχης της θάλασσας

ήταν αναγερμένος, βαριοστενάζοντας ανάμεσα σε πλήθος Μυρμιδόνες5

σε τόπο ανοικτό,6 όπου τα κύματα κτυπούσαν στην ακτή.

Και όταν άρχισε ο ύπνος να τον πιάνει, τις μέριμνες λύνοντας της ψυχής

περικλεισμένο έχοντάς τον, καθώς ολόγυρά του χύθηκε γλυκά

γιατ’ είχαν τα λαμπρά του μέλη κουραστεί πολύ ενάντια στον ΄Εκτορα

ορμώντας κατά το ΄Ιλιο το ανεμόδαρτο,

ήρθε τότε σιμά του η ψυχή τού δύσμοιρου Πατρόκλου,

σε όλα όμοιά του, στ’ ανάστημα, στα μάτια τα ωραία, στη φωνή,

και στο κορμί του φόραγε τα ίδια ρούχα όπως πριν.

Κι εστάθη πάνω απ’ το κεφάλι του κι αυτά τα λόγια τού ’πε:

«Κοιμάσαι, Αχιλλέα, κι εμένανε  με έχεις πια ξεχάσει.

Αλήθεια, όσο ήμουν ζωντανός, δεν με παραμελούσες, [μα με παραμελείς]

σαν πέθανα∙ θάψε με όσο το δυνατόν πιο γρήγορα∙ τις πύλες θέλω να διαβώ

του ΄Αδη. Μακριά με διώχνουν οι ψυχές, οι ίσκιοι των αποθαμένων,7

και ούτε με αφήνουν περνώντας το ποτάμι8 μαζί τους να ενωθώ,

μα άσκοπα πλανιέμαι δω κι εκεί μπροστά στου ΄Αδη το ευρύπυλο παλάτι.

Και κάτι ακόμη∙ δώσ’ μου το χέρι σου, κλαίγοντας γοερά σου το ζητώ!

Γιατί πίσω δεν θα γυρίσω από τον ΄Αδη πια, σαν θα με έχετε αφήσει

μέρος της να με κάνει η φωτιά. Και είναι βέβαιο πως ζωντανοί δεν πρόκειται

[σαν πριν] να κάτσουμε απ’ τους αγαπητούς μας τους συντρόφους μακριά,

σκέψεις για ν’ ανταλλάξουμε, αλλά εμένα η φρικτή η μοίρα με κατάπιε,

αυτή που μου ’λαχε την ώρα που γεννιόμουν.

Αλλά και για τον ίδιο εσένα, Αχιλλέα, όμοιε με τους θεούς,

η μοίρα [έγραψε] κάτω απ’ το τείχος των ευγενών των Τρώων να χαθείς.

Και κάτι άλλο τώρα θα σου πω και μια παραγγελία θα σου αφήσω

να μου κάνεις, αν θέλεις να μ’ ακούσεις∙ τα κόκκαλά μου, Αχιλλέα,

να μην τα βάλουν χώρια απ’ τα δικά σου αλλά μαζί,

όπως μαζί ανατραφήκαμε μέσα στ’ αρχοντικό σας,

απ’ όταν ο Μενοίτιος9 μ’ οδήγησε μικρό απ’ τον Οπούντα

στο δικό σας το παλάτι, λόγω του φόνου του φρικτού [που έκανα]

εκείνη την ημέρα, όταν του Αμφιδάμαντα σκότωσα το παιδί, ο άμυαλος,

δίχως αυτό να θέλω, γιατί φουρκίστηκα καθώς τα κότσια10 παίζαμε.

Εκεί με δέχτηκε ο γνώστης της ιππευτικής στ’ αρχοντικό του, ο Πηλέας,

και με φροντίδα με ανάτρεφε και σύντροφό σου με κατέστησε.

΄Ετσι λοιπόν, και τα οστά των δυο μας η ίδια κάλπη η νεκρική ας τα περικαλύπτει,

ο αμφορέας ο χρυσός που η μητέρα σου η σεβαστή σού έδωσε».11

Σ’ αυτόν αποκρινόμενος, είπε ο γοργοπόδης Αχιλλέας:

«Γιατί εδώ μου έχεις έρθει, ακριβέ μου, κι ένα προς ένα αυτά μου παραγγέλνεις;

Κι όμως εγώ, όλα ανεξαιρέτως θα σου τα εκτελέσω και θα σ’ ακούσω

όπως εσύ ορίζεις. Μα έλα τώρα, ζύγωσε πιο κοντά μου∙ έστω και μια στιγμή αγκαλιασμένοι,

τον πικρό θρήνο ας χορτάσουμε, τον θρήνο τον σπαρακτικό».

