Στρατής Ρήγας: Σὲ ξένα χώματα
Ἦτὰν ἀληθῶς μιὰ ταραγμένη ἐποχή. Μόλις εἴχαμε φτάσει μετανάστες μετὰ τὸν ξεριζωμὸ σ' ἕνα βόρειο λιμάνι. Οἱ ντόπιοι μᾶς φέρθηκαν σὰν σκουπίδια. Χειρότερα, σὰν ζῶα. Μέναμε σε μιὰ βρώμικη σκηνὴ…
Ἦτὰν ἀληθῶς μιὰ ταραγμένη ἐποχή. Μόλις εἴχαμε φτάσει μετανάστες μετὰ τὸν ξεριζωμὸ σ' ἕνα βόρειο λιμάνι. Οἱ ντόπιοι μᾶς φέρθηκαν σὰν σκουπίδια. Χειρότερα, σὰν ζῶα. Μέναμε σε μιὰ βρώμικη σκηνὴ…
Προς τιμήν της 97χρονης κυρίας Ναυσικάς Τα κορίτσια τα είχαν «στην μπούκα[2]» τότε. Κι εμένα με είχαν «στην μπούκα», γιατί ήμουνα κορίτσι. Σχολείο με έστειλαν για λίγο, μετά υπηρέτρια…
Θυμάμαι ήταν ένας τεράστιος υπαίθριος καταυλισμός. Λίγοι πάγκοι, υποφώσκοντες, ήταν ανάκατοι. Δεν ξέρω τι πουλούσαν. Το ρολόι της εκκλησίας έλεγε μεσάνυχτα. Δεν ξέρω αν πήγαινε καλά. Θέαμα ανοίκειο. Γεμάτο χώμα.…
ΟΠΟΥ ΔΕ ΔΙΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΙΔΙΑ Το υπαίθριο καφέ είχε αρκετό κόσμο εκείνο το ζεστό κυριακάτικο πρωινό. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια ώριμη γυναίκα και δυο σκανταλιάρικα παιδιά προσχολικής…
Η Απουσία της Το πρωί εκείνης της ημέρας επέμενε να τον συνοδέψει στο σχολείο. Ο μικρός μούτρωσε, μα τί έπαθες, τι θα λένε οι συμμαθητές μου ρε μαμά σαν…
Ο ΒΡΑΧΟΣ «Θα με συνδέσεις με τον κόσμο;» του είπε… Έξω από εκείνο το δωμάτιο απλωνόταν μια ολόκληρη ζωή κι εκείνη χρειαζόταν μόνο δυο δρασκελιές για να την φτάσει.…
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΛΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΜΕ ΑΓΡΙΑ ΜΑΤΙΑ. Καθόταν στο απέναντι τραπέζι. Κρατούσε κάποιες σημειώσεις ίσως. Τον έβλεπα που ήταν απορροφημένος. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, σχεδόν προβληματισμένο.…
Η τέχνη είναι ένας ελιγμός ευτυχίας, ώστε να υπάρχουμε κάπως αναπαυτικά δυστυχισμένοι. Νίκος Καρούζος Στον Κώστα Τσόκλη Στον ουρανό περνούσαν οι αστερισμοί του θέρους. Η έρημη πόλη…
Μάμμα[1]! Ο Μάρτης έχει κλείσει τον κύκλο του. Την σκυτάλη παίρνει τώρα ο ροδοφόρετος Απρίλης. Σαστισμένη η άνοιξη απλώνει τα κάλλη της. Κανείς όμως δεν ασχολείται μαζί της. Πού…
Το αίμα Το βρήκα το παιδί κουβαριασμένο πάνω στο κρεβάτι του και σπάραζε βουβά. Έτρεξα και το πήρα αγκαλιά έτρεμε· ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι έτρεμε. «Σώπα, καρδούλα μου, ΄συχασε,…
Φθινοπώριαζε. Ο Άλτιν καθόταν σ ένα βραχάκι κι έστριβε τσιγάρο. Ωραίος τόπος συλλογίστηκε. Κάθε λογής οπωροφόρα και λιόδενδρα τριγύρω. Μα η γης του φάνηκε στεγνή και γκρίζα. Μέρες έχει να…
Μαχαιριά το μάτι του Κωνσταντίνο τον βάφτισαν. Κώτσο τον λέγανε. Στα εφτά τον ξεμονάχιασε στον αχυρώνα ένας θείος από τη Μακρινίτσα. Και μια και δυο και τρεις. Δεν τόλμαγε…