You are currently viewing ΟΜΗΡΟΥ Ὀδύσσεια δ  στ. 235-289. Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

ΟΜΗΡΟΥ Ὀδύσσεια δ  στ. 235-289. Μετάφραση Γεωργία Παπαδάκη

 

Ο Τηλέμαχος στην Σπάρτη μαθαίνει για κατορθώματα του πατέρα του κατά τον Τρωικό πόλεμο

 

Σχ. 1

«Του Ατρέα γιε, Μενέλαε, θρέμμα τού Δία εσύ,

κι εσείς εδώ, παιδιά ατρόμητων ανδρών,

πραγματικά, ο Δίας ο θεός τη μια φορά στον ένανε,

στον άλλονε την άλλη, δίνει και το καλό και το κακό·

γιατί έχει τη δύναμη όλα, μα όλα να τα κάνει·

μα τώρα τρώγετε και πίνετε μες στο παλάτι καθισμένοι

κι αφήστε την καρδιά σας με λόγια να ευφρανθεί·

γιατί θε να σας πω πράγματα που στην περίπτωση ταιριάζουν.

Και βέβαια, δεν θα τ’ αφηγηθώ όλα εγώ κι ούτε θε να τ’ απαριθμήσω,

τις μάχες δηλαδή τις δύσκολες που έδωσε ο καρτερόψυχος ο Οδυσσέας·

μα [θα σας πω] πώς τούτο έκανε, πώς τ’ αποτόλμησε ο ψυχωμένος άντρας

στη χώρα, ναι, των Τρώων όπου δεινά οι Αχαιοί τραβούσατε.

Αφού τον ίδιο του τον εαυτό με άσχημα κτυπήματα τον χάλασε,

έβαλε γύρω από τους ώμους του παλιόρουχα

και μοιάζοντας με δούλο μέσα στην πόλη των εχθρών με τους πλατιούς

τους δρόμους χώθηκε· και κρύβοντας τον εαυτό του,

έμοιαζε μ’ άλλον άνθρωπο, με ζήτουλα, αυτός που σε καμιά περίπτωση

τέτοιος δεν ήτανε δίπλα στων Αχαιών τα πλοία. 2

 

                             Ο Οδυσσέας ζητιανεύει. Johann Heinrich Wilhelm (1790-1800)

 

΄Ομοιος λοιπόν μ’ εκείνονε, στην πόλη χώθηκε των Τρώων·

και όλοι τους δεν είχαν τίποτε να πουν·3

μονάχα εγώ τον γνώρισα καλά, μόλο που τέτοια ήταν η εικόνα του,

και ερωτήσεις του ’κανα·4 αλλά αυτός μου ξέφευγε με πονηριά.

Όταν όμως εγώ τον έλουζα και ύστερα τον άλειφα με λάδι

και ρούχα τού εφόρεσα κι όρκο μεγάλο πήρα

να μην αποκαλύψω δίχως άλλο

ότι ανάμεσα στους Τρώες ο Οδυσσέας ήταν, προτού να φτάσει

ελόγου του στα γρήγορα καράβια κι εκεί στα παραπήγματα,5

ε, τότε πια, όλο το σχέδιο των Αχαιών μού είπε.

Κι αφού Τρώες πολλούς αφάνισε με το μακρύ και κοφτερό του ξίφος,

γύρισε πίσω στους Αργείους κι έφερε κάτω [στο στρατόπεδο]

γνώση πολλή με φρόνηση.

Τότε οι άλλες οι Τρωάδες θρηνούσαν με στριγγές φωνές·

μα η δική μου η καρδιά χαιρότανε, γιατί ’χε πια το πνεύμα μου

μεταστραφεί και πίσω στην πατρίδα ζητούσα να γυρίσω

και μεταμελημένη, στέναζα για το θόλωμα του νου

που μου ’δωσε η Αφροδίτη, όταν μ’ οδήγησε ίσια εκεί,

μακριά απ’ την αγαπημένη μου, την πατρική μου γη,

αφού τη θυγατέρα μου εγκατέλειψα, τον θάλαμό μου τον συζυγικό,

μα και τον άντρα μου που κανενός κατώτερος δεν ήταν,

μήτε στον νου μηδέ και στη μορφή».

Σ’ αυτήν αποκρινόμενος, είπε ο ξανθός Μενέλαος:

«Πράγματι, όλα αυτά, γυναίκα, καταπώς έπρεπε τα είπες.