΄Ετσι λοιπόν σαν μίλησε, τα χέρια του τα άπλωσε, μα τίποτε δεν έπιασε∙

γιατί η ψυχή έφυγε σαν καπνός και χάθηκε κάτω απ’ τη γη μ’ έναν τριγμό.                                               

                                                     Η ταφή του Πατρόκλου. Ζακ Νταβίντ . 1778

 

Ο Αχιλλέας αποθέτει την κόμη του πάνω στον νεκρό Πάτροκλο 

Σχ. 12 

Στ. 138-153

Κι όταν εκείνοι έφτασαν στη θέση που τους είχε υποδείξει ο Αχιλλέας,

τον αποθέσαν κάτω κι ευθύς ξύλα πολλά συσσώρευαν.

Και τότε κάτι άλλο ο γοργοπόδης Αχιλλέας σκέφτηκε∙ στάθηκε απόμακρα

απ’ της φωτιάς τον ξύλινο σωρό κι έκοψε τα ξανθά, τα μακριά μαλλιά του,

που πλούσια για τον Σπερχειό τον ποταμό τα έτρεφε.13

Κι έχοντας πόνο να του σκίζει την καρδιά, είπε κοιτώντας το μαβί το πέλαγο:14

«Σπερχειέ, του κάκου σού ’ταξε ο γονιός μου, ο Πηλέας,

ότι εάν γυρίσω εκεί, στην πατρική μου, την αγαπημένη γη,

θα ’κοβα προς τιμήν σου τα μαλλιά μου και μεγαλόπρεπη ιερή θυσία

θα τελούσα, κριάρια, δε, βαρβάτα, πενήντα πλάι στις όχθες σου εκεί

θα ’σφαζα στις πηγές σου, όπου το τέμενός σου βρίσκεται

και ο γεμάτα θυμιάματα βωμός.

΄Ετσι σου έταξε ο γέρος μου, μα συ την πρόθεσή μου δεν εκπλήρωσες.

Και τώρα, αφού το δίχως άλλο στην πατρική μου, την αγαπημένη γη

δεν επιστρέφω, μπορώ την κόμη μου στον ήρωα τον Πάτροκλο

να τηνε δώσω, για να την έχει αυτός μαζί του».

Σαν είπε αυτά, την κόμη του στα χέρια τού αγαπημένου του συντρόφου

έβαλε και σ’ όλους ξύπνησε του γοερού θρήνου τον πόθο.

Eρυθρόμορφος κρατήρας (περ. 500 π. Χ.). Σύμφωνα με μία πιθανή ερμηνεία, Αχαιοί πολεμιστές σηκώνουν τον νεκρό Πάτροκλο, καλυμμένο με πλούσιο ύφασμα.

 

Η καύση τού Πατρόκλου, ο Αχιλλέας και ο νεκρός τού ΄Εκτορα 

Σχ. 15

Στ. 170-191

Και μέσα στην πυρά έβαζε αμφορείς με μέλι και με άλειμμα

στο νεκροκρέβατο ακουμπώντας τους∙ τέσσερα, δε, άλογα μακρόλαιμα

τα ’ριξε στην πυρά με βιάση, αναστενάζοντας βαριά.

Εννέα σπιτικά σκυλιά είχε ο ηγεμόνας, που τρώγανε απ’ το τραπέζι του∙

και δύο απ’ αυτά τα ’ριξε στη φωτιά έχοντας το λαιμό τους κόψει,

κι ακόμη δώδεκα ευγενείς γιους Τρώων γενναιόκαρδων σκοτώνοντάς τους

με το χάλκινο σπαθί του, αφού έργα κακά δούλευε στο μυαλό του.

Και της φωτιάς δύναμη ακάθεκτη [στα ξύλα] έβαλε, για να τα κατατρώει όλα.

΄Επειτα έβγαλε σπαρακτική κραυγή και τον αγαπημένο του τον σύντροφο

με τ’ όνομά του φώναξε:

«Χαίρε μου, Πάτροκλε, κι εκεί, στ’ αρχοντικό τού ΄Αδη!

