Στην αγορά στοιβάζουν τα ξερόκλαδα.
Μια συστάδα ίσκιων επίστρωμα φτωχό. Κατοικώ
Την κέρινη εικόνα του εαυτού μου, ένα κουκλίστικο σώμα.
Η αρρώστια ξεκινά εδώ˙ είμαι στόχος σκοποβολής για μάγισσες.
Ο διάβολος μόνο μπορεί να παραβγεί τον διάβολο.
Το μήνα τούτο των κόκκινων φύλλων σε κλίνη πύρινη χώνομαι.
Εύκολο είναι να ψέγεις το σκοτάδι˙το στόμιο μιας πόρτας,
Του υπόγειου την κοιλιά. Φύσηξαν κι έσβησαν το πυροτέχνημά μου.
Μια μαυροκαύκαλη γυναίκα μ’ έχει κλεισμένη σε παπαγάλου κλουβί.
Μεγάλα που είναι τα μάτια των νεκρών!
Στενές είναι οι σχέσεις μου με πνεύμα μαλλιαρό.
Καπνός στροβιλίζεται απ’ το λαιμό της άδειας τούτης φιάλης.
Μικρούλα αν είμαι, να βλάψω δεν μπορώ.
Αν δεν πολυκινούμαι, τίποτα δεν θ’ αναποδογυρίσω. Αυτά είπα,
Καθισμένη κάτω απ’ το καπάκι, μικρόσωμη και αδρανής σαν σπυρί ρυζιού.
Ανάβουν τις εστίες, τη μια μετά την άλλη.
Γεμάτοι άμυλο είμαστε, λευκά μικρά μου. Μεγαλώνουμε.
Πονάει στην αρχή. Οι κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την αλήθεια.
Μητέρα σκαθαριών, μόνο χαλάρωσε το χέρι.
Σαν πεταλούδα άτρωτη μες απ’ τη μπούκα του κεριού θα πετάξω.
Το σχήμα μου δώσε πίσω. Είμαι έτοιμη τις ημέρες να ερμηνεύσω
Ζευγάρωσα με τέφρα στον ίσκιο ενός βράχου.
Οι αστράγαλοί μου λάμπουν. Η λάμψη ανεβαίνει στους μηρούς.
Χαμένη είμαι, χαμένη, μες στο μανδύα τόσου φωτός.