Κώστας Περδίκης: Στο ξωκλήσι της Παναγίας
Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να διαβάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς…
Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να διαβάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς…
Και βαρετά και θλιβερά, και πουθενά κανείς να απλώσω στην ατυχία το χέρι. Επιθυμίες! Τι νόημα έχει αιώνια μάταια να τις αναζητάς και να περνούν τα χρόνια τα καλύτερα; Μα…
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Μέσα μου υπάρχει ένας άλλος ουρανός το ίδιο απέραντος κι αυτός δίχως αρχή και δίχως τέλος. Σύννεφα τον σκεπάζουνε συχνά. Αστέρια τον στολίζουν και φεγγάρια. Ήλιοι λαμπροί ανατέλλουν…
Στα διακόσια χρόνια που μετράει η χώρα μας στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης το καφενείο ήταν και είναι ακόμα για τον Έλληνα το δεύτερο σπίτι του. Εκεί εκκλησιάζεται τις…
Και οι δυο ποιητές μού ήταν αγαπητοί από τα μαθητικά μου χρόνια. Ο Μπάιρον έμεινε στη σκέψη μου και στην καρδιά μου περισσότερο. Ο Βιργίλιος παραχώρησε, κάποια στιγμή, ευγενικά…
ΑΣΚΗΣΗ ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ Κι όμως, κινείται. Κάτι το απειροελάχιστο προστίθεται Και αφαιρείται. Σημειώνω μια ανεπαίσθητη μετατόπιση. Μια επιτάχυνση στον ορατό Μια επιβράδυνση στον αόρατο κόσμο. Μάταιες δοκιμές πάλι και…
ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ Η χρυσή τομή της ηδονής, μάλλον είναι ο τέλειος συνδυασμός ζωής και θανάτου, που μακρόσυρτα στοιχειώνει δωμάτια σε φθαρμένα σπίτια. Δυσανάλογη η ώρα με το φως…
Χρησιμοποιώ αυτό το τίτλο που ο ίδιος ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός είχε αναφέρει σε μία του συνέντευξη απαντώντας στην ερώτηση: Τι είναι ποίηση; Τι πιο δύσκολο από τα λόγια εκείνα…
Κοιτάξτε τον χορό Ολύμπιοι θεοί, εσείς που πέμπετε την δοξασμένη χάρη σας, που τριγυρνάτε στον ομφαλό της πόλης, τον πολυσύχναστο κι όλο ευωδιαστά θυμιάματα, στην ιερή Αθήνα, στην πολυδαίδαλη και…
I. Πιστοί και φέτος στο καθήκον, χάραμα θα ’ρθούμε προσκυνητές στην πέτρα, το χώμα να στολίσουμε με μια αγκαλιά φρέσκα χρυσάνθεμα κι ένα μεγάλο κόκκινο γαρίφαλο. Η σκέψη…
Στη βάρκα την στοίβαξαν, δέμα ανεπίδοτο χωρίς αξία και χωρίς όνομα. Στο νησί έβγαλε το σωσίβιο, της έδωσαν να φάει. Όταν τη ρώταγαν, τρέμαν τα λόγια της κακόηχα, ψευδά.…
«Λάλησε, πάει λάλησε». «Βικέντη, σύνελθε. Δε γίνονται αυτά», έκανε ο πλοιοκτήτης. Τέσσερεις κυβερνήτες του ‘φυγαν. Χωρίς να ζητήσουν καμιά αποζημίωση. Το ‘βαλαν στα πόδια μόλις πάτησαν στεριά, κοιτώντας πίσω τους…