Γιατί τα πάντα πλέον σου τα εκτελώ, όσα σου υποσχέθηκα πιο πριν.

Δώδεκα ευγενείς γιους Τρώων γενναιόκαρδων, όλους αυτούς μαζί μ’ εσένα

η φωτιά τούς καταπίνει∙ όμως τον ΄Εκτορα, του Πρίαμου τον γιο,

δεν θα τον δώσω στη φωτιά να τον κατασπαράξει, μα στα σκυλιά».

΄Ετσι μιλούσε απειλητικά∙ ωστόσο εκείνον τα σκυλιά δεν τον γυρόφερναν.

Αλλά του Δία η θυγατέρα, η Αφροδίτη, μέρα και νύχτα από κοντά του

τα σκυλιά τα απομάκρυνε και με ροδέλαιο θεϊκό τον άλειφε,

ώστε να μην τον γδέρνει, καθώς [ο Αχιλλέας] θα τον σέρνει.

Κι ο Φοίβος ο Απόλλωνας για χάρη του σύννεφο μαύρο έφερε

από τον ουρανό στον κάμπο, και σκέπασε όλο τον χώρο

που έπιανε ο νεκρός, να μην προλάβει η δύναμη του ήλιου

το δέρμα του να το ξεράνει ολόγυρα απ’ τα νεύρα και τα μέλη του.

Η σφαγή των Τρώων αιχμαλώτων μπροστά στην πυρά τού Πατρόκλου. Απουλικός κρατήρας (λεπτομέρεια), 340-330 π. Χ.

 

Ο Βοριάς και ο Ζέφυρος αναρριπίζουν τη νεκρική πυρά 

Σχ. 16 

Στ. 212-225

Αυτή λοιπόν, έτσι σαν είπε, έφυγε, και με σφοδρή βοή εκείνοι

σηκωθήκαν κι από μπροστά τους έδιωχναν τα σύννεφα.

Ευθύς, στο πέλαγος φυσομανώντας έφτασαν, και κάτω

από τη βουερή πνοή τους κύμα τότε σηκώθηκε.

Και φτάσανε στην Τροία την πολύκαρπη

και πέσαν πάνω στην πυρά, και η θεόφλεκτη φωτιά τριζοβολούσε άγρια.

΄Ετσι λοιπόν ολονυχτίς, μαζί μαστίγωναν οι δυο τους τη φλόγα τής φωτιάς,

καθώς φυσούσαν άγρια σφυρίζοντας. Κι όλη τη νύχτα, ο ταχύς στα πόδια

Αχιλλέας ποτήρι παίρνοντας δικύπελλο, κρασί από χρυσό κρατήρα έβγαζε

και καταγής το έχυνε και μούσκευε το χώμα,

καλώντας την ψυχή τού δύσμοιρου Πατρόκλου.

Κι όπως οδύρεται πατέρας καίγοντας τα οστά τού νιόπαντρου παιδιού του

που με τον θάνατό του πίκρα τους δύστυχους γονιούς του πότισε,

έτσι οδυρόταν και ο Αχιλλέας καθώς έκαιγε του συντρόφου τα οστά,

τα πόδια σέρνοντας πλάι στη φωτιά και αδιάκοπα στενάζοντας.17

 

 Ο Βoριάς και ο Ζέφυρος φυσούν τη φωτιά να δυναμώσει. Κάτω ο σωρός από τα θυσιασμένα άλογα και τους νεκρούς Τρώες. John Flaxman (1775-1826)

 

 

 

1)Η ραψωδία Χ της Ιλιάδας τελειώνει, όπως είδαμε στο κείμενό μας της 6ης Ιανουαρίου τού τρέχοντος έτους, με τον Πρίαμο, την Εκάβη και την Ανδρομάχη να θρηνούν για τον θάνατο του αγαπημένου τους ΄Εκτορα.

Η ραψωδία Ψ με τον τίτλο Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ μας μεταφέρει στο ελληνικό στρατόπεδο και αποβλέπει να δείξει με τη μεγαλοπρέπεια της καύσης-ταφής τού Πατρόκλου το μέγεθος της λύπης τού Αχιλλέα για τον λατρεμένο του φίλο.

