Μαίρη Θεοδοσίου Νικολάου: δυο ποιήματα
ΛΕΥΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ Μια λευκή πεταλούδα αγκιστρωμένη στο φως τυφλή απ`τις αντανακλάσεις αόρατη σχεδόν γνέφει από το τζάμι ανοιγοκλείνοντας φτερά σήκωνε μια λεπτή σκόνη χίλια δυο χνουδάκια να ταξιδεύουν…
ΛΕΥΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ Μια λευκή πεταλούδα αγκιστρωμένη στο φως τυφλή απ`τις αντανακλάσεις αόρατη σχεδόν γνέφει από το τζάμι ανοιγοκλείνοντας φτερά σήκωνε μια λεπτή σκόνη χίλια δυο χνουδάκια να ταξιδεύουν…
Πριν από δύο ημέρες χάζευα κάτι περιοδικά μαγειρικής και «ζήλεψα» βλέποντας ελκυστικές φωτογραφίες που απεικόνιζαν γιαγιάδες, μαμάδες και παιδάκια, σε στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, να φτιάχνουν όλοι μαζί γλυκά, πίσω από…
Στα 2 προηγούμενα: Ο καλόγερος φεύγει από το μοναστήρι των Βενεδικτίνων μοναχών στο Monte Cassino, νότια της Ρώμης με πορεία προς την Κωνσταντινούπολη όπου θα δώσει ένα χειρόγραφο και θα…
Απ. 53 Ο Έρωτας, που μόλις είδε τα ψαρά τα γένια μου, με των χρυσόλαμπων φτερών του τ’ ανεμίσματα με προσπερνά και φτερουγίζει μακριά μου. Απ. 27 ε, παιδί,…
Λέγεται ακόμη ότι έγιναν τα εξής· ότι δηλαδή φεύγοντας ο Ξέρξης από την Ελλάδα άφησε στον Μαρδόνιο τη σκηνή του με όλο τον εξοπλισμό της. Βλέποντας ο Παυσανίας τον…
Ένα ένα τα άκρα σου σε προδίδουν Η ξύλινη καρέκλα σου Ο δίσκος που στρίβεις τα τσιγάρα σου Το δοχείο νυκτός σου Το ξεφύλλισμα της ξεθωριασμένης σου Βίβλου Και μια…
Ένα δολάριο και ογδόντα επτά σεντς. Αυτό ήταν όλο. Και τα εξήντα σεντς ήταν σε δεκάρες. Δεκάρες που είχε φυλάξει μία μία, καλοπιάνοντας τον μπακάλη, τον μανάβη και τον κρεοπώλη…
Ευτυχώς υπάρχει η φαντασία για να μας βάζει στον κόσμο της τρυφερής αθωότητας που τόσο πολύ ταιριάζει με τα Χριστούγεννα. Σε αυτόν τον μαγικό κόσμο των παραμυθιών που με συμβολισμούς…
ΣΟΥ ΚΡΑΤΗΣΑ ΤΟ ΧΕΡΙ Σου κράτησα το χέρι την πρώτη νύχτα Τότε που ολόφωτος γεννιόσουν μέσα στη φάτνη της λύτρωσής μας Ορκίστηκα να μην το αφήσω ποτέ, ούτε μια…
Γύρισε στο πλάι και κοίταξε το μάγουλό του καθώς κοιμόταν μέσα στο πρόχειρο λίκνο. Έλαμπε, γαλήνιος και ορμητικός μαζί, ένα βρέφος που στην όψη του έβλεπε εκείνο που ερχόταν. Δέος…
«[…] Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα, ἐρείπιον οἰκίας οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος, ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω, νὰ ἴδῃ μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλὸς εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου…