Παυλίνα Παμπούδη: Λέρωνε
Τους τοίχους λέρωνε η σκιά μου Ψήλωνε και χαμήλωνε, με την ουρά να σέρνεται Τι ήμουνα Δραπέτευσα Βγήκα στην εξοχή, έφεγγε λίγο- Έρεε ολόγυρα μου ένα παραμύθι Με δίχως τέλος…
Τους τοίχους λέρωνε η σκιά μου Ψήλωνε και χαμήλωνε, με την ουρά να σέρνεται Τι ήμουνα Δραπέτευσα Βγήκα στην εξοχή, έφεγγε λίγο- Έρεε ολόγυρα μου ένα παραμύθι Με δίχως τέλος…
Δυο βήματα είσαι μακριά Από τα γραφικά του καλντερίμια. Κι όμως δε λες, δε γράφεις τίποτε γι’ αυτά, Μα κι ούτε βρήκες τον καιρό Εκεί να περπατήσεις …
ΔΙΑΖΕΥΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ Έτσι για λίγο σαν ένα λουλούδι μέσα σε τσιμεντένιο κάμπο ή όπως στο μουσείο σαν είδα τη θεά με το σάτυρο που με βασανίζει ακόμη όπως όταν…
........................................................... 2) Οικογενειακό Άλμπουμ (Πολύ έχουν γεράσει οι φωτογραφίες τους Ή έχω πάρει φως εγώ Ή βρίσκομαι Στο σκοτεινό θάλαμο ακόμα Κοιτάζοντας με μάτια ροζ Πότε θ’ αρχίσει το Άλλο…
ΧΑΛΕΠΙΟΣ ΠΕΥΚΗ Ποτέ δεν ζήσαμε χωριστά. Κι όταν πέθανε βρέφος μεγάλωνε μέσα μου σε πένθος μεταξωτό. Κι όταν μεγάλωσε πολύ ξαναπέθανε. Κι ήταν πάλι βρέφος μα είχε άλλο σώμα.…
Πριν ξημερώσει, ένστολοι φρουροί εξέλαβαν τις λάμψεις στα σύνορα για νικηφόρες φρυκτωρίες και ζητωκραύγασαν. Μια έφηβη, τιμωρημένη στη σοφίτα, ντράμερ στο τοπικό συγκρότημα και τυμπανίστρια στο σχολείο, καραδοκούσε, ξάγρυπνη στις…
Πάνω απ’ τα κεφάλια μας χρόνια περνούσε Αθέατο Οι τοίχοι το ΄ξεραν, αφού τ’ αυτιά τους είχαν, τη γενεαλογία του εμφανώς καιρό παράτασσαν. Η οροφή, αρειμανίως καπνίζοντας, σήματα αναβόσβηνε ψηλά…
τὸ ἄμετρο παρὸν μιὰ διαρκὴς αἰώρηση ἡ νοσταλγία σου ΤΙ ΓΥΡΕΥΕΙ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΠΑΛΙ Νόμιζα πώς στὴ σιωπὴ τοῦ μακρινοῦ πριν εἶχα τήν πίκρα μου στρατοπεδεύσει σὲ ἕνα καμαράκι ἀσβεστωμένο…
Λένε πως κάθε εποχή τη χάρη της έχει μεταβολίζει προσδοκίες κι ύστερα την πόρτα χτυπάει φορτώνοντας μνήμες την επόμενη. Το φθινόπωρο, ας πούμε, βγάζει φεγγάρι καπνισμένο και φεύγοντας αφήνει τα…
Ερασίμολποι ένα καράβι τόπος λιμάνι, πατρίδα, πατρικό τους αρμενίζουν ανεμίζοντας ρακοφόρα την ύπαρξη πέλαγα καρφιτσωμένα στο βλέμμα - ένα το ξημέρωμα θάλασσες στην πλώρη γράφουν τον κόρφο τους γεμίζοντας…
Να έρχεσαι καμιά φορά Στην έρημή μου χώρα Στις άδειες και νεκρές μου μέρες. Μη βλέπεις που φορώ Αυτό το ένδυμα Κουρελιασμένο πια απ’ τα δεινά Των περασμένων μου παθών…
Φαντάσου στον ήλιο φρεσκοπλυμένες κουρτίνες άσπρες λινές με δαντέλα στο τελείωμα μυρίζουν λεβάντα θάλασσα και θυμάρι χορεύουν στο φως γελάν στις αστραπές μεθυσμένες από άνεμο πάνε μια μπρος αποκαλύπτουν δάχτυλα…