Η επική διήγηση αρχίζει με την επιστροφή στο στρατόπεδο του Αχιλλέα, ο οποίος δίνει εντολή στους Μυρμιδόνες, τους υπηκόους του που τον ακολούθησαν στην Τροία, να κλάψουν τον Πάτροκλο. Και αυτοί θρηνώντας μαζί του, κάνουν τρεις γύρους στον νεκρό με τα άλογά τους τα ζεμένα στα άρματα. ΄Υστερα ο Αχιλλέας ξαπλώνει το κορμί τού ΄Εκτορα μπρούμυτα μέσα στις σκόνες δίπλα στο νεκροκρέβατο του Πατρόκλου, και οι συμπολεμιστές του  παρακάθονται στο πλούσιο νεκρόδειπνο που τους προσφέρει. Τον ίδιον, « που η καρδιά του για τον σύντροφό του σπάραζε», οι αρχηγοί των Αχαιών κατόρθωσαν, έστω και με δυσκολία, να τον φέρουν στη σκηνή τού Αγαμέμνονα, όπου ετοιμάζονται για το δικό τους δείπνο, και οι κήρυκες προσπαθούν να τον πείσουν να λούσει το σώμα του, για να το καθαρίσει από τον αιματηρό ρύπο της μάχης.

Το ομηρικό  τραγούδι συνεχίζει με τους παρατιθέμενους στίχους 42-101, οι οποίοι ρίχνουν φως σε ένα διαφορετικό πρόσωπο του Αχιλλέα και προκαλούν έντονη συγκίνηση. Δεν πρόκειται πλέον για τον αμείλικτο εκδικητή, τον άγριο φονέα τού ΄Εκτορα, αλλά για έναν διαλυμένο συναισθηματικά άνθρωπο, έναν συντετριμμένο φίλο, έναν τρυφερό σύντροφο, του οποίου την άφατη οδύνη από την απουσία τού αγαπημένου προσώπου την κορυφώνει μοναδικά, συγκλονιστικά, ο θειότατος ΄Ομηρος με τούτες τις πέντε μόνο λέξεις των τελευταίων στίχων τού παραπάνω αποσπάσματος:  ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν, οὐδ’ ἔλαβε, άπλωσε τα χέρια του, μα τίποτε δεν έπιασε!

2)Στον ΄Ομηρο ο νεκρός καίγεται στην πυρά, κατόπιν τα οστά του τοποθετούνται σε μία θήκη (μία υδρία κ.ά.) και επάνω στην πυρά συγκεντρώνεται χώμα για να σχηματιστεί ένας ψηλός τύμβος, στην κορυφή του οποίου τοποθετείται μία στήλη.

3)Εννοούνται τα έργα του πολέμου.

4)Δηλαδή ο καθένας ελάμβανε το μερίδιο που του άρμοζε, καθώς οι έξοχοι άνδρες είχαν μεγαλύτερο ή καλύτερο μερίδιο.

5)Πρέπει να φανταστούμε τους Μυρμιδόνες να αναπαύονται μετά το δείπνο γύρω από τον νεκρό Πάτροκλο, εν είδει νεκρικής φυλακής.

6)Δηλαδή τόπο ελεύθερο από πλοία και παραπήγματα.

7)Σύμφωνα με αυτή τη δοξασία, όσο το σώμα υπάρχει, η ψυχή δεν το αποχωρίζεται.

8)Ο λόγος για τη Στύγα, τον ποταμό τού Κάτω κόσμου.

9)Ο Μενοίτιος ήταν ο πατέρας τού Πατρόκλου, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Θεσσαλία, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στον Οπούντα της Λοκρίδας.

10)Για το παιχνίδι που παιζόταν με κότσια, ἀστραγάλους, βλ. το κείμενό μας με μεταφρασμένα επιγράμματα του ποιητή Μελέαγρου (8/5/2021).

11)Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, μετά τον θάνατο και του Αχιλλέα, τα οστά των δύο φίλων τοποθετήθηκαν από τους Αχαιούς σε ένα χρυσό αγγείο που τους έδωσε η Θέτιδα, η μητέρα τού Αχιλλέα, και ήταν δώρο του Διονύσου.

12)Την επόμενη ημέρα ετοιμάστηκε η πυρά. ΄Εκοψαν ξύλα και, αφού τα συγκέντρωσαν σ’ ένα σημείο της ακτής, με εντολή τού Αχιλλέα ο νεκρός Πάτροκλος, καλυμμένος ολόκληρος από κομμένα μαλλιά των πενθούντων συμπολεμιστών του, μεταφέρεται στο σημείο της ταφής με τη μεγαλοπρεπή συνοδεία των αρματωμένων και έφιππων Μυρμιδόνων. Ακολουθεί το επόμενο απόσπασμα.

