You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη: ΜΥΡΟΠΝΟΥΣ

Γεωργία Παπαδάκη: ΜΥΡΟΠΝΟΥΣ

 

Το μελωδικό επίθετο μυρόπνοος-ον (συνηρημένο μυρόπνους-ουν) είναι σύνθετο· σχηματίζεται από το ουσιαστικό μύρον (τό) και το ρήμα πνέω, και σημαίνει «αυτ(ός) που πνέει μύρα», «ο ευωδιαστός». Παρακάτω θα δούμε πώς απαντά σε ένα επίγραμμα του ποιητή Μελέαγρου.1

        Μύρον κατά λέξη σημαίνει τον ευώδη χυμό που προέρχεται από φυτά και χρησιμεύει στην παρασκευή ευωδιαστών ελαίων. Κατ’ επέκταση, δηλώνει κάθε αρωματικό έλαιο, φυσικό ή τεχνητό. Ομόρριζα του ουσιαστικού μύρον: μυρίζω= αλείφω με μύρο (οι έννοιες αναδίδω ευχάριστη οσμή, μοσχοβολώ, και οσφραίνομαι αναδιδόμενη οσμή είναι μεσαιωνικές και νεότερες)· μυροβόστρυχος-ον= αυτ(ός) που έχει μυρωμένους βοστρύχους· μυρωδιά, μυρο-βόλος, μυρο-φόρος, μυρο-βλύτης= αυτός από τον οποίο αναβλύζει μύρο (προσωνύμιο που δόθηκε στον ΄Αγιο Δημήτριο), μυρο-δοχείο κ. ά.

Το μύρο στην αρχαιότητα είχε ευρύτατη χρήση, και υπήρχε μεγάλη ποικιλία μύρων. Κατά τον Θεόφραστο (Περὶ ὀσμῶν) όλα τα μύρα συντίθενται άλλα από άνθη (π.χ. το ῥόδινον, από τριαντάφυλλα), άλλα από φύλλα (π. χ. το μύρρινον, από φύλλα μυρτιάς), άλλα από κλώνους, άλλα από ρίζες (π.χ. το ἴρινον, από ρίζες ίριδας), άλλα από ξύλο, από καρπούς (π. χ. το μήλινον, από μήλο). ΄Αλλα μύρα τα παρασκευάζουν2 χωρίς χρώμα, άλλα με χρώμα· κάποια διατηρούνται για πολλά χρόνια, κάποια για λιγότερα, άλλα είναι ελαφρά, άλλα δυνατά. Ο Θεόφραστος αναφέρεται επίσης στα είδη των κατάλληλων ελαίων για την παρασκευή των μύρων, επισημαίνει δε επιπλέον τα εξής: «Τα μύρα τα καταστρέφει και η ζεστή εποχή και ο ζεστός τόπος και ο ήλιος, αν εκτεθούν σ’ αυτόν· γι’αυτό και οι μυροπώλες (μυροπῶλαι) ψάχνουν να βρουν τα σπίτια τους να είναι στο πάνω πάτωμα και όχι προσήλια, αλλά όσο το δυνατόν πιο σκιερά…».  « Αυτός είναι και ο λόγος», συνεχίζει παρακάτω, «που χύνουν τα μύρα σε μολύβδινα αγγεία και αναζητούν τα αλαβάστρινα που είναι από αυτό το πέτρωμα·3 γιατί και ο μόλυβδος και αυτού του είδους το πέτρωμα είναι υλικό ψυχρό και συμπαγές, και άριστο για τα μύρα είναι κατεξοχήν το πέτρωμα αυτού του είδους. ΄Ετσι, για τους δύο αυτούς λόγους τα διατηρούν, λόγω και της ψυχρής και συμπαγούς σύστασής τους, καθώς δεν αφήνουν ούτε να φύγει έξω η οσμή ούτε να περάσει τίποτε μέσα». Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία που αντλούμε για την αρχαία γνώση της εφαρμογής του μύρου στον καρπό του χεριού. Συγκεκριμένα, ο Θεόφραστος γράφει πως είναι κοινή η απορία «γιατί το μύρο γίνεται αισθητό πιο ευχάριστα από τον καρπό του χεριού, εξού και οι μυροπώλες αυτό το μέρος αλείφουν με μύρο». Μύρα, τέλος, πρόσθεταν και στο κρασί, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο τη γεύση του.