Κι εγώ έχω μαθές γνωρίσει πια πολλών ηρωικών αντρών

τη σκέψη και τη γνώμη και γύρισα μέρη πολλά της γης·

μα μέχρι τώρα εγώ δεν είδα τέτοιον άντρα με τα μάτια μου

όπως ήτανε αυτός, ο καρτερόψυχος, αγαπητός μου Οδυσσέας.

Πώς το ’κανε και τούτο [που θα πω] και πώς το αποτόλμησε

ο ψυχωμένος άντρας μες στο πελεκημένο άλογο,

όπου καθόμασταν όλοι οι πρώτοι απ’ τους Αργείους

φέρνοντας φονικό και θάνατο στους Τρώες!

Τότε λοιπόν ήρθες εκεί εσύ·6 κάποιος θεός θα πρέπει

να σε παρακίνησε που δόξα ήθελε στους Τρώες να χαρίσει·

και ως ερχόσουν, ο θεόμορφος Δηίφοβος7 σε ακολούθησε.

Κι έφερες τρεις φορές γύρω από την κουφωμένη ενέδρα

ολούθε ψηλαφώντας την, και με τα ονόματά τους

των Δαναών τους πρώτους φώναζες, κάνοντας ίδια τη φωνή σου

[με τη φωνή] όλων των γυναικών, ναι, των Αργείων.8

Κι εγώ και του Τυδέα ο γιος 9 κι ο θείος Οδυσσέας

στη μέση εκείνων καθισμένοι, σ’ ακούσαμε που φώναξες.

Εμείς λοιπόν οι δυο επιθυμία νοιώσαμε μεγάλη να ορμήσουμε,

είτε να βγούμε έξω είτ’ από μέσα ευθύς να απαντήσουμε·

όμως ο Οδυσσέας μάς εμπόδισε και μας συγκράτησε,

παρόλο που μας έσπρωχνε η λαχτάρα.

Τότε όλοι οι άλλοι γιοι των Αχαιών σιωπήσανε,

και μοναχά ο ΄Αντικλος10 με λόγια ήθελε να σου αποκριθεί.

Μα με τα χέρια του τα δυνατά τού έκλεινε το στόμα ο Οδυσσέας,

πιέζοντάς το συνεχώς, και έτσι γλίτωσε όλους τους Αχαιούς·

κι εμποδισμένο τον κρατούσε τόση ώρα, όση χρειάστηκε,

ώς τη στιγμή που η Παλλάδα Αθηνά σε πήρε μακριά μας».

Η πρωιμότερη παράσταση του Δούρειου ΄Ιππου. Αμφορέας με ανάγλυφες παραστάσεις (περ. 670 π. Χ.). Λεπτομέρεια

 

 

Στη χαρακτηριστική εικόνα “Η Ελένη αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο”

Jean-Jacqes Lagrenee (1739-1821)

 

 

1)Στη ραψωδία δ της Ὀδύσσειας ο Τηλέμαχος φθάνει στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του Μενέλαου, συνοδευόμενος από τον Πεισίστρατο, τον γιο τού Νέστορα, του βασιλιά τής Πύλου. Η Πύλος ήταν ο πρώτος σταθμός τού νεαρού Τηλέμαχου στο ταξίδι του προς αναζήτηση του πατέρα του. Καθώς ο Νέστορας δεν έχει κανένα νέο για την τύχη τού Οδυσσέα, τον παρακινεί να μεταβεί στη Σπάρτη για να συμβουλευθεί τον Μενέλαο. Ο τελευταίος τους καλωσορίζει, τους παραθέτει πλούσιο γεύμα, και η Ελένη αναγνωρίζει από τη μεγάλη ομοιότητα του Τηλέμαχου με τον Οδυσσέα ότι είναι ο γιος του. Με τη θύμηση του χαμένου ήρωα όλοι οι παρευρισκόμενοι στο δείπνο συγκινούνται και τους παίρνουν τα κλάματα. Η Ελένη ωστόσο με ένα βότανο που ρίχνει στο κρασί διώχνει τη θλίψη τους, και κατόπιν εκείνη και ο Μενέλαος εξιστορούν με θαυμασμό κάποια κατορθώματα του γενναίου Οδυσσέα από τον καιρό τού πολέμου. Και παίρνει τον λόγο η Ελένη.

Ακολουθούν οι στίχοι 235-289 τους οποίους παραθέτουμε.

2)Λίγο πριν από την άλωση της Τροίας, ο Οδυσσέας μεταμορφωμένος σε ζητιάνο μπήκε ολομόναχος κρυφά στην πόλη για κατασκοπεία και επιστρέφοντας στο στρατόπεδο των Αχαιών έφερε τις πληροφορίες που είχε συλλέξει.