13)Οι ποταμοί, ρέοντας ακατάπαυστα από τις ανεξάντλητες πηγές τους και ως γονιμοποιητικές δυνάμεις της γης που παρέχει τα μέσα διατροφής τού ανθρώπου, είχαν θεοποιηθεί από τους ΄Ελληνες. Θεωρούνταν ως τροφοί της νεότητας, γι’ αυτό σε κάποια μέρη της Ελλάδας οι νέοι και οι νέες συνήθιζαν να αφιερώνουν την κόμη τους στους ποταμίους θεούς. ΄Οσο για τον Σπερχειό ποταμό, ήταν το νότιο όριο του κράτους τού Πηλέα.

14)Δηλαδή, ήταν στραμμένος προς τη διεύθυνση της πατρίδας του.

15)Κάποια στιγμή ο Αχιλλέας ζητά να σταματήσει ο θρήνος και οι στρατιώτες να αποσυρθούν στα καράβια. ΄Εμειναν μόνο οι ηγεμόνες τού στρατού και οι Μυρμιδόνες που είχαν τη φροντίδα της ταφής. Οι τελευταίοι άναψαν τη φωτιά και πάνω στον σωρό απόθεσαν το κορμί του Πατρόκλου. Ο Αχιλλέας μάζεψε το πάχος από τα αρνιά και τα βόδια που έσφαζαν και έγδερναν μπροστά στη φωτιά, σκέπασε με αυτό τον νεκρό από το κεφάλι ώς τα πόδια ⸺ για να γίνει ευκολότερη η καύση ⸺ και σώριασε γύρω του τα γδαρμένα ζώα.

Και ο ποιητής συνεχίζει με τους στίχους 170-191 που παραθέτουμε, όπου ο Αχιλλέας τελεί για τον Πάτροκλο λαμπρές θυσίες, προσφορές που σκοπό έχουν να συνοδέψουν τον αγαπημένο νεκρό στο ταξίδι του προς τον Κάτω Κόσμο.

16)Ωστόσο η νεκρική φωτιά δεν έλεγε να φουντώσει. Τότε ο Αχιλλέας προσευχήθηκε στους δύο ανέμους, τον Βοριά και τον Ζέφυρο, και τάζοντάς τους λαμπρές θυσίες, ζήτησε να φυσήξουν για να δυναμώσει η φωτιά. Τις προσευχές του τις άκουσε η ΄Ιριδα, που έσπευσε να συναντήσει τους ανέμους∙ όλους τους  βρήκε συγκεντρωμένους στον οίκο τού Ζέφυρου, του δυτικού ανέμου, και ανακοίνωσε στον Βοριά και τον Ζέφυρο ότι τους καλεί ο Αχιλλέας για να φουντώσουν τη φωτιά εκεί που κείτεται ο νεκρός Πάτροκλος.

Οι παρακάτω στίχοι (212-225)μάς δίνουν τη συνέχεια του επικού τραγουδιού.

17)Την επομένη, αφού συγκέντρωσαν τα οστά τού Πατρόκλου, σχημάτισαν τον τύμβο του. Κατόπιν, ο Αχιλλέας για να τον τιμήσει, οργάνωσε αθλητικούς αγώνες γύρω από τον τύμβο. Στους αγώνες αυτούς ⸺ πυγμαχίας, πάλης, δρόμου, τόξου, ακοντίου, ρίψης βάρους ⸺ συμμετείχαν οι σπουδαιότεροι αρχηγοί των Αχαιών και πήραν από τα χέρια τού Αχιλλέα επιβλητικά έπαθλα, όπως αυτός είχε ορίσει.

Τέλος της ραψωδίας Ψ.

 

Πατρόκλου άθλα. Θραύσμα από μελανόμορφο δίνο (575-570 π. Χ.). Σώζεται ένα μέρος από την αρματοδρομία που αγωνοθέτησε ο Αχιλλέας για τον νεκρό Πάτροκλο. Δεξιά απεικονίζεται μια διμέτωπη βαθμιδωτή εξέδρα με τους θεατές να συμμετέχουν ενεργά.

 

 

          Ξανά, θα αφεθούμε εσείς κι εγώ στη μαγεία τής Ιλιάδας  με την τελευταία, την κορυφαία ραψωδία Ω.

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.