Πήλινο μυκηναϊκό αλάβαστρο

Στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, η Αθηναία Μυρρίνη, καθοδηγημένη από την ομώνυμη ηρωίδα του τίτλου, συναντά κάτω από την Ακρόπολη τον άντρα της, τον Κινησία, ξαναμμένο από ερωτική λαχτάρα, για να του γιγαντώσει τον πόθο του χωρίς να υποκύψει στην επιθυμία του. Απώτερος σκοπός, οι άντρες που υποφέρουν από την ερωτική αποχή— αλλά και οι γυναίκες δεν πάνε πίσω, φυσικά —  να υποχρεωθούν να κλείσουν ειρήνη και να σταματήσουν τον καταστροφικό πόλεμο. Η Μυρρίνη στη σπαρταριστή αυτή σκηνή της συνάντησης παιδεύει τον Κινησία, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες για να αποφύγει να ξαπλώσει μαζί του. Τη μια, φεύγει για να πάει να φέρει κρεβατάκι, την άλλη, για να φέρει ψάθα για στρωσίδι, την άλλη, πάλι, γιατί ξέχασε μαξιλάρι, ύστερα γιατί ξέχασε σκέπασμα και με το ’να και με τ’ άλλο, αφού τον φλόγισε στο έπακρον, η Μυρρίνη απτόητη συνεχίζει (στ. 938-940):

ΜΥ. Βούλει μυρίσω σε;  ΚΙ. Μὰ τὸν Ἀπόλλω μή με γε.

ΜΥ. Νὴ τὴν Ἀφροδίτην, ἤν τε βούλῃ γ’ ἤν τε μή.

ΚΙ.  Εἴθ’ ἐκχυθείη τὸ μύρον, ὦ Ζεῦ δέσποτα. 

                                          Σε μετάφραση

ΜΥ. Θες να σου βάλω μυρωδιά;  ΚΙ. Όχι, μά τον Απόλλωνα, να μη μου βάλεις!

ΜΥ. Αμ δε! Θέλεις, δε θέλεις, μά την Αφροδίτη, θα σου βάλω!

                                               ( Φεύγει πάλι)

ΚΙ. Αχ Δία μου, αφέντη μου, κάνε να της χυθεί η μυρωδιά!

 

Και στον Επιτάφιο Θρήνο του Χριστού τη Μ. Παρασκευή, μεταξύ των άλλων Εγκωμίων, αυτών των έξοχων πλαστουργημάτων της βυζαντινής υμνολογίας, ακούσαμε την προηγούμενη εβδομάδα το πασίγνωστο

                                    Ἔρραναν τὸν τάφον αἱ μυροφόροι μύρα, λίαν πρωῒ ἐλθοῦσαι 

 καθώς και το ακόλουθο με το σχήμα λόγου της παρήχησης

                                     Γύναια σὺν μύροις  ἥκουσι μυρίσαι Χριστὸν τὸ θεῖον μύρον.

 

Πήλινο κορινθιακό αλάβαστρο. 600 π. Χ.

 

Ας γυρίσουμε όμως στο επίγραμμα του Μελέαγρου (Παλατινή Ανθολογία V 175) και στο εύηχο, το αποπνέον διάχυτη ευωδία επίθετο μυρόπνους, που προδίνει την άπιστη ερωμένη. 

                   Οἶδ’ ὅτι μοι κενὸς ὅρκος, ἐπεί σέ τὴν φιλάσωτον

                          μηνύει μυρόπνους ἀρτιβρεχὴς πλόκαμος,

                      μηνύει δ’ ἄγρυπνον ἰδοὺ βεβαρημένον ὄμμα,

                          καὶ σφιγκτὸς στεφάνων ἀμφὶ κόμαισι μίτος·

                     ἔσκυλται δ’ ἀκόλαστα πεφυρμένος ἄρτι κίκιννος,

                          πάντα δ’ ὑπ’ ἀκρήτου γυῖα σαλευτὰ φορεῖς.

                     Ἔρρε, γύναι πάγκοινε· καλεῖ σε γὰρ ἡ φιλόκωμος

                          πηκτὶς καὶ κροτάλων χειροτυπὴς πάταγος. 

