Βάσω Καρακώστα: ΥΠΟΓΕΙΑ ΚΟΠΑΔΙΑ
Φράξος με τις κουδούνες μου γυρνώ σε υπόγεια κοπάδια Κομποραχιά της νύχτας το χρυσό σου δόντι λάμπα τσιτσιρίζοντας χνουδάτους κύκλους κάνει και πεντάλ το δυναμό να κρατηθεί σαν αστραπή γυαλίζοντας…
Φράξος με τις κουδούνες μου γυρνώ σε υπόγεια κοπάδια Κομποραχιά της νύχτας το χρυσό σου δόντι λάμπα τσιτσιρίζοντας χνουδάτους κύκλους κάνει και πεντάλ το δυναμό να κρατηθεί σαν αστραπή γυαλίζοντας…
Ραγισμένο ποτήρι Φτηνό κι ασήμαντο ποτήρι είμαι Χωρίς στοιχεία κι άλλες μυστικές γραφές Πάνω μου χαραγμένα Με κτήτορες κι άλλα ονόματα. Πως κάποτε να μ’ είχε κάποιος…
Έπαιξα το καλύτερο γι’ Αυτόν το βόδι και το αρνί κρατούσαν το τέμπο η Μαρία νανούριζε τον φόβο Εκείνος χαμογέλασε φως πλανήθηκε σε τροχιές γύρω από κάθε ραμ παμ παμ…
Γενεαλογία Στον οίκο τους, ακόνιζαν τις μνήμες, να παραμένουν αιχμηρές. Τετραγώνιζαν τις συγκινήσεις σε μάκτρα ισομεγέθη, να στιλβωθούν τα εδάφη των τριόδων, να κατοπτρίζουν πένθη και γενοκτονίες. Για δεκαετίες,…
Το πρώτο δάσος ήταν από κατάρτια φώτα και νερά το λίγο χώμα που έφερε η βροχή και το ασάλευτο του γλάρου πέταγμα ήταν η πλημμυρίδα του τυχαίου με πλοία…
Ἔκλεισε πρῶτα ἡ πόρτα, ὕστερα ἄναψε ἡ μηχανή κι ἔγινε παρελθόν ἡ χαρά τῶν ἡμερῶν. Οἱ τοῖχοι ἔγειραν λειψοί, σιώπησαν τά μπαλκόνια καί τό τραπέζι ἄρχισε πολύ νά μεγαλώνει. Ἔφυγαν…
Ελεύθερη πτώση Αυτό το μεγάλο το ματωμένο το βαθύ το μπουκωμένο το εκτροχιασμένο το φτερωτό το αντιλαλούν το ένα που αλέθει που αιμάσσει που ομογενοποιεί που καταδίδει…
Σιωπή «Μπήκα στη σιωπή για να μάθω» Τα μικρά, Εξάντας, 1996 Στον τόπο αυτό ακρίβυνε πολύ η σιωπή, πολύτιμη μέσα στη σπανιότητά της. Πασχίζει να ανασάνει ψάχνοντας ρωγμές στην ακαταμάχητη…
Τα συρταράκια Να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, όπως σηκώνεται μια σημαία στον ιστό της, να στήσει στον τοίχο την ημέρα της, να διαγνώσει παθολογίες φθοράς στα σεντόνια, ν' αερίσει το…
Σεπτέμβρης Ξαφνιασμένος σταμάτησε στο μπαλκόνι του φθινοπωριάτικου εκείνου απομεσήμερου μπροστά στη θέα των κήπων που άρχισαν να φθίνουν. Γύρισε αργά μέσα κοιτάζοντας με μέ απορία μες απ’ τον καθρέφτη.…
ενηλικίωση Κάποτε στράφτανε τ΄ ασημένια κουτάλια ψέλλισε στον υπάλληλο με τριμμένη φωνή δεν τα θέλω αυτός τ΄ απίθωσε σε παλιά πολυθρόνα σκισμένη στο πλάι από στιλέτο χρησιμοποιημένο κι αλλού,…
Τριάντα χρόνια ταξιδεύανε. Ήταν γερό σκαρί η τριήρης τους, θα ’λεγες ζυμωμένη με τους μυς και με τις ράχες τους. Εψές το βράδυ γύρισαν στ’ αμπάρι μιας ολκάδος. Είχανε ξαρμυρίσει…