Ζαφειρούλα Καλανδράνη Παλαπουγιούκ: Ο Βάλτος
Ένα σιγανό κλάμα ακούστηκε μέσα στον βάλτο. Στην αρχή σαν ψίθυρος, μετά αναφιλητά. Ο κυρ-Νικόλας είχε στήσει καρτέρι από τα χαράματα για τις αγριόπαπιες. Αφουγκραζόταν κάθε θόρυβο ανάμεσα στα βούρλα…
Ένα σιγανό κλάμα ακούστηκε μέσα στον βάλτο. Στην αρχή σαν ψίθυρος, μετά αναφιλητά. Ο κυρ-Νικόλας είχε στήσει καρτέρι από τα χαράματα για τις αγριόπαπιες. Αφουγκραζόταν κάθε θόρυβο ανάμεσα στα βούρλα…
Υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι κόσμος είναι θόρυβος, άλλοι ισχυρίζονται ότι είναι μουσική, μα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν εκείνοι μάλλον άνθρωποι της γεύσης ή απλώς κουφοί), που ορκίζονται ότι ο κόσμος…
Ταξίδευα στο σύμπαν, ανάμεσα σε ήλιους και γαλαξίες. Δεν υπήρχαν αστέρια. Ούτε η γη υπήρχε ακόμη. Μη φανταστείς πως ήμουν σε διαστημόπλοιο, όχι. Έτσι ταξίδευα , όπως με βλέπεις τώρα.…
Πού είναι το παιδί; Ο Κωστάκης έβρεξε ένα πανί και έπλυνε τα σημάδια από το λουρί στα πόδια της Φωτεινούλας. Αυτό συνέβαινε κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε στο…
Κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χαμόκλαδα και της τράβηξε την προσοχή. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ένα γυαλί από κάποιο σπασμένο μπουκάλι αναψυκτικού. Όταν όμως το έπιασε στα χέρια της, είδε…
Είχε δυο χρόνια να κατέβει για διακοπές στο νησί. Οι σπουδές του τον κρατούσαν στην Αθήνα. Δύσκολο πράμα να σπουδάζεις ιατρική και να δουλεύεις. Το χειμώνα σχολή, στις διακοπές ντελιβεράς…
Στεκόταν εκεί, στο σταθμό του τραίνου και τον έβλεπε να μπαίνει στο πέμπτο βαγόνι , κρατώντας από το χέρι την άγνωστη γυναίκα, που καθόταν, πριν από λίγή ώρα, στο παγκάκι…
Η Αθηνά, από την πρώτη στιγμή, είχε εντυπωσιαστεί με τον καθρέφτη που είχε φέρει η θεία της από την Αυστραλία. Στα παιδικά της μάτια , φάνταζε μαγικός. Είχε μια περίτεχνη…
ΣΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ - Ε, γεια χαραντάν στην παρέα, Μανώλη, φέρε μας μία. Κάτσε ρε Βασίλη, να εκεί, δίπλα στο παράθυρο να βλέπουμε κι έξω , τους περαστικούς.…
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ Ο Παντελής έμενε σε μια μικρή καλύβα, έξω από ένα ψαροχώρι. Είχε μια μικρή βάρκα , πήγαινε για ψάρεμα και ότι έβγαζε το πουλούσε…
Τον είδα να κάθεται έξω απ το καφενείο. Στην αρχή δεν του έδωσα σημασία. Περίμενα την μάνα μου, πίστευα ότι θ αργούσε κι έτσι κάθισα στο διπλανό τραπέζι να πιω…
Με σκυμμένους τους ώμους κατέβαινε το δρόμο προς το σπίτι της. Φορούσε στο κεφάλι ένα ψάθινο τρύπιο καπέλο για να προφυλαχτεί από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Στο ένα χέρι…