3)Δηλαδή κανείς δεν μίλησε, καθώς δεν τον αναγνώρισαν.

4)Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Οδυσσέας παρουσιάστηκε μπροστά στους Τρώες και παρακαλούσε να τον ελεήσουν, η Ελένη τον αναγνώρισε και, παίζοντας έξυπνα μαζί του, του έκανε διάφορες ερωτήσεις για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Αλλά ο πανούργος Οδυσσέας ξέφυγε με τις απαντήσεις του χωρίς να αποκαλυφθεί. Τότε η Ελένη προφασίστηκε στους Τρώες πως θέλει να τον περιποιηθεί και τον πήρε στο παλάτι της.

5) Κλισίας (στο πρωτότυπο). Η κλισία σε καιρό πολέμου ήταν ένα είδος καλύβας που στηνόταν στο στρατόπεδο. Κατασκευαζόταν από ξύλινους πασσάλους και η στέγη της από καλάμια. Όταν το στράτευμα ετοιμαζόταν για αναχώρηση, δεν διέλυαν τὰς κλισίας για να τις παραλάβουν μαζί τους, αλλά τις έκαιγαν επί τόπου.

6)Εννοεί την Ελένη προς την οποία απευθύνεται εκείνη τη στιγμή.

7)Όπως έχουμε ξαναπεί, ο Δηίφοβος ήταν ένας από τους γιους τού Πριάμου, ο οποίος μετά τον θάνατο τού αδελφού του, του Πάρη, παντρεύτηκε την Ελένη. Κατά την άλωση της Τροίας και ενώ οι Αχαιοί λεηλατούν την πόλη, ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος εφορμούν στο αρχοντικό του και ύστερα από σκληρή μάχη ο Δηίφοβος πέφτει νεκρός από το χέρι τού Μενέλαου.

8)Η εχθρική προς τους ΄Ελληνες ενέργεια της Ελένης που περιγράφεται εδώ ⸺ να ξεγελάσει τους Αχαιούς που κρύβονταν μέσα στον Δούρειο ΄Ιππο και να τους κάνει να προδοθούν ⸺ έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την υποστήριξη που προσέφερε στον Οδυσσέα και με όσα έλεγε η ίδια στους αμέσως προηγούμενους στίχους. Μια ερμηνεία που δίνεται είναι ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές μορφές τού μύθου, τις οποίες έπλασαν δύο διαφορετικοί επικοί ποιητές· ο ένας ήθελε την Ελένη να μετανιώνει και να βοηθά τον Οδυσσέα, και ο άλλος την ήθελε να παραμένει στο πλευρό των Τρώων αμετανόητη. Αργότερα, ο ΄Ομηρος, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, παρέλαβε τα δύο επεισόδια και τα παρέθεσε στη ραψωδία δ, κοντά το ένα στο άλλο, αδιαφορώντας για την αντιφατικότητά τους. Συμπληρώνοντας αυτή την ερμηνευτική πρόταση, θεωρείται πιθανό να θέλησε ο ποιητής να αμβλύνει το παράδοξο της σύνδεσης των δύο αλληλοαναιρούμενων επεισοδίων βάζοντας τον Μενέλαο να αποδίδει την πράξη τής Ελένης στην προτροπή κάποιου θεού. ΄Οσο για τη μίμηση των γυναικείων φωνών από την Ελένη, υπάρχει μία και μοναδική μαρτυρία τού Ευστάθιου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (ιβ αι. μ. χ.) στα σχόλιά του στην Ὀδύσσεια· σύμφωνα με αυτήν, η Αφροδίτη είχε χαρίσει στην Ελένη την ημέρα των γάμων της με τον Μενέλαο την ικανότητα να μιμείται όποιας γυναίκας τη φωνή ήθελε, για να μπορεί, σε περίπτωση που ο άντρας της ξελογιαζόταν με άλλη γυναίκα, να μιμηθεί τη φωνή της και να ξεσκεπάσει την απιστία του. Ο Ι. Κακριδής δίνει μια περισσότερο αληθοφανή ερμηνεία τής φωνομιμίας τής Ελένης στον εν λόγω στίχο, δεχόμενος την πιθανότητα ο ποιητής με τη λέξη «φωνή» να εννοούσε το γλωσσικό ιδίωμα που μιλούσε η κάθε γυναίκα στον τόπο της.

9)Αναφέρεται στον Διομήδη.

10) Ἄντικλος: ήρωας των Αχαιών γνωστός μόνο από αυτόν τον στίχο τής Ὀδύσσειας ⸺ στην Ἰλιάδα δεν αναφέρεται πουθενά.

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.