Παυλίνα Παμπούδη: Η Αρλέτα
Η ΑΡΛΕΤΑ Από παιδί, πήρε δώρα πολλά, παιχνίδια θαυμαστά να παίζει: χρώματα, σχήματα, λέξεις- οχήματα, νότες. Κυρίως, μια υγρή και γαλανή φωνή, να προχωράει σε μεγάλα βάθη μπλε, στο πλέον…
Η ΑΡΛΕΤΑ Από παιδί, πήρε δώρα πολλά, παιχνίδια θαυμαστά να παίζει: χρώματα, σχήματα, λέξεις- οχήματα, νότες. Κυρίως, μια υγρή και γαλανή φωνή, να προχωράει σε μεγάλα βάθη μπλε, στο πλέον…
ΣΑΝ ΑΓΚΑΘΙ Τώρα χάθηκε κι η τελευταία μας ευκαιρία Να συμμετάσχουμε σε κάτι οδυνηρό Να κριθεί η ηθική μας Να μας δοθεί π.χ. κάποια σοβαρή επιλογή Κι εμείς ν…
Σε ξαναβρίσκω. Μικρή κόρη τ' ουρανού ορείχαλκη μες στις πυκνές σιωπές. Χρυσάφι του Ήλιου άργυρος της Σελήνης ισορροπούνε στο ηλέκτρινο κράμα του κορμιού. Σε ξαναβρίσκω. Πρώτη φορά δροσιά καίει τόσο…
Μά, τί λέτε, κύριε… Δὲν εἶναι μονόμετρο, ὁ χρόνος εἶναι μέγεθος διανυσματικό! Δὲν ἀκοῦτε τοὺς κοπετοὺς τῆς Ραχήλ, τοὺς τριγμοὺς τῶν ὀδόντων, μά, δὲν βλέπετε τὰ παλουκωμένα κεφάλια ‒ σώπα,…
Ένα μωρό Χριστούλης γεννιέται σε μία Λωρίδα γης το τυλίγουν σε γάζες τρεις μάγοι του φέρνουνε δώρα, ο πρώτος μία σφαίρα ο δεύτερος λευκό φώσφορο ο τρίτος μία βόμβα. Σε…
Ραγισμένο ποτήρι Φτηνό κι ασήμαντο ποτήρι είμαι Χωρίς στοιχεία κι άλλες μυστικές γραφές Πάνω μου χαραγμένα Με κτήτορες κι άλλα ονόματα. Πως κάποτε να μ’ είχε κάποιος…
Έπαιξα το καλύτερο γι’ Αυτόν το βόδι και το αρνί κρατούσαν το τέμπο η Μαρία νανούριζε τον φόβο Εκείνος χαμογέλασε φως πλανήθηκε σε τροχιές γύρω από κάθε ραμ παμ παμ…
Ἔκλεισε πρῶτα ἡ πόρτα, ὕστερα ἄναψε ἡ μηχανή κι ἔγινε παρελθόν ἡ χαρά τῶν ἡμερῶν. Οἱ τοῖχοι ἔγειραν λειψοί, σιώπησαν τά μπαλκόνια καί τό τραπέζι ἄρχισε πολύ νά μεγαλώνει. Ἔφυγαν…
Ελεύθερη πτώση Αυτό το μεγάλο το ματωμένο το βαθύ το μπουκωμένο το εκτροχιασμένο το φτερωτό το αντιλαλούν το ένα που αλέθει που αιμάσσει που ομογενοποιεί που καταδίδει…
Τα συρταράκια Να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, όπως σηκώνεται μια σημαία στον ιστό της, να στήσει στον τοίχο την ημέρα της, να διαγνώσει παθολογίες φθοράς στα σεντόνια, ν' αερίσει το…
Τριάντα χρόνια ταξιδεύανε. Ήταν γερό σκαρί η τριήρης τους, θα ’λεγες ζυμωμένη με τους μυς και με τις ράχες τους. Εψές το βράδυ γύρισαν στ’ αμπάρι μιας ολκάδος. Είχανε ξαρμυρίσει…
Ακόμα γράφεις;! Στην αρχή σχεδόν δεν τον πρόσεξα στα μισά όμως με κατέλαβε αθεράπευτη μια μελαγχολία η καρδιά μου φτερούγισε ώσπου δεν άντεξα με στόμα ευωδιαστό πλησίασα…