                                             Σε μετάφραση 

Το ξέρω πως οι όρκοι σου σ’ εμένανε είναι κενοί,

γιατί εσένα που την ασωτία κυνηγάς

σε μαρτυράει η μοσχομυριστή πλεξούδα σου,

η μουσκεμένη ακόμη από μύρα,

σε μαρτυράει και το βαρύ απ’ την αγρύπνια μάτι σου

και η σφικτή ταινία από στεφάνια4 τριγύρω στα μαλλιά σου·

σ’ ακόλαστη αναστάτωση είναι οι πρόσφατα ανακατωμένες μπούκλες σου,

κι έχεις όλα τα μέλη σου απ’ το ανέρωτο κρασί,5 ναι, να σαλεύουν.

Χάσου από εδώ, κοινή, κοινή γυναίκα ολονών!

Βλέπεις, η άρπα που τα ξεφαντώματα αγαπάει σε καλεί

κι ο δυνατός ο ήχος των κροτάλων απ’ των χεριών το παίξιμο.

Αλλά και το επίσης ωραιότατο επίθετο μυροβόστρυχος το χρησιμοποιεί ο ποιητής Μελέαγρος σε ένα άλλο θαυμάσιο επίγραμμα (Παλατινή Ανθολογία V, 147),6 το οποίο συνέθεσε για την αγαπημένη του Ηλιοδώρα, την μυροβόστρυχον, όπως την αποκαλεί.

 

Λίθινα αλάβαστρα 4ου αι. π. Χ.

 

 

1)Για τον ποιητή και επιγραμματοποιό Μελέαγρο και κάποια επιγράμματά του βλ. το άρθρο μας της 8ης Μαΐου 2021 (στήλη «Μετάφραση Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας»).

2)Οι αρωματοποιοί λέγονταν μυρεψοί (← μύρον + ἕψω= βράζω).

3)Με τη λέξη «αλάβαστρο» (μεταγενέστερος τύπος τού ἀλάβαστος) δηλώνονται δύο διαφορετικά στη χημική σύστασή τους ορυκτά. Το ασβεστολιθικό αλάβαστρο, ποικιλία του ανθρακικού ασβεστίου, που υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στην Αίγυπτο, και το γύψινο, ποικιλία του γύψου. Και οι δύο τύποι έχουν παρόμοιες ιδιότητες. Είναι συνήθως ανοικτού χρώματος, ημιδιαφανή και μαλακά πετρώματα, εύχρηστα για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων. Το αρχαίο αλάβαστρο προέρχεται από την ευρύτερη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης εκτός της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας.

Το όνομα  ἀλάβαστος- ἀλάβαστρος () είναι αιγυπτιακής καταγωγής και προήλθε από τις λέξεις a-la-baste, που σημαίνουν «αγγείο της Μπαστ» (θεάς της Αιγύπτου). Από το ομώνυμο πέτρωμα ονομάστηκε και το κατασκευασμένο από αυτό αρωματοδοχείο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως γυναίκες. Στο σχήμα ήταν σφαιροειδές ή επίμηκες απιοειδές με στρογγυλή βάση, στενό λαιμό και πεπλατυσμένο στρογγυλό χείλος . Συνήθως δεν είχε λαβές, αλλά οπές για ανάρτηση ή για τη μεταφορά του με ιμάντες. Επειδή τα αγγεία από αλάβαστρο θεωρούνταν είδη πολυτελείας και δεν ήταν προσιτά λόγω υψηλής τιμής, κατασκεύαζαν απομιμήσεις από πηλό. Ωστόσο έχουν βρεθεί αλάβαστρα και από άλλα υλικά, χρυσό, χαλκό, άργυρο, γυαλί.

4)Τα στεφάνια ήταν αναπόσπαστο στοιχείο σε κάθε εορτή και ευωχία.

5)Θυμίζουμε ότι οι αρχαίοι ΄Ελληνες έπιναν το κρασί τους αραιωμένο με νερό· ο ἄκρα(η)τος οἶνος ήταν δείγμα βαρβαρότητας και εκτραχηλισμού.

6)΄Ο. π. σχ. 1.

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.